Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, αρκετοί χριστιανοί της Μικράς Ασίας εξισλαμίστηκαν αυτοβούλως μόνο και μόνο επειδή το φορολογικό σύστημα που επικρατούσε στο κράτος των Σελτζούκων ήταν ευμενέστερο για τους υπηκόους του. Εκπλήσσεσθε; Όντως, στη σύγχρονη εποχή, ακόμα και στον 21ο αιώνα όπου, στη Δύση, η θρησκευτική πίστη πόρρω απέχει από το να αποτελεί το κυρίαρχο ταυτοτικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων, το να αλλάξεις Θεό για χάρη του πορτοφολιού σου θα φάνταζε εξωφρενικό. Μολονότι κάποιοι φίλοι, σε ένα προ μηνών ταξίδι μου στην Αίγυπτο, με διαβεβαίωσαν πως έτσι κι ασπαζόμουν το Κοράνι, θα λάμβανα αξιόλογα δώρα για το καλωσόρισμα στην επικράτεια του Μωάμεθ. Πιθανολόγησα ότι μού έκαναν πλάκα και απάντησα αναλόγως: “Θα έπρεπε όμως να υποστώ σουνέτι” -τουτέστιν περιτομή- τους είπα. “Και… αντιλαμβάνεσθε… στην ηλικία μου…”
Όχι. Σήμερα οι φοροκαταιγίδες μονάχα μεταφορικά μπορούν να σε κάνουν Τούρκο. Ή κοψοχέρη. Αν και οι περισσότεροι πολίτες το έχουμε πλέον καταλάβει ότι τα κόμματα τα οποία υπόσχονται προεκλογικά μεγαλύτερες ελαφρύνσεις είναι εκείνα που όταν έρχονται στα πράγματα μάς πετσοκόβουν. Ακόμα ένα χρήσιμο δίδαγμα της περιόδου Συριζανέλ.
Το ζήτημα είναι ότι ασχέτως των ευγενών προθέσεων, ανεξαρτήτως του μεταρρυθμιστικού οίστρου της όποιας κυβέρνησης, οι Έλληνες νοιώθουν τους φόρους σαν μουρουνόλαδο. Τους θεωρούν αχρείαστους. Περιττούς. Η αίσθησή μας όποτε έρχεται η λυπητερή είναι ότι κάποιος χώνει το χέρι του στην τσέπη μας για να μας ξεπουπουλιάσει. Για αυτό κι εμείς φροντίζουμε να έχουμε τα “ολίγα” μας κρυμμένα αλλού. Ραμμένα ίσως στο σακάκι μας.
“Μα δεν καταλαβαίνουν όσοι φοροδιαφεύγουν πως έτσι επιβαρύνουν τους συμπολίτες τους;” πασχίζει να τους φέρει στο φιλότιμο ο εκάστοτε υπουργός οικονομικών. “Ας φοροδιέφευγαν κι εκείνοι…” σηκώνει τους ώμους το ακροατήριο. “Αφού τους τα παρακρατάμε στην πηγή!” “Μονιμότητα ήθελαν. Δημοσιοϋπαλληλίκι. Μισθωτή έστω εργασία – μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει…” παραμένουν απαθείς οι ρισκαδόροι ελεύθεροι επαγγελματίες. “Το κράτος πώς θα λειτουργήσει άμα δεν πληρώνονται οι φόροι;” εξανίσταται ο υπουργός.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί. Κρίνουμε γενικώς τις εισφορές και τους φόρους ως μη ανταποδοτικούς. Όσα μάς προσφέρονται δωρεάν ή επιδοτούμενα από την πολιτεία -υγεία, παιδεία, δημόσια τάξη, συντήρηση των υποδομών- μάς φαίνονται ελάχιστα σε σύγκριση με όσα πληρώνουμε στο κράτος. “Είναι σχολεία αυτά; Είναι νοσοκομεία;” αγανακτούμε. (Ίσως η εθνική μας άμυνα να εξαιρείται…). Και εάν συνειδητοποιήσουμε ότι το μεγαλύτερο ίσως ποσοστό των δημοσίων εσόδων διατίθεται σε μισθούς και συντάξεις, τότε τα βάζουμε με τους “κρατικοδίαιτους κηφήνες” –άδικα των αδίκων αφού οι δάσκαλοι και οι υγειονομικοί γλίσχρα πληρώνονται, από το υστέρημά τους δε καταναλώνουν, ζεσταίνουν τον ιδιωτικό τομέα. Μονάχα ίσως απέναντι στους ηλικιωμένους δείχνουμε σεβασμό –η γιαγιά και ο παππούς, παρά τα ανοήτως λεγόμενα, παραμένουν στην Ελλάδα σπουδαία πρόσωπα.
