
Δεκαετία του ‘60.
Η βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέπτεται το “σπίτι παιδιού” στο διπλανό χωριό, όπως και στ’ άλλα 260 ακριτικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Ήταν έργο της Βασιλικής Πρόνοιας, για να μην “ξεστρατίσουν” οι πληθυσμοί εκεί όπου ελλόχευε αυτή η “απειλή”. (Ο Γιάννης Ατζακάς φιλόλογος με καταγωγή από τον Θεολόγο της Θάσου, τρόφιμος αυτών των ιδρυμάτων, μ’ ένα λιτό ύφος στο βιβλίο του “θολός βυθός” μας δίνει εκ των έσω την εικόνα για την λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων).
Η διέλευση πεζή για λίγο και από το κοντινό χωριό μας, απ’ το ανηφοράκι που συνόρευε με το πατρικό μας.
Τα παιδάκια του σχολείου-και ήταν κάμποσα κείνα τα χρόνια της φτώχιας και της μετανάστευσης-με τα καλά τους, καλοχτενισμένα και γυαλιστερά, παρατεταγμένα ένθεν κακείθεν του καλοσκουπισμένου χωματόδρομου.
Στα χεράκια τους ένα καλαθάκι γεμάτο ροδοπέταλα. Δεν είχε μείνει άνθος ούτε στα βατόμουρα γύρω απ το χωριό. Απογυμνώθηκαν όλως διόλου οι αυλές και έπαψαν να…”μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη”.
Είχαμε μεγάλη περιέργεια, ανάμεικτη με αγωνία να δούμε, πώς είναι μια βασίλισσα…
“Νάτη, νάτη..!!!” ακούστηκε η φωνή του δασκάλου κι όλοι μαζί σαν καλοκουρντισμένα ρολόγια με πειθαρχικούς δείκτες αρχίσαμε το χειροκρότημα…
Δεν θυμάμαι να μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η βασίλισσα.
Η μαμά μου ήταν πολύ πιο όμορφη όταν κάθε Κυριακή φορούσε το μοναδικό της καλό φουστάνι, τα κλειστά της πέδιλα και μ ένα χτενάκι στα σπαστά της μαλλιά, πήγαινε στην εκκλησία. Τόπος πίστης, κοινωνικής σύναξης τότε και μιας ενδόμυχης ελπίδας…
Πέρασε η βασίλισσα, τελείωσε η “παράσταση” και μπήκαμε στο σπίτι. Εκείνη την ώρα μπήκε κι ο πατέρας, ερχόμενος απ’ το χωράφι. Κατάκοπος, ιδρωμένος, ψημένος απ’ τον ήλιο χωρίς τους δείκτες προστασίας και με μια έκφραση γεμάτη χαραμάδες απόγνωσης…
Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Φακές στα πιάτα και το ψωμί στρογγυλό, φρεσκοψημένο στον φιλόξενο γειτονικό φούρνο της θείας Σουλτανιώς. Συνοδευτικό ένα μεγάλο κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα.
“Το ξύδι..;” ρωτάει ο πατέρας.
“Δεν έχει ξύδι” απαντάει η μητέρα “γιατί χρειαζόταν μισή δραχμή και δεν έχουμε και δεν θέλω να χρωστάμε στην κυρά Γεωργία την μπακάλισσα, όσο καλόψυχη κι αν είναι…”
Μετά απ’ το χειροκρότημα της βασίλισσας ακολούθησε ένα πλούσιο γεύμα με φακές δίχως ξύδι, μα μ’ ένα παχουλό κρεμμύδι κι ένα όνειρο για τ’ αύριο…
Για ποιο αύριο άραγε..;;;
Ήταν στην δεκαετία του ’60…
Κάποιοι απλά θα σκεφτούν “έχει ο καιρός γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν”. Κάποιοι άλλοι θα μονολογήσουν μ ένα πικρό μειδίαμα “η Ιστορία επαναλαμβάνεται…”