Αρχική Συνέντευξη Γιώργος Μελίτος: Η γαλήνη δεν βρίσκεται στην παραίτηση

Γιώργος Μελίτος: Η γαλήνη δεν βρίσκεται στην παραίτηση

0

Σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, ο συγγραφέας Γιώργος Μελίτος μιλάει για την ανάγκη να μετατρέπουμε τα πάντα σε ιστορίες, την «άπιαστη» ενσυναίσθηση και την επιτακτικότητα της ανθρωπιάς

Μία συζήτηση για την έκφραση, το διήγημα και την ανάγκη να μετατρέπουμε σε ιστορίες όλα όσα είμαστε — όσο πολλά κι αν είναι εξελίχθηκε την Κυριακή 06.05 στο Ντίλι-Ντίλι Ντισκοκαφενείο στο πλαίσιο της παρουσίασης της συλλογής διηγημάτων «Όλα είναι πάρα πολλά» του Γιώργου Μελίτου μετά από πρόσκληση του GUM Magazine (του Πολιτιστικού Συλλόγου Φοιτητών Ξάνθης «Η Γέφυρα») και των εκδ. Άνω Τελεία.

Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο «Ε» ομολογεί πως αδυνατεί να φανταστεί οποιοδήποτε ειλικρινές κείμενο, που να μην συμπεριλαμβάνει τις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής μας.

«Ίσως ο μόνος τρόπος να διαφυλάξουμε την εσωτερική μας φωτιά να είναι να την αναζητήσουμε προς τα έξω, στις ζωές των ξένων. Να φανταστούμε μία στιγμή από τη ζωή τους, τόσο ισχυρή, ώστε ακόμη κι αν ήτανε η μόνη που θα ζούσαμε στη θέση τους, να ήταν αρκετή ώστε να νιώσουμε τον Άλλο ως εαυτό», όπως τονίζει.

Ο κόσμος μας δεν είναι και πολύ όμορφος, οπότε οι μηδενιστικές μας αντιδράσεις δεν είναι τελείως αδικαιολόγητες. Κυνικός και ανάλγητος όμως δεν ταυτίζονται απαραίτητα

Στο βιβλίο σας «Όλα είναι πάρα πολλά», τα μικροδιηγήματα συνδυάζουν τον κυνισμό με την τρυφερότητα, δημιουργώντας ένα μοναδικό χρονογραφικό τοπίο. Ποιο είναι το μήνυμα που επιθυμείτε να μεταφέρετε μέσω αυτών των αντιφάσεων; Μιλήστε μας για την ισορροπία αυτή και τον ρόλο της στο έργο σας.

Είναι πια κοινοτοπία, αλλά όντως… άνθρωπος σημαίνει αντίφαση. Αδυνατώ να φανταστώ οποιοδήποτε ειλικρινές κείμενο, που να μην συμπεριλαμβάνει τις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής μας. Από ανθρώπινης σκοπιάς, ανήκω κι εγώ στις γενιές που μάθανε τις βαθύτερες ηθικές προσταγές τους ταυτόχρονα με την ενστικτώδη αντίδραση του να κριντζάρουν σε οτιδήποτε φτάνει πολύ κοντά στην καρδιά τους. Ο κόσμος μας δεν είναι και πολύ όμορφος, οπότε οι μηδενιστικές μας αντιδράσεις δεν είναι τελείως αδικαιολόγητες. Κυνικός και ανάλγητος όμως δεν ταυτίζονται απαραίτητα.

