Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι υφίστανται ομάδες, οργανώσεις, ακόμα και πολιτικοί οργανισμοί που σχεδόν καθημερινά επιχειρούν να προβάλλουν την άποψη περί ανωτερότητας της ελληνικής φυλής και περί καθαρότητας του ελληνικού αίματος έναντι άλλων λαών και πολιτισμών. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, στα πλαίσια της προσπάθειάς αυτής, επιχειρείται η ιστορική θεμελίωση της άποψης αυτής με την προβολή παραδειγμάτων από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και με την ανάδειξη της θεωρίας ότι η ανωτερότητα αυτή έχει τις ρίζες της στους αρχαίους Έλληνες, ανεξαιρέτως και χωρίς καμία διάκριση.
Οι παραπάνω απόψεις αποκτούν βέβαια πιο ξεκάθαρο περιεχόμενο, αν συνδυαστούν με την καθημερινή συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι παραπάνω οργανώσεις και ομάδες σε θέματα που σχετίζονται με τους μετανάστες που ευρίσκονται στη χώρα μας. Έτσι στην πράξη πολλές φορές προβαίνουν στη διανομή γευμάτων μόνο σε όσους φέρουν την ελληνική ταυτότητα, διοργανώνουν αιμοδοσίες μόνο από Έλληνες προς Έλληνες, πραγματοποιούν, υπό τη μορφή ταγμάτων, έφοδο προς πρόσωπα μη έχοντα την ελληνική υπηκοότητα και διενεργούν ελέγχους νομιμότητας σε αλλοδαπούς σαν να είναι αστυνομικά όργανα.
Σαφώς και οι παραπάνω απόψεις και πράξεις προβάλλουν εντελώς μονοδιάστατα, αλλά και προσβάλλουν, τα ξεχωριστά εκείνα χαρακτηριστικά του αρχαίου κλασσικού κόσμου. Όπως τονίζει και η διακεκριμένη Γαλλίδα φιλόλογος και ελληνίστρια Jacqueline De Romilly, στην Αρχαία Ελλάδα, η Αθήνα αντιπροσώπευε, σε αντίθεση με την Σπάρτη, ένα πνεύμα ανοχής και φιλοξενίας. Ρατσισμός υπό την σημερινή έννοια δεν υπήρχε. Φυσικά οι Έλληνες ήταν ευαίσθητοι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε αντίθεση με τους βαρβάρους, αλλά ήταν περισσότερο μια πολιτισμική παρά φυλετική αντίθεση. Και, κυρίως, η αντίθεση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων συμβόλιζε ακριβώς την αντίθεση μεταξύ ενός κόσμου όπου η βία καταδικάζεται και ενός άλλου όπου ο απολυταρχισμός οδηγεί στη βία.
Επομένως, η ανωτερότητα του αρχαίου ελληνικού κόσμου έναντι των υπολοίπων ισχυρών λαών της εποχής ιδίως των Αιγυπτίων και των Περσών δεν στηριζόταν σε φυλετικά, θρησκευτικά ή χρωματικά χαρακτηριστικά, αλλά στη συνείδηση ότι οι Έλληνες ήταν κάτοχοι πολιτιστικού υπόβαθρου που δεν μπορούσε κανείς να συναντήσει αλλού σε τέτοια έκταση.
Κάτι τέτοιο δικαιολογείται, αν συνειδητοποιήσει κανείς την ανάπτυξη πλήθους φιλοσοφικών κινημάτων και σχολών και όχι φιλοσοφίας που αναπτυσσόταν στα περιορισμένα πλαίσια ενός ιερατείου ή της αυλής ενός μονάρχη ή ενός μοναχικού στοχαστή. Κάτι τέτοιο δικαιολογείται, αν αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας που καθιστούσε τον αθηναίο ταυτόχρονα πολίτη, νομοθέτη και δικαστή. Κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το γεγονός της ανάπτυξης των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, ιδιαίτερα δε των μαθηματικών, της ιστοριογραφίας, της αρχιτεκτονικής και βεβαίως του αρχαίου δράματος.
