Η πρώιμη αγάπη μου για τον Έντγκαρ Άλλαν Πόου, τέταρτο και τελευταίο μέρος
Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ως Επίλογος τούτο το κείμενο. Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου είναι ένας άπειρος κόσμος, κλασικός. Κλείνει πολλά από το παρελθόν και ανοίγει δρόμους για το μέλλον. Ανήκει στους συγγραφείς, που – χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει τότε – έπαιξαν σημαντικό ρόλο να προσπαθώ να παντρεύω τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία, το συγκεκριμένο με το καθολικό και το τοπικό με το οικουμενικό.
Στα αφιερωματικά αυτά κείμενά μου, στην πρώτη ενότητα αναφερθήκαμε συνοπτικά στη ζωή και στο έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόου, στη δεύτερη επιχειρήσαμε μια κάπως αναλυτικότερη προσέγγιση των δύο εμβληματικών του πεζογραφημάτων του «Χρυσός Σκαραβαίος» και «Μαύρος Γάτος», ενώ στην τρίτη ενότητα φωτίσαμε την επίδραση που είχε ο Πόου στη Λογοτεχνία – κυρίως την Ελληνική.
Μια ποικιλία προσεγγίσεων θα κοσμήσουν το σημερινό αφιέρωμα.
Στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τ. 546, 1/4/1950) ο Ηλίας Βενέζης γράφει στο κείμενο «Η καλύβα του Πόε»:
« – Βρήκα το σπίτι του Πόε χαμηλά στην πόλη, στο Greenwich Village, είπα. Θα ήταν τόσο ωραία εκεί. Γιατί ήρθαν να ζήσουν εδώ που, τότε, πριν από ένα αιώνα, θα ήταν ερημιά;
Η κυρούλα με τα άσπρα μαλλιά αρχίζει να μιλάει σιγανά για τη ζωή του Πόε.
-Η Virginia ήταν άρρωστη πολύ, είπε. Ήταν φθισική. Κι ο Έντγκαρ ήταν τότε θεόφτωχος. Την περισσότερη φτώχεια του την πέρασε εδώ, σ’ αυτή την καλύβα. Επειδή ήταν φθισική, την έφερε εδώ που ήταν εξοχή. Δέστε, στο πορτραίτο της, αυτό εδώ τι όμορφη που ήταν!
Τραβά απ’ το συρτάρι του μικρού γραφείου που είναι μπροστά της ένα παλιό πορτραίτο της Βιργινίας Πόε. Η ευγενική ύπαρξη, η αθώα ματιά, τα τσιτωμένα μαλλιά, το μεγάλο μέτωπο. Λίγο γερμένο το κεφάλι. Και βαθιά κούραση στα κλειστά μάτια. Απ’ τη ζωή. Απ’ τη μοίρα».
Θα παραθέσουμε στη συνέχεια τρία ποιήματα του Πόου, που δείχνουν πλευρές του χαρακτήρα του, από την παιδική ακόμη ηλικία, καθώς και τη χρήση αρχαιοελληνικών συμβόλων.
- Μόνος
Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί / Όπως οι άλλοι · δεν έβλεπα / Όπως οι άλλοι · δεν έβγαινα / Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη. / Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα / Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα. / Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα. / Τότε -παιδί ακόμα- στην αυγή / Μιάς όλο θύελλες ζωής -ξεπήδησε / Απ” τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά […]
(Η μετάφρασή του έγινε από την Λητώ Σεϊζάνη).
- Σονέτο-Στην Επιστήμη
Επιστήμη! Γνήσια κόρη του Αρχαίου Χρόνου είσαι!
Με τα ερευνητικά σου μάτια όλα της’ αλλοιώνεις – τέτοια είσαι! / Γιατί ορμάς έτσι πάνω στην καρδιά του ποιητή,
αρπακτικό, που τα φτερά σου είναι πραγματικότητα πεζή; […] / Συ δεν είσαι που την Άρτεμη από το άρμα της βίαια έριξες / και την Αμαδρυάδα από τα δάση έδιωξες
για να βρει καταφύγιο και γαλήνη / σε μιαν άλλη πιο χαρούμενη σελήνη; / Συ άσπλαχνα δε χώρισες τη Ναϊάδα από τη νερομάνα της, / τη Συλφίδα από το χλωρό χορτάρι της / κι εμένα από το όνειρο το θερινό
κάτω από τον κόκκινο ταμάρινδο; (Το δέντρο οξυφοίνικας) (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΜΗΛΙΤΣΗΣ)
- Η χώρα των ονείρων
Μες από δρόμον έρμο κ’ ισκιωμένο, / Μ’ αγγέλους του Άδη μόνο στοιχειωμένο, / Που Είδωλο εκεί, σε μαύρου θρόνου ερέβη, / Μ’ όνομα ΝΥΧΤΑ, ολόρθο βασιλεύει,
Κάτω στα μέρη αυτά έχω φτάσει τώρα / Από μι’ αχνή στερνή της Θούλης χώρα – / Από μιαν άγρια γη θλιμμένη που άυλη, μαγεμένη, / Περ’ από ΧΩΡΟ και από ΧΡΟΝΟ μένει.
