Επίσημα στις 21 Μαΐου οι κάλπες
Το δίλημμα των ψηφοφόρων για το μοντέλο διακυβέρνησης
Με την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών που επίσημα πλέον είναι η 21η Μαΐου, ανοίγει η πολιτική ατζέντα των βουλευτικών εκλογών.
Από την πλευρά της κυβέρνησης τυπικά καλύπτεται το τέλος της 4ετίας.
Στα κομματικά επιτελεία επικρατεί προεκλογικός πυρετός με την υποχρέωση να ολοκληρωθούν τα ψηφοδέλτια πλέον και οι προγραμματικές εξαγγελίες κάθε κόμματος.
Το μόνο κόμμα που είναι έτοιμο είναι το ΠΑΣΟΚ και οι υποψήφιοι οργώνουν ήδη τις περιοχές τους.
Για πρώτη φορά με απλή αναλογική
Δεν είναι όμως μόνον αυτό το στοιχείο που προσδίδει έντονο σασπένς στην ιδιότυπη πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατεί, αλλά και αυτές καθαυτές οι εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της χώρας με το σύστημα της απλής αναλογικής, σε πρώτη φάση, εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας που μπορεί να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης ή έστω την ψήφο ανοχής της Βουλής, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που επαναφέρει το (κλιμακωτό) μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα.
Το ενδεχόμενο λοιπόν διπλών εκλογών στην παρούσα εκρηκτική συγκυρία λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και του τραγικού σιδηροδρομικού ατυχήματος με τους 57 νεκρούς, ενώ δεν θα πρέπει ν’ αποκλειστεί και το ακραίο σενάριο των τριπλών εκλογών.
Η διπλή απόφαση των ψηφοφόρων
Σε κάθε περίπτωση, η ψήφος των πολιτών είναι αυτή που θα προσδιορίσει τις εξελίξεις. Για πρώτη φορά που δεν καταστεί εφικτή οι ψηφοφόροι καλούνται να τοποθετηθούν όχι μόνον για το κόμμα προτίμησής τους αλλά και για το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας: κυβέρνηση συνεργασίας ή επιστροφή στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, δίλημμα που μεταφράζεται σε μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Για όλους είναι ξεκάθαρο ότι το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών θα επηρεάσει τις εξελίξεις ακόμα και στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, την οποία επιθυμεί διακαώς ο ΣΥΡΙΖΑ, και οδηγηθούμε σε δεύτερες κάλπες, οι οποίες παρότι θα γίνουν με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα του κλιμακωτού μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα (για ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, παίρνει μπόνους 20 έδρες και για κάθε επιπλέον 0,5% παίρνει μία ακόμα έδρα, ενώ για να λάβει το maximum μπόνους των 50 εδρών χρειάζεται ποσοστό 40%), δεν διασφαλίζουν άνετη και σίγουρη αυτοδυναμία (εξ ου και κάποιοι είχαν εισηγηθεί στον κ. Μητσοτάκη να τον αλλάξει). Είναι ενδεικτικό ότι αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώνουν αθροιστικά περί το 8%, όπως στις εκλογές του 2019, τότε το πρώτο κόμμα θα χρειάζεται κοντά στο 38% για να έχει αυτοδυναμία.
Όσον αφορά τις κάλπες της πρώτης Κυριακής, εκεί τα πράγματα είναι απολύτως σαφή καθώς όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα δεν θα έχει την αυτοδυναμία (με το ίδιο ποσοστό 8% των εκτός Βουλής κομμάτων, η ΝΔ που κατέκτησε την αυτοδυναμία στις εκλογές του 2019 με 39,8%, τώρα θα χρειαζόταν ποσοστό 46,2%).
Η διαδικασία των διερευνητικών
Με το δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν θα διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, προβλέπεται να ενεργοποιηθεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών που ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 37, παρ.3), που παρέχει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τότε παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, τότε η διερευνητική εντολή παρέχεται στον αρχηγό τον τρίτου κόμμα τος (ή και του τέταρτου κόμματος σε περίπτωση ισοψηφίας). Αν και πάλι δεν προκύψει αποτέλεσμα, τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διαβουλευθεί με τους αρχηγούς των κομμάτων και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τότε θα επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας θα αναθέσει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό (υπηρεσιακής) κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει νέες εκλογές.
Γ.Δ.