Γράφει ο Απόστολος Δομτζίδης, καραγκιοζοπαίχτης – εκπαιδευτικός
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Διονύσιος Σολωμός
Χρειαζόμαστε το φως για να μπορέσουμε να δούμε. Το φανάρι που θα μας δείξει το δρόμο μέσα στο σκοτάδι, συνήθως μας το προσφέρει κάποιος άλλος. Αυτός που το έχει μπορεί να δει. Μ’ ένα φανάρι ψάχνει τον άνθρωπο ο αρχαίος φιλόσοφος, ο Διογένης. Αυτός δίδαξε, «κυνικά», την αλήθεια.
Εκείνος που μας οδηγεί στο σκοτάδι είναι ο δάσκαλος. Πραγματικός δάσκαλος δεν είναι αυτός που θα γεμίσει το κεφάλι μας με γνώσεις, μα εκείνος που θα καταφέρει ν΄ ανάψει τη σπίθα μέσα μας. Έτσι, θα μας οδηγήσει να βρούμε τον δρόμο που μας αναλογεί, δείχνοντάς μας το φως που δεν βλέπουμε. Εν δυνάμει «σπίρτα» είναι όλοι οι άνθρωποι. Μπορούμε ν’ ανάψουμε «φωτιές»!
Όλοι ζούμε μες στο σκοτάδι. Φροντίζουν αυτοί που κυβερνούν, που μας εκμεταλλεύονται, που έχουν όφελος απ’ το να ζούμε χωρίς φως, να μας αφήνουν «τυφλούς». Για να μπορέσουμε να ρίξουμε φως και να δούμε τον κόσμο, πρώτα πρέπει να φωτιστούμε μέσα μας. Να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Να καταλάβουμε τι θέλουμε και τι είμαστε ικανοί να κάνουμε.
Φως, στο σκοτάδι των ημερών που ζούμε, μας προσφέρει ο καμπούρης πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών, ο Καραγκιόζης μας. Κι αυτός το φως περιμένει, για να μπορέσει ν’ αποτυπώσει τη σκιά του στον δικό του κόσμο, αυτόν του μπερντέ. Για να μας δείξει πώς βλέπει αυτός τον δικό μας κόσμο.
Απλά, όμορφα, αληθινά είναι όσα παρουσιάζονται στο πανί του θεάτρου σκιών. Εκεί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Φως-σκιά, άσπρο-μαύρο, αλήθεια-ψέμα. Η μεγαλύτερη αλήθεια που παρουσιάζεται αρχής εξ αρχής είναι πως «υπάρχει πόνος». Σαν άλλος Βούδας ο Καραγκιόζης αναφέρεται στον πόνο, στην πείνα και στην αδικία που υπάρχει στη ζωή.
Οι δυνατοί εκμεταλλεύονται τους αδύναμους στον πραγματικό κόσμο, μα και σε αυτόν των σκιών. «Ακούω και υπακούω» είναι το σύνθημα της εξουσίας για όλους. Μας θεωρούν αδύναμους, ανίκανους να υψώσουμε το ανάστημά μας και ν’ αντισταθούμε, σκιές πραγματικών ανθρώπων. Όμως λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, εν προκειμένω τον Καραγκιόζη. Για τον ξυπόλητο η λύση απέναντι στην εξουσία είναι μία: η ανυπακοή.
Δεν υπάρχει καμιά απαγόρευση για τον καμπούρη. Μην του πεις όχι σε κάτι, αυτό θα κάνει. Φυσικά, αυτή του η συμπεριφορά τον οδηγεί σε περιπέτειες. Όπως όταν οι ήρωες των παραμυθιών αγνοούν τις διαταγές και μπαίνουν στο «απαγορευμένο» δωμάτιο. Τότε ξεκινούν οι δυσκολίες κι αρχίζει ένας αγώνας που πρέπει να ολοκληρώσουν. Σαν φτάσουν όμως στο τέλος ανταμείβονται.
Ο αγώνας της ζωής παρουσιάζεται στον μπερντέ του Καραγκιόζη. Αν θες να ζήσεις πραγματικά, πρέπει να αγωνιστείς, όπως κάνει ο ξυπόλητος που παλεύει λέγοντας ψέματα και αλήθεια. Έτσι κάνει τη ζωή του ένα παραμύθι. Αυτό μας παρουσιάζει στον μπερντέ. Κι εμείς, μ’ όσα βλέπουμε, γελάμε κι αναρωτιόμαστε για τη δική μας ζήση.
Φως ρίχνει στα σκοτάδια της ζωής μας ο Καραγκιόζης. Σαν φιλόσοφος ψάχνει να φωτίσει την αλήθεια, την ουσία της ζωής, τον λόγο της ύπαρξής μας. Σαν ένας αλλιώτικος δάσκαλος απευθύνεται σε όσους ακόμα νιώθουν παιδιά. Γεμίζει την ψυχή μας με χαρά, γιατί «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» καθώς αναφέρει ο εθνικός μας ποιητής. Μαύρες κι οι χάρτινες φιγούρες του μπερντέ, απομεινάρια των ανθρώπων που έχουν αγωνιστεί κι έχουν χαθεί. Έμεινε μόνο η σκιά τους σ’ ένα πανί. Ο Καραγκιόζης μας καλεί, σ’ αυτήν την αναπόφευκτη πορεία προς τον θάνατο, που ακολουθούμε, να γνωρίσουμε πρώτα τον εαυτό μας.
Όταν ένας άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του, ξέρει και τι πρέπει να κάνει. Δεν υποτάσσεται στις διαταγές καμίας εξουσίας. Μόνο του πρόσταγμα η καρδιά του, η αλήθεια, το φως.
Αυτό μας δείχνει ο καμπούρης στον μπερντέ. Κι όποιος έχει φωτιστεί στο πανί του Καραγκιόζη δεν είναι πια τυφλός. Έχει αποκτήσει το «γνώθι σαυτόν» μέσω των σκιών. Έτσι μπορεί να διακρίνει το φως μες στο σκοτάδι, γιατί έχει «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» του. Και τι τραγικά ειρωνικό, αυτός που βλέπει την αλήθεια, να έχει μαύρα μάτια…