Τα διηγήματά σας, παρά την ποικιλία τους, φαίνεται να διαπραγματεύονται μια κοινή ανάγκη: την προσπάθεια να μετατρέψουμε τα προσωπικά μας βιώματα σε ιστορίες. Τι είναι αυτό που θεωρείτε ότι πρέπει να μένει από μια τέτοια διαδικασία, τόσο για τον συγγραφέα, όσο και για τον αναγνώστη;

Αν και ακόμη αναζητώ την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τα στοιχεία που έχω μαζέψει ως τώρα, όλο και κάπου οδηγούν. Πρώτον, δεν μου φαίνεται πως υπάρχει καλύτερος τρόπος να μάθει ο άνθρωπος τον κόσμο και να του βάλει κανόνες, άλλος από το να λέει ιστορίες. Δεύτερον, η προσωπική γλώσσα του καθενός που λέει ιστορίες, επηρεάζει τόσο έντονα το ηθικό τους δίδαγμα, που είναι απαραίτητο να γραφτούν και να διαβαστούν όσο περισσότερες αφηγήσεις γίνεται, για να γίνει ο κόσμος πιο δίκαιος. Συν τοις άλλοις, ο βαθμός που οι ξένες ιστορίες ενημερώνουν τις ζωές μας ως αναγνώστες είναι αρκετά τρομακτικός, ώστε να υπάρχει νόημα στο να γνωρίζουμε τακτικά και επιβεβαιωμένα ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο. Από όλα μαζί, συντίθεται κάτι που μένει. Δεν ξέρω πως το λένε, αλλά ελπίζω να ξέρω να το προκαλώ.

Στον κόσμο που περιγράφετε, φαίνεται να υπάρχει μια συνεχής πάλη ανάμεσα στις απαιτήσεις της κοινωνίας και την προσωπική ηθική και ταυτότητα. Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να βρούμε τον τρόπο να υπάρξουμε μέσα σε αυτό το «τοπίο» χωρίς να χάσουμε τις αρχές μας; Αν ναι, πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

Ο σύντομος τρόπος είναι αυτή η ρημάδα η ενσυναίσθηση, αλλά μια δοκιμή θα σας πείσει πως είναι εξίσου σπάνια με την ευδαιμονία στην οποία υποτίθεται πως οδηγεί. Αξίζει όμως την προσπάθεια. Ίσως ο μόνος τρόπος να διαφυλάξουμε την εσωτερική μας φωτιά είναι να την αναζητήσουμε προς τα έξω, στις ζωές των ξένων. Να φανταστούμε μία στιγμή από τη ζωή τους, τόσο ισχυρή, ώστε ακόμη κι αν ήτανε η μόνη που θα ζούσαμε στη θέση τους, να ήταν αρκετή ώστε να νιώσουμε τον Άλλο ως εαυτό. Όλα αυτά μπορεί ν’ ακούγονται πολύ ρομαντικά κι έτσι, αλλά τα θεωρώ απολύτως πρακτικές προτεραιότητες. Του τύπου, προτιμώ να συμβούν πριν επιλυθούν τα μεγάλα προβλήματα των επιστημών.

Συνδέεται κατά κάποιο τρόπο το παρόν βιβλίο με την πρώτη σας συγγραφική απόπειρα με τίτλο «Χρακ» –οδοιπορικό ενός νέου μηχανικού στην αρχή, ας πούμε, της ενήλικης ζωής που θέτει ερωτήματα στον εαυτό του, προβληματίζεται, επεξεργάζεται διλήμματα, αντιμετωπίζει ανασφάλειες, δοκιμάζει τις σχέσεις με τους γύρω του κι όλα αυτά μέσα από τις καθημερινές εργασίες των σχεδίων, των μελετών, των επαφών με την Πολεοδομία που είναι στη… ρουτίνα ενός μηχανικού; Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των δύο έργων;

Αρχικά η παραπάνω σύνοψη του «Χρακ!» είναι κομματάκι προβοκατόρικη: δεν πρόκειται και για τόσο αυτοαναφορικό κείμενο στην πραγματικότητα. Οι γενικές αρχές και προβληματισμοί ίσως παραμένουν στο νέο βιβλίο, αλλά ελπίζω πως η αντιμετώπιση τους είναι τώρα κάπως ωριμότερη. Τα θέματα που με απασχολούν δεν αλλάζουν και πολύ: Τι έχει νόημα και τι αξίζει; Πώς ζει κανείς χωρίς να φοβάται ή να ντρέπεται; Πόσο μόνοι μας είμαστε πραγματικά; Τέτοια πράγματα. Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες πάντως, γύρω από την φιλοσοφία και πρακτική των οποίων περιστρέφεται η πλοκή του «Χρακ!», επιστρέφουν για ένα μικρό διηγηματάκι, ένα – ας το πούμε – ανκόρ για σβήσιμο.

