Το τρένο σε πήρε
πουλί χελιδόνι μου,
σε τύλιξ’ η νύχτα
κι ορφάνεψα μόνη μου.
Βασ. Ανδρεόπουλος, Βαγ. Γκούφας
Κάποτε οι δικοί μου άνθρωποι μου έλειπαν ήδη, πριν από τον αποχωρισμό.
Πάγωνε στα μάτια και στο νου η εικόνα τους καθώς έφευγα.
Ο ήχος από τις ράγες του τρένου γινόταν ήχος της καρδιάς μου.
Την ίδια ώρα ένιωθα και τη δική τους λύπη.
Πόσοι αποχαιρετισμοί και πάντα ίδια η θλίψη.
Οι αποχωρισμοί δεν συνηθίζονται.
Και η αγωνία πάντα ίδια, κυρίως γι’ αυτούς που άφηνα πίσω μου, γιατί πίστευα ότι η ζωή και το ταξίδι είναι μπροστά μου, είναι δικό μου, είναι δικαίωμα.
“ Σας αγαπώ. Ήδη μου λείπετε. Θα σας δω σύντομα.”
Έτοιμη στην τσέπη η τηλεκάρτα, να τους τηλεφωνήσω μόλις φτάσω. Γιατί ποτέ δε σκέφτηκα ότι αυτό μπορεί και να μην γίνει…να μη φτάσω.
Τώρα σαν μάνα φοβάμαι για το δικό μου παιδί.
Λυπάμαι που τη χαρά του ταξιδιού του, τη σκιάζει ο φόβος.
Φόβος γιατί ένα βράδυ, πενήντα παιδιά δεν έφτασαν ποτέ…
Νιώθω μάνα και παιδί μαζί…
Πρώτη του Μάρτη μετά την Αποκριά και η αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού γεμάτη νέα παιδιά, γονείς, βαλίτσες με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα και ταπεράκια, μοναχικοί άνθρωποι, ζευγάρια…
Πριν την επιβίβαση μια τελευταία σέλφι, αγκαλιές με ένα “να προσέχεις”, ή “πάρε με όταν φτάσεις”, λόγια αγάπης και υπόσχεσης, μετρώντας τις μέρες μέχρι την επόμενη συνάντηση.
Το τρένο φεύγει, το ταξίδι αρχίζει… άφησέ με να’ ρθω μαζί σου…
“Πάμε κι όπου βγει”… και βγήκε…εκεί όμως που κανείς δεν περίμενε…ούτε ξένος, ούτε δικός.
“Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας; να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς…”
Σκοτείνιασε ο κόσμος μου.
Δεν έχω δικαίωμα στη χαρά…
Ποιους πρώτα να πενθήσω; Τα παιδιά που τελικά δε βρήκαν την Άνοιξη κι ούτε πρόλαβαν να τη φτιάξουν; Τα όνειρά τους; Τους γονείς τους;
Ή μήπως αυτήν τη χώρα, που κανείς δεν ξέρει πότε επιτέλους θα δουλέψει η φωτεινή της σήμανση.
Αυτήν τη χώρα που ‘είναι στο manual’ κι έτσι συγχωρούνται τα ανθρώπινα λάθη, οι παραλείψεις και η έλλειψη ευθύνης.
Τις αποστάσεις πια δεν τις μετράμε με χιλιόμετρα, αλλά με τραγωδίες και ανθρώπινο πόνο.
Αθήνα Θεσσαλονίκη, τόσοι νεκροί δρόμος που ολοένα και περισσεύουν.
Οργή και άρνηση για οποιοδήποτε ταξίδι.
Γιατί μου μυρίζει αίμα, στάχτες και όνειρα παιδιών.
Μου μυρίζει ένα ανασφαλές κράτος που μόνιμα γελάει μαζί μου.
Στο ταξίδι του τρόμου, δεν εκτροχιάστηκαν μόνο τα τρένα, αλλά κι ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα που ήδη ήταν υπό κατάρρευση. Έγινε παρανάλωμα του πυρός κάθε αξία κι εξαϋλώθηκε η εμπιστοσύνη του πολίτη στο κράτος.
Στη μία του Μάρτη το τρένο έγινε σύμβολο του αιώνιου αποχωρισμού, γιατί δεν πήρε μαζί του μόνο τα παιδιά, αλλά και όλους τους αποχωρισμούς του κόσμου που δεν έχουν γυρισμό.
Μία του Μάρτη και τα χελιδόνια έφυγαν για πάντα.
Δεν ήξερα ότι έχω τόσο πόνο μέσα μου.
“καμιά φορά το σφύριγμα ενός τρένου μες τη νύχτα
έχει κάτι απ’ την αιώνια αναχώρηση – ω μη μιλάτε-
ίσως να μην ξημερώσει πια.”
(Τάσος Λειβαδίτης)
Όση υπερβολή και να έχει ένα κείμενο, δεν μπορεί να φτάσει την πραγματικότητα, όταν ενταφιάζεται η μάνα μας Ελλάδα μαζί με τα παιδιά της.