![](https://empros.gr/wp-content/uploads/2025/02/goulimaris_-1-850x491.jpg)
Τί μπορεί να κρύβει ένα πατάρι; Λίγα τετραγωνικά-δυσπρόσιτα συνήθως-όπου στη μικρή τους επιφάνεια απλώνονται, στριμώχνονται, ξεχνιούνται εν τέλει, αντικείμενα αμφιβόλου ή σπάνιας χρησιμότητας πια και μαζί τους μνήμες και εικόνες. Ένα κομμάτι ζωής, ξεχασμένης ίσως, παρωχημένης κι αφημένης στο κύλισμα του χρόνου. Κι αν είναι απ τα πατάρια που έχουν την τύχη να μην τα διασχίζουν σωλήνες σωληνάκια, υγρές κηλίδες ενίοτε και μούχλα ή να μην είναι κατειλημμένα από ογκώδεις απαιτητικούς θερμοσίφωνες, τότε έχουν τη σιγουριά της ασφαλέστερης φύλαξης για όλα κείνα τα…παραπανίσια.
Και η αλλαγή των εποχών, το τελείωμα της μιας και το ξεκίνημα της άλλης, θαρρεί κανείς πως συνηγορεί με τούτα τα παραπανίσια. Κι ανοίγουν ψηλές σκάλες κι ανοίγουν τα πορτάκια των παταριών κι ανοίγουν μικρά και μεγαλύτερα χαρτοκιβώτια κι ανοίγουν σακούλες σακουλίτσες, άλλοτε ερμητικά σφραγισμένες κι άλλοτε επιπόλαια κλειστές, ανάλογα με το περιεχόμενο και την…βαρύτητά του.
Δυο τέτοιες σακουλίτσες ήταν. Ενισχυμένες στο άνοιγμά τους με σκληρό πλαστικό και ασφαλές κούμπωμα στη λαβή. Κι ύστερα το…design. Λίγα λόγια, μονολεκτικά στη μία, λίγα λόγια κι ένα σκίτσο στην άλλη κι ύστερα το σαφές μήνυμα απ την επιχείρηση στον καταναλωτή, απ το κατάστημα στον πελάτη.
Απλά και με αμεσότητα, με ευθύτητα, δίχως τη μεσολάβηση όλων των σημερινών μοντέρνων επαγγελμάτων. Απλά και με την ευαισθησία του καταστηματάρχη, με τ ανοιχτά περάσματα σ έναν επικοινωνιακό δίαυλο του τότε ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Ανάμεσα στις αντικειμενικές ανάγκες και την πραγματική οικονομική δυνατότητα του καθενός, μακριά από εικονικές πλαστές επιδείξεις, μακριά από καταναλωτικά, μακριά από…κυμαινόμενα ή σταθερά. Ο καταναλωτής τότε πατούσε και στηρίζονταν στη δική του σταθερότητα, αυτήν που του παρείχε το όποιο μεροκάματο, χωρίς να κυμαίνεται το πορτοφόλι του, δίχως να κλυδωνίζεται το πιάτο του στο μεσημεριανό τραπέζι κι ο πολύτιμος ύπνος του τα βράδια.
Ένας ολάκερος κόσμος φυλαγμένος σε δυο σακούλες και σ ένα ψηλό πατάρι, για ν ατενίζει το σήμερα και να νοσταλγεί το χθες.
Ήταν ο Λάκης, ο Φώτης, ο Βασίλης και το χαμογελαστό και κείνο προσωπικό κι όλο το περιβάλλον στην υπηρεσία των βασικών αναγκών ένδυσης. Εσώρουχα, πιτζάμες, κάλτσες, πετσέτες κάθε είδους, πουκάμισα, πλεχτά πουλόβερ και το κάθε τι στο ανάλογο τμήμα. Ανδρικό και γυναικείο. Και μέσα εκεί λάβαινε χώρα το πάρε-δώσε. Εκεί πλάταινε το χαμόγελο και η διάθεση για εξυπηρέτηση. Ακούραστα και με δίχως ίχνος δουλοπρέπειας και από τ αφεντικά και απ τους υπαλλήλους.
Ήταν μόνο από χαρά και ικανοποίηση για τη συναλλαγή, για τη δημιουργική καθημερινότητα, για το αυτονόητο τότε μεροκάματο, για την αυτονόητη τότε επιβίωση.
Ήταν άλλες οι συμπεριφορές. Ανεβοκατέβαιναν τα κουτιά με τα πουκάμισα αβασάνιστα, χωρίς δυσφορία, δίχως να γεμίζει ενοχές η κ. Ουρανία επειδή χρειάστηκε να δει και κάτι άλλο μέχρι να ταιριάσουν οι μανσέτες στον καρπό του συζύγου της, μέχρι να βρεθεί ο στενός γιακάς για τις λεπτές διαστάσεις του, μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο.
«Διάλεξε αυτό που θα σ αρέσει κι αν πάλι αλλάξεις γνώμη, μην διστάσεις, να το φέρεις να δούμε κάτι άλλο…» έλεγε ο Φώτης κι έλεγε κι ο Λάκης κι έλεγε κι ο Βασίλης.
Επώνυμη η συναλλαγή, με οικειότητα μα και με σεβασμό κι ευγένεια μαζί. Τόσο που διατηρούσε μια σταθερότητα στο πελατολόγιο, τόσο που αβίαστα και χωρίς διαφημιστικά τρικ προσκαλούσε κι άλλους στη βιτρίνα και στο πλατύσκαλο του μαγαζιού, τόσο που εξασφάλιζε μια σιγουριά στους εργαζόμενους και στο δικό τους αύριο.
«ΓΟΥΛΙΜΑΡΗΣ»
Ο Φώτης έφυγε πρόσφατα, μα η σφραγίδα του, η σφραγίδα των αδερφών Γουλιμάρη έμεινε. Όχι μόνο στο πατάρι, μα και στην καρδιά…
Ήταν κι άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες συμπολίτες μας με παρόμοιες προδιαγραφές, με μια ταυτότητα στην επιχείρηση, στο μαγαζί τους, στην ευγένεια, για τους οποίους θα επανέλθουμε σε κάποιο επόμενο φύλλο. Τυχαία βρέθηκαν δυο σακούλες γεμάτες μνήμες. Και κείνες με τη σειρά τους εισχώρησαν στις σκέψεις.
Κι όλα μαζί σακούλες, μνήμες και συμπεριφορές «παλαιάς κοπής», όλα καλοτυλιγμένα στο πατάρι και στο στέρνο μας…