(απόσπασμα από την μετάφραση του Νίκου Σημηριώτη,)
Βέβαια, θα ήταν αδιανόητο να μη βάλουμε και λίγο «Κοράκι» στο κείμενό μας. Όπως γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος «Το μεγαλείο της ποίησης και του ποιητή Πόε λάμπει, ακόμη και σήμερα, στο “Κοράκι” γιατί σε αυτό δοξάζεται ο δημιουργός και η αρχή της Δημιουργίας. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο, ούτε πρωτοποριακό. Ακόμη και τότε. Υπάρχει όμως μια διαφορά: ο Πόε απομονώνει τον άνθρωπο (και τον αναγνώστη), τον μόνο πια σύντροφο, από τον υπόλοιπο κόσμο και ζωντανεύει τις συνθήκες της Δημιουργίας. Εκεί που όλα αρχίζουν από το μηδέν. Ο Πόε ιερουργεί με τον δικό του τρόπο και αντί να καταλήξει στο αναμενόμενο, ανατρέπει τη φαινομενικά προκαθορισμένη πορεία. Αυτή που επιτάσσει ο ρομαντισμός. Ο σύντροφος που έμεινε πίσω “αγκαλιάζει” την απώλεια και μες το σκοτάδι της, πρόθυμος, θα βυθιστεί. Σε αυτό το σημείο ο Πόε συναντά το αρχέγονο, αλλά μας τονίζει ότι Δημιουργία και Απώλεια συνυπάρχουν. Όταν κάτι χάνεται, κάτι άλλο θα πάρει τη θέση του για πάντα και στην περίπτωση του ποιήματος αυτό είναι το κοράκι. Αγγελιαφόρος και ενσαρκωτής της φυλακισμένης ψυχής».
Ο ίδιος ο Πόου ομολογεί για το ποίημα αυτό: «Θέλω να αποκαλύψω πως κανένα σημείο της σύνθεσης του δεν οφείλεται στην τύχη ή τη διαίσθηση, πως η εργασία προχώρησε βήμα προς βήμα ως το τέλος, με την ακρίβεια και την αυστηρή αλληλουχία ενός μαθηματικού προβλήματος».
Το κοράκι
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα / Κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο / Μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο / Σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου. / «Κανένας ξένος», σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα, / Αυτό θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο.
Θυμάμαι, ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη / Και κάθε λάμψη της φωτιάς σαν φάντασμα φαινόταν. / Ποθούσα το ξημέρωμα· μάταια προσπαθούσα / Να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο, / Για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη / Όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
Για πάντα ούτε όνομα. / Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες / Με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς, / Και για να πάψει το άγριο το χτύπημα η καρδιά μου / Σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος / Που ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου – / Αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι». / […] Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο / Με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα εμπήκε
Και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλει λίγο, / Επήγε και εκάθισε, στη πέτρινη Παλλάδα / Απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη / […]Και το Κοράκι ακίνητο στην προτομή όλο μένει, / Στης Αθηνάς την προτομή απάνω από την πόρτα
Και τ’ αγριωπά τα μάτια του σαν του Διαβόλου μοιάζουν / Όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι / Ρίχνει σκιά στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. / Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια / Να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς / Που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
(Μετάφραση: Κώστας Ουράνης)
Θα κλείσω τα κείμενά μου με ένα προφητικό θαυμαστό σημείο από το διήγημα του Ένγκαρ Άλλαν Πόου «Το χιλιοστό δεύτερο παραμύθι της Σεχραζάτ», που το πρωτοδιάβασα πριν πενήντα χρόνια στον τόμο «Διηγήματα», μετ. Τάσου Κωνσταντινίδη, εκδ. Περγαμηνή. Από τότε, συνηθίζω στο πίσω εσώφυλλο ή στις τελευταίες λευκές σελίδες, να γράφω σχόλια ή παρατηρήσεις. Στη σελίδα 79 εντόπισα το παρακάτω απόσπασμα:
«Ένας άλλος απ’ αυτούς τους μάγους έφτιαξε (από παρόμοιο υλικό) ένα πλάσμα που ντρόπιασε ακόμα και τη μεγαλοφυΐα του δημιουργού του. Γιατί ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη του συλλογισμού του ώστε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο έκαμνε υπολογισμούς τέτοιας απέραντης έκτασης ώστε ν’ απαιτούν τον ενωμένο μόχθο πενήντα χιλιάδων ανθρώπων επί ένα χρόνο. Αλλά ένας ακόμα πιο θαυμαστός μάγος έφτιαξε ένα πράμα που δεν ήταν ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά είχε μολυβένιο μυαλό ανακατωμένο με μια μαύρη ουσία σαν πίσσα και δάχτυλα που χρησιμοποιούσε με τέτοια απίστευτη γρηγοράδα και επιδεξιότητα ώστε να μπορεί να γράφει είκοσι χιλιάδες αντίτυπα του Κορανίου σε μια ώρα».
Πίσω, έγραψα: «Υπέρβαση ‘Κυβερνητικής’;».
Τότε (1973) δεν είχαμε ή δεν ξέραμε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μελετούσα από το 1970 την «Κυβερνητική» του Norbert Wiener (1894-1964), στα μαθήματα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο.
Πόσο μπροστά ήταν ο Πόου!
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής