
Το 2024 δημοσίευσα το άρθρο: «Διαλεκτική αμφίδρομη ζωής και θανάτου», παρουσιάζοντας την πέμπτη ποιητική συλλογή «ΠΥΡΟΒΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ» του εξ Ανδραβίδας Ανδρέα Φουσκαρίνη. Έκλεισα το κείμενό μου συμφωνώντας με μια διατύπωση – διαπίστωση του εκ Πατρών συναδέλφου Κώστα Λογαρά: «Στα ποιήματα της συλλογής δεν αντανακλώνται μονάχα ψυχικά τοπία του δημιουργού αλλά μια γενικευμένη κατάσταση που αφορά , πιστεύω, την ευρύτερη κοινωνία».
Πολύπλοκη και άκρως ενδιαφέρουσα είναι η πεζογραφική ματιά/πρόταση του συναδέλφου Ανδρεα Φουσκαρίνη και στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων «Το τραίνο και άλλα διηγήματα» από τις εκδόσεις Κοράλλι.
Στο κείμενό μας θα προσεγγίσουμε την πλούσια πορεία του και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τα διηγήματα της συλλογής.
Εκτός των άλλων, εκτιμώ ιδιαίτερα ότι εξακολουθεί να ζει στον τόπο όπου γεννήθηκε και εργάστηκε …ζει στον τόπο που γεννήθηκε όπου και εργάστηκε.
Ο Ανδρέας Φουσκαρίνης γεννήθηκε στην Ανδραβίδα τον Σεπτέμβριο του 1948, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ενώ το σχολικό έτος 1985-1986 φοίτησε στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης της Πάτρας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια ενώ έχει δημοσιεύσει κείμενά του από την εποχή που ήταν ακόμη φοιτητής σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: “Πρελούντιο”, 1980, “Συμπληγάδες πέτρες και άλλα συναφή”, 1982, “Περικαλλείς
διηγήσεις Χριστοφόρου του Πατζινακίτου”, 1983. Επίσης, έγραψε τη μελέτη : “Η ανολοκλήρωτη κοινωνία του Μεσοπολέμου στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης”, 1990, και επιμελήθηκε την “Ανθολογία Ηλείων λογοτεχνών”, 1981 σε συνεργασία με τους Γιώργο Γώτη και Διονύση Κράγκαρη, και τον τόμο “Άνθη της Εσπερίας”, 1994, με μεταφράσεις ποιημάτων του ΄Ελλιοτ, του Πάουντ, του Πρεβέρ, του Απολλιναίρ, της Πλαθ, του Λήβι, του Αρχίλοχου, κ.ά.
Έχει συνεργαστεί στην έκδοση των περιοδικών εντύπων: “Ανδρέας Καρκαβίτσας” και “Διάλογος” της Μορφωτικής ΄Ενωσης Λεχαινών, “Εκ Παραδρομής” της Πολιτιστικής Εταιρίας “Φράγμα”, και “Δροσελή” της Κίνησης των Πολιτών για την Οικολογία και το Περιβάλλον των Λεχαινών. Κείμενά του βρίσκονται δημοσιευμένα στα περιοδικά: “Διαβάζω”, “Ανδρέας Καρκαβίτσας”, “Διάλογος”, “Εκ Παραδρομής”, “Δροσελή”, “Αλφειός” Πύργου, “Υδρία” Πατρών, “Ηπειρωτική Εστία” Ιωαννίνων καθώς και σε άλλα έντυπα και εφημερίδες του εσωτερικού και εξωτερικού.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά. Υπό έκδοση βρίσκεται το μυθιστόρημά του “Ναρκοθετημένα πεδία”, μια εκτενής σειρά διηγημάτων καθώς και η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο “Φρυκτωρίες”.
Έχει χρησιμοποιήσει, μερικές φορές, τα ψευδώνυμα Αρχίλοχος Ναβίδης, Σεβαστοκράτωρ Σεβαστιανός Δοριάλωτος, κ.ά.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Δεκατέσσερα διηγήματα στα οποία η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, η πολιτική, το παραμύθι, ο μύθος και η ιστορία έχουν τον πρώτο λόγο, με τον συγγραφέα σχεδόν πάντοτε παρόντα, σαν να αφηγείται την ίδια του τη ζωή με αφορμή τις ζωές των άλλων. Ένα ταξίδι με το τραίνο που γίνεται η αφορμή για κατάδυση στην ιστορία, τον μύθο, τη ζωή και τον θάνατο. Η αυτογνωσία που έρχεται την τελευταία στιγμή, μετά τη νοσταλγική αναπόληση στιγμών ευτυχίας και δυστυχίας στο παρελθόν, όταν ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Άστραψε ο νους και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του, λέει ο Σολωμός στον Πόρφυρα, όταν τον βάζει στην τελευταία του μάχη με το τέρας που θα τον σκοτώσει. Κάποιοι πειραματισμοί του παρελθόντος (λογοτεχνική ουτοπία) για τη δημιουργία μίας λογοτεχνίας σε εξέλιξη που θα αλλάζει τον προσανατολισμό της ανάλογα με την επιθυμία του αναγνώστη, διηγήσεις στα όρια του φανταστικού με το πραγματικό, ιστορίες ωμού ρεαλισμού και σκληρής φαντασίωσης, διηγήματα με τον τρόπο του παραμυθιού για το περιβάλλον, φυσικό και πολιτισμικό, διακριτική και ενίοτε ειρωνική κριτική καταστάσεων, συνηθειών, συμπεριφορών, τρόπων ζωής, αντιλήψεων, πολιτικών συμπεριφορών του παρελθόντος και του παρόντος και άλλα τινά, ευχάριστα στην ανάγνωση».
Ένα δημοσίευμα στο διαδίκτυο της κυρίας Αργυρώς Βαζά αποτυπώνει άριστα το έργο:
«Ένα βιβλίο πλούσιο σε χειμαρρώδη αφήγηση, αναφορές στην ιστορία, τη μυθολογία, ρεαλιστική τοποθέτηση των κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων, με ψυχογραφική αναφορά στα χρόνια του συγγραφέα και στη ζωή του που την αντιπαραθέτει με μοναδικό τρόπο απέναντι στους ήρωές του, εξομολογητική έκθεση της ζωής του και των απλών ανθρώπων κι έκφραση των ανησυχιών του για το διάβα του στον κόσμο! Δύσκολο να περιγράψεις την ποικίλη ύλη των δεκαπέντε διηγημάτων του Ανδρέα Φουσκαρίνη. Η παρατηρητικότητα ως τη λεπτομέρεια, οι παρεμβάσεις για να μη του “ξεφύγει” κάτι σε πείθουν ότι έχει να πει όλη την αλήθεια για τα αισθήματα που γεννώνται από διάφορα απλά πράγματα αλλά και η ειρωνεία λεπτή, η επαναστατική διάθεση έναντι του κατεστημένου ανά εποχές, σε οδηγούν σε χιουμοριστικό κλίμα αλλά και σε τραγωδία. Η αλληγορία μέσα από τους προβληματισμούς του μπορεί και να παραπλανήσει τον αναγνώστη, εφ’ όσον ο ίδιος συμπρωταγωνιστεί με τους ήρωές του κι ας αφηγείται ταυτόχρονα. Επιμένει, υπομένει, γελά και σαρκάζει για να” αντιμετωπίσει” τα δικτατορικά καθεστώτα. Αυτό το ταξίδι με τραίνο, είναι μια ολόκληρη ζωή που αξίζει να τη ζήσει κάποιος έτσι όπως τη ζήσαμε πολλοί από ‘μας κι έτσι όπως τη ζούμε».
Τα διηγήματα του Ανδρέα Φουσκαρίνη διακρίνονται για τον σύγχρονο κοινωνικό ανθρωπισμό τους. Ο συγγραφέας προχωρά σε λογοτεχνική αυτοκριτική, ενώ συχνές παλινδρομήσεις και οικολογικές ευαισθησίες κατακλύζουν το κείμενο. Θα έλεγα ότι, όταν αναφέρεται σε θέματα εξουσίας, διαχέεται καυστικό χιούμορ.
Κλείνουμε με ένα απόσπασμα αναφερόμενο στην επαρχία.
«Είναι πάρα πολύ σκληρή η ζωή στην επαρχία, όσο μεγάλη κι αν είναι η πόλη που κατοικείς, όταν έχεις άλλες βλέψεις κι άλλες επιδιώξεις, όταν η ψυχή σου αποβλέπει με λαχτάρα σε μεγάλα, μακρινά και υψηλά πετάγματα, όταν σκέφτεσαι διαφορετικά από το σύνολο που σε περιβάλλει και ενεργείς αυτόνομα, σύμφωνα με τα όνειρα που σε κατακλύζουν καθημερινά και με τις προσδοκίες σου και όχι με τα άτεγκτα και ανυποχώρητα κελεύσματα της τοπικής κοινωνικής ηθικής και των κλειστών κοινωνικών συνόλων» (σελ. 22).