Τα τρένα που φύγαν
αγάπες μου πήρανε.
Αγάπες και κλαίνε,
ποια μοίρα τις μοίρανε;
Βαγγέλης Γκούφας & Βασίλης Ανδρεόπουλος
Και ποιος δεν έχει παίξει με τα τρενάκια; Τι όμορφο να φτιάχνεις τη διαδρομή με τις ράγες. Και κάθε φορά να την κάνεις διαφορετική. Ύστερα να κουνάς τη μηχανή που σέρνει τα βαγόνια στην τροχιά. Και να βλέπεις το τρένο να περνά. Τρενάκια ξύλινα, πλαστικά, σιδερένια συντρόφευσαν τις ώρες του παιχνιδιού μας.
Κάποιοι ακόμα και σήμερα παίζουν με τα τρένα. Κάποιοι, εδώ και χρόνια, παίζουν με τις ζωές μας.
Ένα παιχνίδι που μοναδικό του σκοπό έχει το κέρδος. Σαν μια «monopoly» είναι το ελληνικό κράτος. Αγωνίζονται, όσοι κυβερνούν, να φτιάξουν τις όποιες δομές, όχι για να μας εξυπηρετήσουν, μα για να πλουτίσουν. Ιδιωτικοποιούν την περιουσία της πατρίδας, τη δική μας περιουσία, για να αυξήσουν τη δική τους. Τοποθετούν σε δημόσιες θέσεις ανθρώπους δικούς τους. Για να τους επιβραβεύσουν για τις υπηρεσίες τους και να εξασφαλίσουν ότι έχουν τους δικούς τους σε θέσεις κλειδιά.
Αυτό το άρρωστο πολιτικό σύστημα είναι υπεύθυνο για την κατάντια της χώρας μας. Συνυπεύθυνοι όμως είμαστε κι εμείς που το ανεχόμαστε και το στηρίζουμε, χρόνια τώρα.
Όταν δεν κάνουμε τίποτα για την αρρώστια οδεύουμε με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο. «Finis Graeciae» αναφέρει ο Χρήστος Γιανναράς στα κείμενά του χρόνια τώρα. Η χώρα μας πεθαίνει.
Το τραγικό δυστύχημα που συνέβη στα Τέμπη είναι το αποτέλεσμα της παρακμής μας.
Αυτό το τρένο ήταν γεμάτο με νέα παιδιά. Τον ανθό της κοινωνίας. Το μέλλον μας. Κι εμείς το σκοτώσαμε.
Χρόνια τώρα η Ελλάδα σκοτώνει τα παιδιά της.
Κι όσα κατάφεραν και γλίτωσαν το θάνατο είναι γιατί έφυγαν σε άλλες χώρες, όπου μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Γιατί στην Ελλάδα σήμερα οι νέοι και η αξιοπρέπεια δεν έχουν ελπίδα.
Ένας νέος στη χώρα μας δεν μπορεί να βρει δουλειά. Κι αν βρει δε θα έχει σχέση μ’ αυτό που σπούδασε και αγαπά. Και τα χρήματα που θα παίρνει θα είναι χαρτζιλίκι, όχι μισθός. Δε θα μπορέσει να νοικιάσει ένα δικό του σπίτι. Ν’ αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Να κάνει οικογένεια και παιδιά.
Και γιατί να κάνεις παιδιά σ’ αυτήν τη χώρα;
Να μεγαλώνεις το παιδί σου με τόσο αγώνα, με χίλιες δυο στερήσεις, για να μπαίνει να ταξιδέψει σ’ ένα τρένο και να μην το δεις ποτέ ξανά;
Όλοι αυτοί που μας κυβερνούν τόσα χρόνια, που είναι υπεύθυνοι για την κατάντια του σιδηροδρόμου – και όχι μόνο – πώς θα αντικρύσουν τους γονείς των παιδιών που χάθηκαν; Με τι μούτρα θα ζητήσουν στις ερχόμενες εκλογές την ψήφο τους; Πώς θα ψηφίσουμε εμείς για τους τριακόσιους, όχι του Λεωνίδα μα τους Εφιάλτες, που προδίδουν τα όνειρά μας χρόνια τώρα;
Στο τρένο των Τεμπών ήταν τα δικά μας παιδιά. Τα όμορφα. Που ταξιδεύουν με το βραδινό τρένο γιατί είναι φθηνό το εισιτήριο. Που ξαγρυπνούν τη νύχτα στο κυλικείο κάνοντας αστεία και γελώντας. Γιατί είναι νέοι κι έχουν αισιοδοξία για τη ζωή. Μ’ όλες τις δυσκολίες που έχει, τα παιδιά μας, θέλουν ν’ αγωνιστούν. Γι’ αυτό ήρθαν στον κόσμο. Γιατί η ζωή είναι ένα δώρο.
Κάποιοι όμως αυτό το δώρο τους το στέρησαν. Και τους στέρησαν κι από εμάς, γιατί η ύπαρξή τους ήταν το δικό μας δώρο.
Κι είχαμε τόσα όνειρα γι’ αυτά τα παιδιά που ήταν στο τρένο.
«Στην κοιλάδα των Τεμπών, ο φόβος των μηχανοδηγών».
Η ελπίδα μας πέθανε, στα Τέμπη.