
«Η Ελλάδα κάθε πενήντα μίλια είναι ένας άλλος κόσμος. Άλλες γραμμές βουνών, άλλα χρώματα, άλλη σύσταση της γης, άλλη πανίδα, άλλη ψυχή»
Κωνσταντίνος Τσάτσος
Οι συνθήκες του καλού καιρού ευνοούν τις καλοκαιρινές μετακινήσεις. Ήδη από την αρχαιότητα τα ταξίδια, το εμπόριο, ακόμα και οι πολεμικές αναμετρήσεις περίμεναν τον αίθριο καιρό. Σήμερα όμως οι συνθήκες ζωής των περισσότερων πολιτών αυτής της χώρας μάλλον εμποδίζουν κάθε είδους διακοπή από μια – αν μη τι άλλο – δύσκολη καθημερινότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Ο αγώνας για τον επιούσιο μοιάζει στις μέρες μας ένας διαρκής αγώνας μετ’ εμποδίων, εμποδίων μάλιστα κρυμμένων ή άλλων που αναδύονται κάθε τόσο χωρίς λογική, χωρίς προειδοποίηση και ντροπή.
Όσοι λίγοι ιθαγενείς εξέδραμαν είδαν όσες απίστευτες ομορφιές διατηρούνται ακόμα, φιλόξενους ανθρώπους αλλά και κρυμμένες γωνιές. Είδαν περιορισμένη κίνηση στους δρόμους (εκτός από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του 15αύγουστου που ακόμα «κρατάει») αλλά και τροχαίους να μετράνε με ραντάρ την ταχύτητα λίγο πριν τα διόδια, προς «συμμόρφωση και γδάρσιμο» των οδηγών.
Είδαν φωτιές στην πατρίδα μας σε περιοχές μοναδικού κάλλους και ιστορίας, λες και η Λερναία Ύδρα πρόβαλε τα κεφάλια της, μπροστά σε έναν απρόθυμο, απροετοίμαστο και παντελώς ανίδεο για την αποστολή του Ηρακλή. Είδαν προσπάθειες «ανακάλυψης» στις οθόνες ένοχων εμπρηστών και πασπαλίσματος στάχτης από τα συντρίμμια της φωτιάς στα μάτια ενός κοινού, που χαρακτηρίζεται πια από μόνιμη κρίση αναισθησίας ή αλλιώς αναίσθητη ακρισία.
Μοιάζει σαν να ζούμε σε ένα κράτος άκρατου παραλογισμού και να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε, να δημιουργήσουμε (όσοι πιστοί), να ζήσουμε. Επιτυχώς; Ανεπιτυχώς;
Μοιάζει σαν να στήνεται και να ξεστήνεται ο μπερντές του Καραγκιόζη σε κάθε γωνιά του τόπου μας, όπως κάνουν οι περιοδεύοντες θίασοι. Σαν να βγάζει στο πανί του ο καμπούρης «ένα μικρόφωνο, μια κατσαρόλα κι ένα φουστάνι» (για να θυμηθώ τη γειτόνισσά μου κυρία Ρούλα Αλ.).
Μοιάζει σαν να σατιρίζει ο Καραγκιόζης, με αυτά τα τρία αντικείμενα που πετάει στον Χατζηαβάτη, τα στραβά της κούτρας μας, όσα ανεχόμαστε και δεν πετάμε από πάνω μας, όσα νομίζουμε ως σημαντικά, ότι τάχα αξίζουν το χρυσό φλουρί της σκέψης μας, ενώ στην πραγματικότητα μας κλέβουν τον χρόνο, τη ζωή μας.
Κι εκεί ανάμεσα στους καπνούς, πραγματικούς και τεχνητούς, όσοι εξέδραμαν είδαν, διέκριναν κι άλλα. Κλειστά μαγαζιά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, νέους ζητιάνους κι άστεγους, ανθρώπους στην ύπαιθρο στα πρόθυρα κατάθλιψης, αλλά κι άτομα με γνώση και θέληση, μανάδες, ανθρώπους αγωνιστές, που οργανωμένοι σε κάθε είδους ομάδες ή συλλόγους αντιστέκονται και συνεχίζουν. Συνεχίζουν να κρατούν συνήθειες αιώνων, να παλεύουν, να γυρεύουν.
Το τι γυρεύει πραγματικά ο καθένας, η καθεμιά μας, μόνο ο εαυτός μας το ξέρει. Συχνά μάλιστα το κρύβουμε κι απ’ αυτόν, το ξεχνάμε και το σκεπάζουμε, με ανάγκες τεχνητές, φόβους κι αχρείαστα συμπλέγματα.
Το καλοκαίρι όμως, η εποχή της ζέστης, μιας αναγκαστικής χαλάρωσης και διακοπής από την καθημερινότητα, είναι η κατάλληλη περίοδος για να ξεσκεπάσουμε ό,τι του πρέπει να αποκαλυφθεί, να ειπωθεί γι’ αυτό που πραγματικά είναι, να παρουσιαστεί μπροστά στον ήλιο, στη ζωογόνο καύτρα του.
Παλιές επιθυμίες, όνειρα, ανείπωτες ομορφιές. Αλλά και ξεδιάντροπα ψέματα, δικά μας ή άλλων, δολοφονικές πολιτικές, εμπρηστικά λόγια.
Ο λόγος ήταν και είναι το ισχυρότερο όπλο, αγάπης, χειραγώγησης ή επανάστασης. Ας τον αξιοποιήσουμε έστω τώρα, στο αποκαλόκαιρο που δύει. Ας τον χρησιμοποιήσουμε για να αποκαλύψουμε, να αποκαλυφθούμε και να απολογηθούμε.
Άλλωστε εδώ και χρόνια σ’ αυτό το μέρος του ντουνιά ο βασιλιάς ή καλύτερα σήμερα ο αυτόματος πιλότος είναι γυμνός! Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Οι σκιές του καλοκαιριού είναι μικρές και «κοφτές» και δεν αφήνουν τίποτα κρυμμένο!