Επίσης, όπως αναφέρει ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Μ.Β. Σακελαρίου, χρειάζεται να μετριασθεί η αντιπαράθεση που γίνεται μεταξύ αθηναϊκής δημοκρατίας και μοντέρνας δημοκρατίας όσον αφορά τους μετοίκους, δηλαδή τους μετανάστες της εποχής εκείνης. Ας έχουμε πάντα υπόψη ότι ο αθηναίος νομοθέτης Κλεισθένης συνδύασε την εγκαθίδρυση του πολιτεύματός του με την εισδοχή πολυάριθμων μετοίκων στο πολιτικό σώμα. Μάλιστα, στην Αθήνα ο αριθμός των μετοίκων και η συμμετοχή τους στην απόλαυση εισοδήματος από ημερομίσθια ή αυτοαπασχόληση ή επιχειρήσεις έφθασαν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Το 431 π.Χ. στρατεύονταν ως οπλίτες 13.000 πολίτες και 3.000 μέτοικοι, δηλαδή στη μεσαία οικονομική τάξη υπήρξαν 23 μέτοικοι για κάθε 100 πολίτες. Σε ανώτερο οικονομικό επίπεδο, οι μέτοικοι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα. Παρά ταύτα, δεν υπήρξαν εκδηλώσεις ξενηλασίας ή απλώς ξενοφοβίας. Αντίθετα, οι πολίτες εκτιμούσαν την οικονομική σημασία της παρουσίας των μετοίκων στην πόλη τους.
Ήδη περί το 430 π.Χ., ένας ολιγαρχικός κριτικός διατύπωνε τη γνώμη ότι η Αθήνα χρειαζόταν τους μετοίκους ως εργατική δύναμη στα πολλά εργαστήριά της και ως κωπηλάτες και έτσι ο ίδιος δικαιολογούσε το γεγονός ότι απολάμβαναν ελευθερία λόγου ίση με εκείνη των πολιτών (Ξενοφών «ρήτωρ», Αθηναίων Πολιτεία Ι,12). Παράλληλα, κατά τον συμμαχικό πόλεμο των ετών 357-355 π.Χ., πολλοί μέτοικοι έφυγαν από την Αθήνα. Τότε ο Ισοκράτης στο λόγο του «περί ειρήνης» εξέφρασε λύπη για τούτο το γεγονός και την ελπίδα ότι ανάμεσα στα άλλα αγαθά που θα έφερνε η λήξη αυτού του πολέμου θα ήταν η επιστροφή των μετοίκων. Και ο Ξενοφών, όμως, στο έργο του «Πόροι» εξήρε την οικονομική σημασία των μετοίκων, επειδή πλήρωναν φόρους και δεν εισέπρατταν μισθούς (δηλαδή δεν έπαιρναν αντάλλαγμα διότι δεν ήταν πολίτες και δεν μπορούσαν να γίνουν άρχοντες, βουλευτές ή δικαστές) και πρότεινε μέτρα για να προσελκυσθούν και πάλι μέτοικοι: να τους δοθεί το δικαίωμα αποκτήσεως αστικών ακινήτων και να απαλλαγούν από στρατιωτικές υποχρεώσεις, οι οποίες τους ζημίωναν, ενώ δεν ανέβαζαν το ποιοτικό επίπεδο του αθηναϊκού στρατού.
Παρατηρούμε ότι η επιλεκτική και μονόπλευρη χρησιμοποίηση χαρακτηριστικών που αφορούν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπινου γένους αποτελεί σύνηθες φαινόμενο όσων επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την ιστορική πραγματικότητα προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση μίας, μόνης και οικουμενικής αλήθειας που πρέπει να υιοθετηθεί από όλους. Κάτι τέτοιο είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ιδίως των εν ισχύ ή επίδοξων απολυταρχικών καθεστώτων που επιχειρούν πάντοτε να αποπροσανατολίσουν τη συντριπτική πλειονότητα του λαού δημιουργώντας υποτιθέμενους εχθρούς που επιβάλλεται να συντριβούν, ακόμα και δια της χρήσης βίας. Οι εξελίξεις αναμένονται με ενδιαφέρον.