Δεν είμαι βέβαιος, γιατί, από τη στιγμή που έμαθα το θάνατο του Μίμη Σουλιώτη, το Νοέμβρη του 2012, έγραψα το όνομά του στον κατάλογο με τα μελλοντικά κείμενά μου. Τον ήξερα από το Πανεπιστήμιο, είμαστε συνομήλικοι, σε διαφορετικά τμήματα, όμως ήταν από τα άτομα που συναντούσαμε στις παρέες και στα στέκια. Δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις.
Για μένα μέτρησε πολύ που μαζί με το Δημήτρη Καλοκύρη, ένα χρόνο μεγαλύτερό μας, τον Πάνο Θεοδωρίδη και άλλα πρόσωπα εξέδωσαν το περιοδικό Τραμ. Αργότερα, παρακολουθώντας την πορεία του, εκτίμησα ότι εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα, μια μικρή επαρχιακή πόλη του βορρά, που όμως ο Μίμης έπαιξε θετικό ρόλο με τη δράση του.
Ήταν, αν θέλετε, ένα παράδειγμα για μας που ζούμε στην επαρχία, ότι δεν είναι ούτε καταδίκη ούτε κατάρα, να δημιουργείς σε ένα μικρό μέρος. Μπορείς και να δημιουργείς και, κυρίως, να είσαι γεμάτος και ευτυχισμένος – φτάνει πια τόσο κέντρο και τόση δημοσιότητα …
Πριν από λίγες μέρες διάβασα στην Εφημερίδα των Συντακτών ένα κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου για το Μίμη Σουλιώτη και το βιβλίο του «Αθήνηθεν» ποιήματα – εκδόσεις Ερμής, που μόλις κυκλοφόρησε. Θυμήθηκα την υπόσχεσή μου, έτσι γράφω αυτό το κείμενο. Μάζεψα στοιχεία και πληροφορίες και τις παρουσιάζω, θέλοντας να τιμήσω έναν «ακρίτα» του πολιτισμού και του πνεύματος.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1949 με καταγωγή από την Πελοπόννησο και το Μοναστήρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχε επιλέξει να ζει στη Φλώρινα και να «φροντίζει» τα γράμματα. Είχε σπουδάσει Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακά έκανε στη Βυζαντινή Φιλολογία στη Βουδαπέστη ενώ εκπόνησε το Διδακτορικό του στο Παν. Ιωαννίνων.
Είχε περάσει από πολλές δουλειές, μανάβης, φορτωτής ξυλείας, τυπογράφος αλλά βασικά ήταν ένας ακρίτας, ένας πολιτιστικός πόλος από μόνος του. Πνευματικό τέκνο του Γ. Π. Σαββίδη και λάτρης του Καβάφη είχε ιδρύσει το «Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης στις Πρέσπες», εξέδιδε περιοδικά, βιβλία για τη Φλώρινα αλλά και την ποίηση, έκανε διαλέξεις, καλούσε συγγραφείς να μιλήσουν. Παράλληλα ήταν αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και υπεύθυνος της βιβλιοθήκης του.
Στη Φλώρινα στο πλαίσιο του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας οργάνωσε το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής στα αγγλοσαξονικά πρότυπα με δίδακτρα και πολλούς καλεσμένους.
Είχε εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Σβούρα»,( Τραμ, 1972), «Ποιήματα εν παρόδω», (Τραμ, 1974), «Βαθιά επιφάνεια», (Κέδρος, 1992), «Αβγά μάταια», (Ερμής, 1998), «Περί ποιητικής»,( Ερμής, 1999), «Υγρά», (Ερμής, 2000), «Ήλιος στην σκοτία», (Ερμής, 2001), «Παλιές ηλικίες», (Ερμής, 2002). Τελευταία ποιητική του συλλογή ήταν η «Κύπρον , ιν ντηντ» (Μεταίχμιο, 2011).
Στα μη ποιητικά του έργα περιλαμβάνονται τα : «58 σχόλια στον Καβάφη»,(Ύψιλον, 1993), «Οχτώ παραμύθια της Φλώρινας», (Φλώρινα, 1994), «Φλώρινα, μια πόλη στη λογοτεχνία», (Μεταίχμιο, 2002), «Αλφαβητάριο για την ποίηση», (Α.Π.Θ., Επίκεντρο, 1995), «Σκόρπια», (Gutenberg, 2001).
Ήταν υπεύθυνος της σειράς «Ανθολόγος Ερμής» των εκδόσεων «Ερμής», ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων Δυτικής Μακεδονίας και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Το συγγραφικό έργο και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιστράφηκαν γύρω από τη λογοτεχνία, τη φιλολογική κριτική, τη δημιουργική γραφή και απαγγελία, τη βιβλιολογία. Έχει εκδώσει φιλολογικά βιβλία και εισηγήσεις, άρθρα και κριτικές του έχουν περιληφθεί σε πρακτικά ελληνικών και διεθνών συνεδρίων, σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά και σε εφημερίδες.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησής του αλλά και της προσωπικότητάς του, το οποίο αναδεικνύεται εύκολα από τα γραφόμενά του αλλά το απολάμβανε κανείς κυρίως στη συναναστροφή μαζί του, ήταν η περιπαικτική του διάθεση, η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός παράλληλα με μιαν οξύτατη και διεισδυτική ματιά στα γεγονότα και τα πρόσωπα. Δεν άφηνε να περάσει τίποτα ασχολίαστο. Ο άριστος χειρισμός του προφορικού αλλά κυρίως του γραπτού του λόγου, το ερωτικό σχεδόν παιχνίδι με τις λέξεις και τα νοήματα έδιναν μιαν απαράμιλλη γοητεία στο γράψιμο και την ομιλία του.