Ερώτημα: εάν απολαμβάναμε κοινωνικές υπηρεσίες σκανδιναβικού επιπέδου; Εάν από κανενός το μυαλό δεν περνούσε να στείλει το βλαστάρι του σε ιδιωτικό σχολείο, να προστρέξει σε ιδιωτικό θεραπευτήριο; Θα ήμασταν τότε πρόθυμοι να καταβάλλουμε σε φόρους το μισό ή και παραπάνω εισόδημά μας; Πάρα πολύ αμφιβάλλω.
Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα γίνεται αποδεκτό ως δίκτυ, στην καλύτερη, ασφαλείας για τις ευπαθέστερες ομάδες του πληθυσμού. Το να αφήνονται άνθρωποι στη μοίρα τους επειδή δεν έχουν δυνατότητα να νοσηλευτούν θα μας προξενούσε φρίκη. Να καταθέτουμε όμως ένα μεγάλο ποσοστό των εισοδημάτων μας στον κοινό κορβανά προκειμένου να διανεμηθεί δίκαια; Ούτε με σφαίρες!
Κοινωνικοί αγώνες; Ταξικές διεκδικήσεις; Στον τόπο μας πάντοτε σήμαιναν περισσότερα λεφτά στο χέρι –”εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν”. Ουδείς ποτέ απήργησε εδώ με αίτημα μη άμεσα οικονομικό, εννοώ μη εξαργυρώσιμο.
Φταίει που από ιδρύσεως ελληνικού κράτους ποτέ δεν το εμπιστευτήκαμε; Πως και από την αρχαιότητα, και από την κατασκευή ακόμα της Ακρόπολης των Αθηνών, ο μέγας Φειδίας προσήχθη σε δίκη με την κατηγορία της υπεξαίρεσης χρυσού;
Άλλη, νομίζω, είναι η εξήγηση. Ως επί της ουσίας ανατολίτες, δεν γουστάρουμε, δεν φροντίζουμε, δεν εμπιστευόμαστε τη δημόσια σφαίρα. Και αν το έχεις ξεχάσει, το θυμάσαι μόλις τεκνοποιήσεις. Ξεπαραδιάζονται οι γονείς για να γιορτάσουν τα γενέθλια του σπλάχνου τους σε έναν παιδότοπο-ιδιωτική επιχείρηση. Το να κάνουν το πάρτυ στο πάρκο τούς φαίνεται σχεδόν αδιανόητο, απόδειξη αδυναμίας, ξεπεσμού… Να μη μιλήσουμε για τη συνήθειά μας να κρατάμε τα σπίτια μας λαμπίκο και να ξεχειλίζουμε τους κάδους των σκουπιδιών, αδιαφορώντας πότε θα περάσει το απορριμματοφόρο.
Επανερχόμενος στο φορολογικό, ειλικρινά δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιθανότητα οι Έλληνες να συναινέσουν έμπρακτα σε ένα κλιμακωτό σύστημα. Ακόμα και εάν όσα καταβάλλουν θα τους επιστρέφονται αποδεδειγμένα μέχρι το τελευταίο σεντ.
Ρεαλιστικά μιλώντας, μία θα ήταν η λύση. Το λεγόμενο “flat tax”. Να καλείσαι να πληρώσεις ένα μικρό ποσοστό τού εισοδήματός σου, τόσο μικρό ώστε να μην αξίζει να διακινδυνεύσεις την απόκρυψή του. Ένα 10-15%. Γνωρίζοντας συνάμα ότι εάν πιαστείς “κλέπτων οπώρας”, εάν φανείς τόσο τσιγκούνης, θα σφραγιστεί το φορολογικό μητρώο σου. Θα σού επιβληθεί οικονομικός θάνατος. Νεκροφάνεια έστω.
Στοιχηματίζω όσα θέλετε ότι τα έσοδα του κράτους θα ήταν πολύ μεγαλύτερα.
Χρήστος Χωμενίδης