Θα σου μιλήσω πάλι με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις
Μανώλης Αναγνωστάκης
Και η Άνοιξη ένα σύμβολο είναι και μια πραγματικότητα, μετά από μια βαρυχειμωνιά.
Μόνο που η βαρυχειμωνιά δεν φαίνεται πια γιατί συνηθίσαμε, οπότε χάνει και το νόημα της η Άνοιξη. Ισοπεδώσαμε και τις εποχές!
Σύμβολα χρειαζόμαστε πάντοτε για να αντιληφθούμε καλύτερα και να θυμηθούμε. Όπως ένα Σταυρό και ας τον κουβαλήσουμε εμείς. Όπως τα αγάλματα και ας έσπασαν. Όπως μια σημαία να ανεμίζει για να μας θυμίζει την ταυτότητα που μας έδωσαν οι προηγούμενοι.
Και η ταυτότητα σύμβολο της ύπαρξης μας είναι. Και οι χαμένες ταυτότητες είναι κάτι σαν τις χαμένες πατρίδες στην επικράτεια του νου, κάτι σαν τις μεγάλες ανομολόγητες ήττες.
Μα η ήττα δεν έχει σύμβολο, μόνο η νίκη!
Και η σοφία, μια κουκουβάγια είναι που διανυκτερεύει, και στη σιγαλιά ακούει και παρατηρεί καλύτερα. Έτσι γίνεται ακόμα πιο σοφή.
Και αναζητούμε σύμβολα να εκφράσουμε την εποχή μας και να εκφραστούμε. Σύμβολα-εικόνες. Μα τα απαγορευτικά μπήκαν παντού. Και να, πώς ένα κράτος χώρεσε μέσα σε ένα Δούρειο Ίππο ,ή σε ένα φλεγόμενο τρένο, μπροστά στα μάτια μας.
Μια εικόνα, είναι χιλιάδες λέξεις, που εισχωρούν μέσα μας με μια ματιά.
Και πως άραγε να είναι το σύμβολο μιας τέτοιας καταστροφικής εποχής;
Το τρένο μιας χαμένης Άνοιξης;
Τα σύμβολα δείχνουν ξεκάθαρα αυτό που θέλουμε, ελπίζουμε, οραματιζόμαστε.
Και πώς να βρεις σήμερα τέτοια θετικά σύμβολα;
Λες και σίγησαν οι δημιουργοί τους. Ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές.
Μα δεν γίνεται εντός τους να σιγήσουν. Αντιθέτως!
Τι νόημα όμως έχει να δώσουν αρνητικά σύμβολα, για να δείξουν την εικόνα του σήμερα που όλοι αντιλαμβάνονται;
Καμένα δάση σαν των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, στερεμένα ποτάμια, οθόνες αντί για κεφάλια, πλήκτρα αντί για χέρια, στόματα κλειστά ή άστεγους, αλυσοδεμένους ή με τα χέρια ψηλά… Ή χειροπέδες που κρατούν ένα pass εξευτελισμού και υποταγής, που δεν πας πουθενά!
Και σκουπίδια. Πολλά σκουπίδια… Στις οθόνες σκουπίδια, στην πολιτική σκουπίδια…
Αναζητώντας τα σύμβολα που θα εμπνεύσουν, οι δυσκολίες πολλές, η παρακμή μεγάλη και το σκοτάδι όσο πάει και πιο βαθύ. Σαν τέλος να μην έχει τούτο το μαρτύριο. Και όλο να ψάχνεις που να πιαστείς, για να γλυτώσεις από τα δεινά που άλλοι αποφάσισαν και έσπειραν. Και χέρι δεν υπάρχει ελεύθερο, παρά μόνο ένα κάλπικο για το δευτερόλεπτο της κάλπης.
Και ξαφνικά μια νύχτα, όπως άπλωσα το χέρι μου, στο όνειρο, σαν σε ζητιανιά ελπίδας, ένα σύμβολο αιώνιο πετάχτηκε και φτερούγισε στο νου. Μια κουκουβάγια! Σαν να μου λέει: είμαι στο χέρι σου!
Σαν να ήταν έτοιμη από καιρό να σπάσει την σιωπή που έχει επιβληθεί ή περίμενε να τελειώσει ο μεγάλος θόρυβος του τίποτα, για να εμφανιστεί. Και εγώ, που δεν κρατούσα οθόνη την είδα!
Οι κουκουβάγιες λοιπόν, ξαγρυπνούν και ετοιμάζονται. Ίσως περιμένουν την μεγάλη νύχτα που θα βγούμε υποχρεωτικά στους δρόμους της σιωπής, για να ακούσουμε, να κοιταχτούμε και να υψώσουμε δέηση γεμάτη από τύψεις, ο ένας στον άλλον, για όσα δεν κάναμε.
Οι κουκουβάγιες δεν έχουν εχθρούς από βιολογική ανάγκη να ζήσουν κοντά μας. Εμείς γινόμαστε ο εχθρός τους που υψώνουμε γυάλινα αποστειρωμένα τείχη και γεμίζουμε με σωρούς ερείπιων, το πέρασμα μας. Και οι κουκουβάγιες έχουν πολλές μορφές, μα την ίδια δουλειά κάνουν.
Αν δούμε πως η Άνοιξη, όπως ακριβώς την γνωρίζαμε, όπως την λεν οι ποιητές, όπως την ξέρουν τα παιδιά, αργεί, ας βγούμε μια νύχτα ξαφνικά στους δρόμους. Είναι σίγουρο, πως θα φανεί μια κουκουβάγια, που αν μια λέξη της, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε, θα πάρει φόρα η ζωή με τα καλά της μάγια και όλα της τα κάλλη.
Μπορεί ένας διαβατάρικος κούκος να μη φέρνει την Άνοιξη αλλά η κουκουβάγια, που ήταν παρούσα και την νύχτα της πρώτης μας γέννησης, μπορεί να μας δώσει το νόημα της ύπαρξης, για ένα ουσιαστικό Έαρ.
Γιατί αυτή, όλες τις νύχτες μας και σε κάθε βαθύ σκοτάδι, είχε ’’ πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα (και) τα μάτια της ψυχής της.’’
Μια κουκουβάγια είναι το ζητούμενο.
Ποιος ξαγρυπνά;
Ποιος ετοιμάζεται να την ακούσει;
Στο χέρι μας δεν είναι;
Ας διαλέξουμε μάντρα ή δρόμο για την συναντήσουμε!
Με κουκουβάγια και Άνοιξη, τα σύμβολα περισσεύουν…
Με στεφάνια… ’’μέσα σε φλόγες κίτρινες’’ σαν από μαργαρίτες, για να τρομάξουν οι λύκοι, το Μάιο που φτάνει.
Και η παπαρούνα, μια σταγόνα από αίμα είναι που έθρεψε πυγολαμπίδες.
Νύχτα στο δρόμο… Χωρίς οπισθοχώρηση… Χωρίς παραισθησιογόνα, με ένα λουλούδι στο χέρι.
Χωρίς υπονοούμενα, καιρός για τα αυτονόητα.
Πριν η σβάστικα ή ο Φοίνικας με το στρατιώτη ξαναπάρουν επίσημα θέση.
Πριν η Πρωτομαγιά δεν σημαίνει τίποτα…
Δημήτρης Αβούρης
Συγγραφέας-αφηγητής παραμυθιών