Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο.
Μανώλης Ρασούλης
Πάντα μια μεγάλη γιορτή τη συνοδεύουν το καλό φαγητό και φυσικά το ποτό. Τη γιορτή προετοιμάζει μια περίοδος νηστείας. Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε κάτι, πρέπει πρώτα να το στερηθούμε. Η στέρηση είναι ένα είδος προσωπικής θυσίας, για να προετοιμαστούμε σωματικά και πνευματικά.
Ο αμνός ήταν πάντα το σύμβολο της θυσίας. Νέος, λευκός, αθώος. Ο λαός μας λέει για κάποιον που οδηγήθηκε στο θάνατο, χωρίς να έχει ιδέα τι τον περιμένει, πως «πήγε σαν πρόβατο στη σφαγή».
Στο γιορτινό τραπέζι φάγαμε το αρνί. Πόσο μας έλειψαν αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις την περίοδο του κορωνοϊού; Κοιτούσαμε τις άδειες καρέκλες λυπημένα. Αναρωτιόμασταν πότε θα περάσει αυτό το κακό, για να βρεθούμε πάλι όλοι μαζί;
Και η περίοδος του εγκλεισμού πέρασε. Και οι γιορτινές μέρες ήρθαν και πάλι. Και κάποιες άδειες καρέκλες γέμισαν. Μα τα πράγματα δεν είναι όπως πριν.
Κάτι βαρύ σαν να αιωρείται στη γιορτινή ατμόσφαιρα.
Είναι πως όσο περνάει ο καιρός το τραπέζι γίνεται ολοένα και πιο φτωχό; Είναι που στα πρόσωπα που βλέπουμε απέναντί μας υπάρχει μια μελαγχολία; Είναι που κάποιες καρέκλες εξακολουθούν να μένουν αδειανές;
Για να γιορτάσουμε το Πάσχα, πρέπει να έρθει η Ανάσταση και σ’ αυτόν τον τόπο δεν βλέπουμε Ανάσταση.
Εδώ και δεκαετίες, στη χώρα μας, βασιλεύουν η αδικία, η αναξιοκρατία, η αδιαφορία για το κοινό καλό.
«Να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς». Αυτό το σύνθημα κάποιων νεαρών «αναρχικών» δείχνει την παρακμή της πατρίδας μας. Κατηγορούν οι πολιτικοί τις διάφορες ομάδες που έχουν σαν μότο τους αυτήν τη φράση.
Αυτοί όμως που μας κυβερνούν εδώ και χρόνια δεν εφαρμόζουν αυτό το σύνθημα στην πράξη; Δε σκοτώνουν την πατρίδα μας κάθε μέρα;
Εμείς δεν έχουμε ευθύνη για όσα συμβαίνουν γύρω μας; Δείξαμε στα παιδιά μας πώς είναι να αγαπάς, να πονάς γι’ αυτόν τον τόπο; Σηκώσαμε το κεφάλι και τη γροθιά για όλα όσα συμβαίνουν;
Οι νέοι μας βλέπουν πως σ’ αυτήν τη χώρα δεν έχουν μέλλον. Γι’ αυτό φεύγουν γι’ αλλού και αφήνουν τις θέσεις στα γιορτινά τραπέζια αδειανές. Εμείς μένουμε, με την προσδοκία πως κάποτε, σε κάποια γιορτή, θα επιστρέψουν. Μπορεί και να συμβεί για κάποιους. Για κάποιους άλλους δε θα γίνει ποτέ.
Βρέθηκα στη γενέτειρά μου για τις μέρες του Πάσχα. Πριν το γιορτινό τραπέζι έκανα έναν περίπατο, στους δρόμους που περπατούσα μικρός. Πέρασα κι απ’ το παλιό μου σχολείο, το 1ο Γυμνάσιο Ελευθερίου – Κορδελιού. Στα κάγκελά του, κρεμασμένο, είχε ένα πανό. Στάθηκα να το διαβάσω.
«Χαλαρά έμεινε το τρένο. Παναγιώτη ζεις. 1/3/08 – 1/3/23»
Τη μέρα που έκλεινε τα 15 έφυγε ο μάγκας. Για να μην γυρίσει ποτέ ξανά πίσω…
Για 59 οικογένειες δε θα υπάρξει ποτέ ξανά Ανάσταση. Το τρένο χάθηκε στα Τέμπη. Μπορεί να χάθηκε και για τη χώρα, καταπώς λένε μερικοί για τα διάφορα τρένα της προόδου, της ανάπτυξης, των ευκαιριών.
Μας έχει μείνει ο γνωστός σιδηρόδρομος. Η επιχείρηση που πωλήθηκε για 45 εκατομμύρια ευρώ και το κράτος επιδοτεί την εταιρεία που την αγόρασε με 50 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο! Για να πραγματοποιεί τα δρομολόγια στην «άγονη» γραμμή Θεσσαλονίκης – Αθήνας!
Κι εμείς, στα γιορτινά τραπέζια τρώμε, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, κοιτάζουμε τις αδειανές θέσεις. Δε μιλάμε. Καθόμαστε ήσυχοι, σιωπηλοί, σαν αρνιά…
Θα πάμε να ψηφίσουμε στις επόμενες εκλογές, σαν τα πρόβατα, ελπίζοντας για ένα καλύτερο μέλλον. Όσοι ελπίζουν ακόμη.
Και οι νέοι, που έπαψαν πια να ελπίζουν, θα φύγουν από τη χώρα. Θα πάρουν το τρένο της μεγάλης φυγής.
Και οι 59 νέοι που είχαν μείνει εδώ και έλπιζαν για κάτι καλύτερο, έχουν αφήσει τις θέσεις στο γιορτινό τραπέζι αδειανές. Δε θα τις γεμίσουν ποτέ ξανά. Αγνοί, σαν αμνοί, επιβιβάστηκαν στο τρένο της μεγάλης σφαγής…