Ο Κώστας Ντίνας στον επικήδειο ανάμεσα στα άλλα είπε : Αγαπητέ Μίμη, το τελευταίο εξάμηνο πέρασες μια μεγάλη δοκιμασία κι έχασες την τελευταία αυτή μάχη. Το πάλεψες, αλλά οι όροι ήταν άνισοι. Κάποιοι παρακολουθήσαμε διακριτικά αυτόν σου τον τελευταίο αγώνα και θαυμάσαμε το δικό σου το πάθος για ζωή και την ανυπόκριτη αφοσίωση της οικογένειάς σου.
Θα μας λείψεις πολύ και θα λείψεις σε πολλούς!
Θα λείψεις πρώτα από όλους κι απ’ όλα από την οικογένειά σου, από την αγαπημένη σου «Μεκάση», όπως πάντα αποκαλούσες τη Λένα, τη σύντροφό σου, που δεν έλειψε στιγμή από κοντά σου όλο αυτό το διάστημα της οδυνηρής δοκιμασίας σου· θα λείψεις στο γιο σου και τις κόρες σου, στα εγγόνια σου και ιδιαίτερα στη Βασιλική, την οποία υπεραγαπούσες.
Θα λείψεις στους φίλους και συναδέλφους σου στο Πανεπιστήμιο, με τους οποίους είχες μιαν ιδιαίτερη και διακριτική σχέση, συμβουλεύοντας αλλά και κρίνοντας, στηρίζοντας και πάντα ενθαρρύνοντας τους νεότερους. Θα μας λείψουν οι εύστοχες και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις σου στις γενικές συνελεύσεις· ειδικά αυτό τον καιρό της κρίσης και της ρευστότητας των εξελίξεων θα έχουμε πιο έντονη την ανάγκη της καθαρής σου ματιάς στα γεγονότα.
Θα λείψεις στους φοιτητές σου και πιο πολύ στους μεταπτυχιακούς της «Δημιουργικής Γραφής», οι οποίοι χάνουν τον Δάσκαλο και τον εμπνευστή τους. Ήταν η δική σου ακτινοβολία που τους έφερε από όλα τα σημεία της Ελλάδας αλλά και πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, για να δοκιμάσουν και να γοητευτούν από το μοναδικό εγχείρημα της Δημιουργικής Γραφής.
Θα λείψεις από τα λογοτεχνικά και φιλολογικά μας πράγματα, όπου είχες πολλά ακόμα να δώσεις. Δεν ήταν η ώρα σου να φύγεις τόσο νωρίς.
Θα λείψεις από τα δημόσια πράγματα· θα λείψει ο αιχμηρός πολιτικός σου λόγος ειδικά αυτό τον καιρό.
Στιγμές σαν κι αυτήν είναι καλύτερα κανείς να σιωπά και να αφήνει και τους άλλους να σκεφτούν και να προσευχηθούν.
Καλό σου ταξίδι, ακριβέ μου φίλε!
Το τελευταίο ποιητικό άσμα του Μίμη Σουλιώτη, που πέθανε τον Νοέμβριο του 2012, στα 63 του χρόνια, νοσηλευόμενος στη Θεσσαλονίκη για καρδιολογικό πρόβλημα, κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Ερμής». Τίτλος : «Αθήνηθεν». Είναι 57 ποιήματα που παρωδούν, με τον χαρακτηριστικό παιγνιώδη τρόπο του, την πόλη που λατρεύουμε να «μισούμε»: Την Αθήνα. Την γενέτειρα πόλη και του ιδίου, την οποία αποχωρίστηκε για να ζήσει στη Φλώρινα ,απ’ όπου κατάγεται η γυναίκα του και όπου ξεχώρισε ως πανεπιστημιακός, ποιητής, και εκδότης. Το προηγούμενο βιβλίο ήταν η συλλογή πολιτικών άρθρων για την αριστερά με τίτλο «Η αυθάδεια των αθώων» (Επίκεντρο).
Η γραφή και εδώ έχει σαρκαστικό τόνο. Η γλώσσα ανάμεικτη: Λόγια και λαϊκότροπη. Οι αναφορές στην Ιστορία συνδυάζονται με εικόνες του σήμερα. Η αρχαιότητα εμφανίζεται μαζί με το μοντέρνο. Το χιούμορ παρωδεί την στομφώδη ιστορικότητα.
Αυτό που εκόμισε στον σύγχρονο ποιητικό λόγο ο Αθηναιο – Φλωρινιώτης καθηγητής είναι η ακομπλεξάριστη παρωδία προσώπων , αντιλήψεων και καταστάσεων του χώρου που, εδώ και δεκαετίες, έχει εξασφαλίσει ένα είδος κριτικής ασυλίας, όπως είναι ο χώρος του προοδευτικού πανεπιστημιακού κατεστημένου, της διανόησης και της λογοτεχνίας εν γένει.
«Χρόνια διαμένω σε απόσταση από Σένα /
είχε γίνει απόστημα και έσπασε, και τώρα /
ούτε Σου λείπω ακριβώς μήτε μου λείπεις. /
Οι ίσκιοι Σου , πυκνώματα αλλοτινών ζώντων, /
με πατούν και βγάζω ένα πύον όπως η μπόρα /
σε τμήματα της Σταδίου σαν γενικεύσεις /
από νερά δύο μόλις πόντων».
Ο ποιητής, ο δημιουργός, ο πολιτιστικός εργάτης δεν έχει πατρίδα – πατρίδα του είναι ο άνθρωπος. Ο Μίμης Σουλιώτης ένας άξιος εργάτης του πνεύματος, ένας εκφραστής της εποχής και του τόπου.