Από το βιβλίο με το τίτλο:
ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ Ένα χρονικό του μέλλοντος
της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
που γεννήθηκε το 1948 στην Ουκρανία και μεγάλωσε στη Λευκορωσία.
Τρεις μονόλογοι για έναν αρχαίο φόβο. Ο μονόλογος της μητέρας.
“ Ξέρετε γιατί ήρθαμε στη γη του Τσέρνομπιλ; Γιατί κανείς δε θα μας διώξει από εδώ. Η γη αυτή, βλέπετε, δεν ανήκει πια σε κανέναν. Την πήρε πίσω ο θεός. Οι άνθρωποι την εγκατέλειψαν για πάντα…
Στο Ντουσανμπέ ήμουν σταθμάρχης Β’. Υπήρχε ακόμη ένας σταθμάρχης Β’-ένας Τατζίκος. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν μαζί, πήγαν στο ίδιο σχολείο. Γιορτάζαμε μαζί τις Πρωτοχρονιές και τις Πρωτομαγιές. Πίναμε μαζί κρασί και τρώγαμε μαζί. Κι έπειτα μια μέρα μπήκε στο γραφείο οργισμένος. Στάθηκε μπροστά μου και φώναξε:
-Πότε θα γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου; Αυτή η γή είναι δική μας!
Ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος και γω του έφτανα μέχρι τον ώμο. Ένιωθα όμως τόσο δυνατή… Γύρω μας μαζεύτηκαν οι συνάδελφοι. Αυτός φώναζε.
Το κεφάλι μου πήγε να σπάσει. Είχα χάσει κάθε έλεγχο.
Δουλεύαμε μέρα νύχτα. Τα τρένα ξεχείλιζαν από κόσμο που έφευγε μακριά. Χιλιάδες κόσμου. Δεκάδες χιλιάδες! Μια μέρα έδιωξα ένα τρένο για τη Μόσχα στις δύο τα χαράματα. Όμως μια ομάδα παιδιών είχαν ξεχαστεί στην αίθουσα αναμονής. Τα κλείδωσα εκεί για να μην κινδυνεύουν. Τότε με πλησίασαν δύο άνδρες με αυτόματα.
-Τί κάνετε τέτοια ώρα εδώ, παιδιά; τους ρώτησα.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
-Τί κάνουν αυτά τα παιδιά εκεί; ρώτησαν καχύποπτα.
-Είναι δικά μας. Είναι δικά μας παιδιά σας λέω!
Έφυγαν. Αν όμως έμπαιναν στην αίθουσα, θα τα σκότωναν όλα. Κι εμένα βέβαια ,με μια σφαίρα στο κεφάλι! Η μόνη εξουσία ήταν τα όπλα. Το πρωί έβαλα τα παιδιά στο τρένο κι έδωσα οδηγίες να μεταφερθούν ως φορτίο καρπουζιών-με τις πόρτες κλειστές.(Μένει σιωπηλή και μετά ξεσπάει σε λυγμούς.) Υπάρχει τίποτα πιο φρικιαστικό απ τον άνθρωπο; (κλαίει ξανά)
Από τότε που εγκατασταθήκαμε εδώ, μου πήρε πολύ καιρό να μην κοιτάζω πίσω μου στο δρόμο, να μη φοβάμαι πως μου την έχουν στημένη. Στην πατρίδα μας δεν περνούσε μέρα που να μη σκέφτομαι το θάνατο. Τώρα περπατώ στο δάσος ολομόναχη και δε φοβάμαι. Το δάσος είναι έρημο, δεν υπάρχει ψυχή. Που και που συναντάω κανέναν κυνηγό στο δάσος με την καραμπίνα, το κυμηγετικό του σκυλί και έναν μετρητή Γκάιγκερ στο χέρι. Και οι κυνηγοί κρατούν όπλα αλλά δεν κυνηγούν ανθρώπους. Ακούω τους πυροβολισμούς και ξέρω πως σημαδεύουν καμιά κουρούνα ή κανέναν λαγό. (σιωπή) Να γιατί δε φοβάμαι εδώ… Εγώ δε φοβάμαι τη γη ή το νερό, φοβάμαι τους ανθρώπους.
Όταν φύγαμε από την πατρίδα μας είχαμε φορτώσει όλα μας τα πράγματα σ ένα κοντέινερ. Ήθελαν να το ξεφορτώσουμε. Έτσι αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε το κοντέινερ. Ρούχα, στρώματα, ένα παλιό ψυγείο, δύο σάκους με βιβλία… Τα περιεργάζονταν. Γελούσαν μαζί μας.
-Πόσα ψυγεία έχετε; Γιατί δεν το δηλώσατε;
-Δεν το ξέραμε είναι η πρώτη φορά που εγκαταλείπουμε μια περιοχή σε κατάσταση πολέμου.
Είχαμε μια ζωή… Μιαν άλλη ζωή… είχα υψηλό στρατιωτικό βαθμό-ήμουν συνταγματάρχης των μονάδων των σιδηροδρόμων. Εδώ ήμουν άνεργη, μέχρι που βρήκα μια θέση ως καθαρίστρια στο Δημαρχείο. Καθαρίζω πατώματα. Κάποιοι νιώθουν οίκτο για μας, άλλοι δυσανασχετούν: “οι πρόσφυγες κλέβουν τις πατάτες, βγαίνουν το βράδυ και τις ξεθάβουν απ τη γη”. Η μητέρα μου έλεγε πως στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο οι άνθρωποι έδειχναν αλληλεγγύη, συμπονούσε ο ένας τον άλλο. Τις προάλλες βρήκαμε το πτώμα ενός άγριου αλόγου. Σ ένα άλλο μέρος βρήκαν έναν λαγό. Δεν τα είχε σκοτώσει κάποιος, είχαν πεθάνει από κάποια άλλη αιτία. Οι κάτοικοι του χωριού ανησύχησαν πολύ. Όταν όμως λίγες μέρες μετά βρήκαν το πτώμα ενός άστεγου, δεν τους έκανε καμιά εντύπωση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φαίνεται πως οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει πια να βλέπουν νεκρούς ανθρώπους”
“όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις” έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τέτοιο μοιάσιμο των καιρών..; Και πως επαναλαμβάνεται η Ιστορία..! Μα φαίνεται πως τούτη η επανάληψη συμβαίνει πια τόσο ταχτικά και όχι κάθε εκατό χρόνια… Αυθάδικα, χυδαία έργα ανθρώπων κι ο ουρανός μας μπαρουτοκαπνισμένος πάλι…
Χρύσα Μπαΐρα