Βαρέθηκα να γράφω για γυναικοκτονίες,
κουράστηκα,
όχι γιατί μου είναι αδιάφορες, τουναντίον,
γιατί είναι τόσες πολλές
κι επαναλαμβανόμενες,
τόσα πολλά τα περιστατικά,
έξω από την αστυνομία,
δίπλα στο σπίτι μου,
μέσα στο σπίτι της,
πλάι στην εργασία σου
κι όμως δε πρόλαβες να βοηθήσεις,
έκλεινες τα μάτια
όταν την έβλεπες με μαυρισμένο πρόσωπο,
με μελανιές στα μπράτσα
με μώλωπες στα καλάμια,
όταν ένιωθες να ουρλιάζει η σιωπή της,
να πλημμυρίζει τρόμο η παρουσία της,
να βγάζει μάτι η δυστυχία της.
Κι εσύ αμέτοχος κι αμέτοχη, αδιάφορος κι αδιάφορη,
μα είναι ευτυχισμένοι,
έλεγες,
τρέφοντας το ψέμα
για να καλύψεις με κοσμήματα
τις δικές σου προκαταλήψεις,
τα δικά σου πατριαρχικά βιώματα.
Κι έκανες πως δε βλέπεις την κακοποίηση,
πως δεν ακούς τα ουρλιαχτά,
πως δεν αισθάνεσαι τον φόβο…
Δε βλέπω,
δεν ακούω,
δεν αισθάνομαι,
δεν έχω άποψη,
δε γνωρίζω,
πέντε ρήματα κι ακόμη πόσα,
που μας έφεραν ως κοινωνία
εδώ που μας έφεραν,
στην απόλυτη αδιαφορία
προς τον συνάνθρωπο,
προς τη Ζωή,
την Ελένη,
την Γαρυφαλλιά,
την Τζεβριέ,
την Κυριακή
και πόσες άλλες
έπονται…
Σκέψου.
Αν ήταν το παιδί σου,
η αδερφή σου,
η φίλη σου,
αυτό το κορίτσι
που κακοποιείται στη διπλανή πόρτα;
Τι θα έκανες;
Το ίδιο αδιάφορος θα ήσουν;
Ενεργοποιήσου.
Πάρε θέση.
Μίλα.
Πριν η πατριαρχία χτυπήσει
και τη δική σου πόρτα.