Όταν το κοινό της Ξάνθης, την περασμένη Κυριακή στο Ντίλι-Ντίλι Ντισκοκαφενείο, είχε την ευκαιρία να ακούσει για πρώτη φορά το νέο σας βιβλίο, πώς ανταποκρίθηκε; Τι συναισθήματα ή αντιδράσεις κρατάτε από εκείνη την παρουσίαση και τη συνάντηση με το αναγνωστικό κοινό της πόλης σας;

Παρατηρώ την συχνότητα της λέξης «θερμό» για το περιβάλλον τέτοιων εκδηλώσεων και φοβάμαι ότι φθείρεται το νόημα, αλλά εμένα ένα κομμάτι μου ζεστάθηκε μέχρι μέσα εκείνο το απόγευμα. Δεν ήταν μόνο οι παλιοί και νέοι φίλοι που συνενώθηκαν, δεν ήταν απλά η εύρυθμη (αλλά και ταυτόχρονα ζόρικη) λογοτεχνική συζήτηση που στήθηκε μεταξύ σαράντα γνωστών κι αγνώστων υπό χιονόνερο και ρακή, δεν ήταν καν ο χώρος κι οι αναμνήσεις που κουβαλάει. Νομίζω ότι αυτό που κράτησα ήταν η επιβεβαίωση πως στην Ξάνθη πάντοτε υπάρχει μία ξεχωριστή δημιουργική φλόγα που δεν σβήνει με τίποτα. Είναι τιμή μου να νιώθω πως είμαι κι από εδώ. Πως τη μεταφέρω κι εγώ μέσα μου όταν πάω κάπου.

Τελικά, ποιο είναι το πιο σημαντικό στοιχείο που αποκομίζει ο αναγνώστης από το «Όλα είναι πάρα πολλά»; Είναι το βιβλίο μια πρόσκληση να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τον κόσμο γύρω μας, να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις του και να αντιμετωπίσουμε τα όσα «πάρα πολλά» συμβαίνουν στη ζωή μας;

Είναι, φυσικά, μια τέτοια πρόσκληση, απλώς ενημερωμένη από το επείγον της κατάστασης: Πιστεύω ειλικρινά ότι οφείλουμε άμεσα και χωρίς πολλή σκέψη να μάθουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, να αναγνωρίσουμε ότι όλα δεν είναι χαμένα, ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι δεν υπάρχει γαλήνη στην παραίτηση κι ότι οφείλουμε στην ανθρωπιά μας λίγη περισσότερη υπακοή. Ναι, ζούμε σε ένα ψηφιακό τσίρκο όπου δεκάδες δομές καταδυνάστευσης παλεύουν να μας εκπαιδεύσουν να πηδάμε μέσα από δαχτυλίδια. Ναι, πιθανότατα θα δυσκολευτούμε να ξεφύγουμε από την υπνωτιστική υπερπληροφόρηση μέχρι μουδιάσματος του μυαλού. Αλλά όχι, δεν είναι μάταιο να προσπαθούμε, καθόλου. Πολλά είπα. Ευχαριστώ πολύ. Θα έρχομαι συχνότερα από ‘δω και μπρος.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Συνέντευξη
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συναγωγή στην Ξάνθη: «Ένα κτίριο εμπνευσμένο από την εποχή των καπναποθηκών»

Ο Δρ. Ηλίας Μεσσίνας μιλά στο «Ε» για το βιβλίο του «Το Καλ» με φόντο την ιστορία των συνα…