Εις μνήμην Θανάση Σπυρόπουλου
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον Θανάση Σπυρόπουλο. Όταν ήμουν μικρός παρακολουθούσα τις παραστάσεις του στην κρατική τηλεόραση. Θυμάμαι ν’ ακούγεται το γνωστό τραγούδι, να βγαίνει ο Καραγκιόζης με τον πατέρα του και να χορεύουν. Ο γέροντας κρατούσε μια μαγκούρα και φαινόταν ξεκάθαρα η συγγένειά τους. Πόση εντύπωση μου είχε κάνει! Δεν είχε μόνο τα τρία του παιδιά, ο ξυπόλητος ήρωας των παιδικών μου – και όχι μόνο – χρόνων, είχε κι έναν πατέρα που τον φρόντιζε. Του πρόσφερε ένα ποτήρι νερό στα γεράματά του. Από φαγητό; Μοιράζονταν νέοι και γέροι την ίδια πείνα στην παράγκα.
Θυμάμαι τ’ αστεία που έλεγε ο Καραγκιόζης με τα παιδιά του. Τι γέλια έκανα με τις απαντήσεις των Κολλητηριών, στις ερωτήσεις του πατέρα τους, για το σχολείο. Όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες κάνουν ωραία αστεία στους προλόγους τους. Ο Σπυρόπουλος όμως ήταν ξεχωριστός. Ο τρόπος που σερβίριζε τις ατάκες του, οι παύσεις ανάμεσα στους διαλόγους, η αυξομείωση στην ένταση της φωνής. Όλα αυτά συνδέονταν με έναν μαγικό – σπυροπουλέικο – τρόπο για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, το γέλιο.
Οι φωνές του; Άλλο πράγμα. Έβγαζε μέσα από τις μιμήσεις του μια ένταση, ένα πάθος. Τον ζούσε κάθε ήρωα που μιλούσε. Λες κι όταν έμπαινε πίσω απ’ το πανί, ο μπερντές του λειτουργούσε όπως μια μαγική μηχανή. Μπορούσε κι έβαζε την ψυχή του μέσα στις φιγούρες τις καμωμένες από δέρμα. Κι αυτό το άψυχο δέρμα σαν να ζωντάνευε. Τα κύτταρα απ’ το τομάρι του νεκρού ζώου έμπαιναν ξανά σε κίνηση. Άρχιζαν να ζεσταίνονται. Όχι από τα φώτα του μπερντέ, όχι από την τριβή τους με το πανί, μα απ’ τη φλόγα της ψυχής του καραγκιοζοπαίχτη! Φωτιά έβγαζε από μέσα του ο Σπυρόπουλος και σαν ατμομηχανή έκαιγε τις φιγούρες που κρατούσε στα χέρια του. Τις κουνούσε και μαζί τους ταξίδευε. Ήταν οι φίλοι του, οι σύντροφοί του.
Και πόσο τους πρόσεχε αυτούς τους φίλους. Τι ρούχα, τι στολίδια ήταν αυτά που τους φορούσε! Και τα σπίτια τους; Άλλο πράγμα. Μέχρι και η παράγκα του Καραγκιόζη ήταν στολισμένη με χίλια δυο πράγματα. Καθημερινά αλλά ακριβά. Όχι γιατί κόστιζαν χρήματα τα βρακάκια των κολλητηριών. Ήταν πολύτιμα γιατί ήταν φτιαγμένα από όνειρα. Αυτό είναι το υλικό που κάνει την τέχνη του κάθε ανθρώπου να ξεχωρίζει. Τα όνειρά του έβαζε στα χαρτόνια που σκάλιζε ο Θανάσης Σπυρόπουλος. Στις φιγούρες και τα σκηνικά του τα παγίδευε.
Σε μια σειρά βιβλίων φαντασίας, που διαβάζουν οι κόρες μου, αναφέρεται ένας τρόπος να ζήσει κάποιος για πάντα. Πρέπει να παγιδεύσεις κομμάτια από την ψυχή σου σε αντικείμενα ή ανθρώπους προκειμένου να μείνεις αθάνατος.
Ο καραγκιοζοπαίχτης Θανάσης Σπυρόπουλος, εδώ και δεκαετίες, την ψυχή του κατέθετε στον μπερντέ. Έχει επηρεάσει γενιές παιδιών. Έχει διδάξει πλήθος καραγκιοζοπαιχτών. Έχει αφήσει το στίγμα του στην παράδοση του τόπου. Η κληρονομιά του είναι τεράστια. Φορείς της είναι ο γιος του, οι μαθητές του και όλοι όσοι ασχολούμαστε με το θέατρο σκιών.
Ο Αθανάσιος Σπυρόπουλος δεν πέθανε. Η ψυχή του είναι ζωντανή μέσα από όσα έχει προσφέρει για την τέχνη μας. Είθε τα όνειρά του να τα συνεχίσουν οι κληρονόμοι του.
Αθάνατος!
Απόστολος Δομτζίδης
Καραγκιοζοπαίχτης – Εκπαιδευτικός