Θέλησα ένα ταξί, για να φύγω γρήγορα.
Από εκεί που δε φυτρώνουν πια τα ρόδα,
παρά μόνο τ’ αγκάθια τους και με πληγώνουν.
Θάρρεψα πως μύριζαν όμορφα τα λουλούδια που μου πρόσφεραν.
Μαράθηκαν όμως γρήγορα και μια σάπια μυρωδιά αναδύθηκε στον αέρα.
Φοβήθηκα μη χαλάσω κι εγώ όπως το λουλούδι.
«Λουλούδι μου» μ’ έλεγε όταν με πρωτογνώρισε.
Και πίστεψα πως θα μ’ αγαπούσε για πάντα.
Μάταια όμως, οι περισσότεροι αγαπούν πιότερο τον εαυτό τους.
Λουλούδια στο βάζο θέλουνε τις γυναίκες δίπλα τους.
Κι αυτές μαραίνονται σαν τα τριαντάφυλλα, που τα κόβουν μόλις ανθίσουν.
Για να στολίσουν το παιδικό δωμάτιο ενός αγοριού που δε μεγάλωσε ποτέ.
Θέλησα να βγω απ’ το βάζο.
Θα ’θελα να μ’ αγκάλιαζε πάλι η τριανταφυλλιά.
Δεν μπορούσα να πάω μόνη μου στον ροδώνα.
Δεν ήθελε να μ’ αφήσει το αγόρι.
Τρόπαιο που κέρδισε μια νύχτα με φεγγάρι.
Στο τραπέζι πάνω ένα βάζο λουλούδια.
Με κοίταξε στα μάτια και μου πρόσφερε ένα δαχτυλίδι.
Χαμογέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ.
Σαν πέρασε ο καιρός το δαχτυλίδι βάρυνε στο χέρι μου.
Έγινε χαλκάς που με έδεσε σφιχτά.
Τόσο που δε μπορούσα ν’ ανασάνω.
Ζήτησα να φύγω για να ’μαι ξανά ελεύθερη.
Δε μ’ άφησε. Ήμουν δική του. Το τριαντάφυλλο στο βάζο του.
Δεν ήθελα πια να ’μαι το λουλούδι του.
Έφυγα για να γυρίσω πάλι πίσω στον ροδώνα.
Να μπολιαστώ με τη μάνα τριανταφυλλιά.
Ήρθε ξοπίσω μου κρατώντας το μαχαίρι.
Φοβήθηκα. Έπρεπε να φύγω μακριά.
Μα πώς να πάω μόνη μου;
Ζήτησα βοήθεια. Ήθελα ένα ταξί.
Για να μπορέσω να συνεχίσω το ταξίδι μου.
Μα έκανα λάθος.
Θάρρεψα πως θα με βοηθήσουν.
Αυτοί που φορώντας τις πανοπλίες τους καμώνονται πως μας προστατεύουν.
Μ’ άφησαν μόνη, σαν ένα λουλούδι, για να με κόψει με το μαχαίρι του.
Και οι «ιππότες», κρατώντας τα όπλα τους, με κοιτούσαν καθώς πέθαινα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ γιατί όταν κάποιος προσφέρει ένα λουλούδι τον λέμε ιππότη.
Δεν μπήκα άλλη φορά στη θέση του λουλουδιού.
Δεν είχα γνωρίσει ποτέ ξανά ιππότη…