Ο μεταφραστής της αυτοβιογραφίας και μουσικός, Χρήστος Πουλάκης μιλάει στο «Ε» για το δύσκολο αλλά και άκρως ενδιαφέρον εγχείρημα του
«Ο Μάρκος ήταν λοιπόν στην πράξη στιχουργός, συνθέτης, οργανοπαίκτης, τραγουδιστής και χορευτής. Όλα αυτά συνδυαστικά θεωρώ πως τον κατατάσσουν στην κορυφή του ρεμπέτικου» δηλώνει ο ίδιος
Την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 51 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ρεμπέτη. Ο ιδιαίτερα σημαντικός μουσικός θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του.
Ο Μ. Βαμβακάρης σημάδεψε με την παρουσία του την ελληνική λαϊκή μουσική καθώς διανύοντας μεγάλα ιστορικά ορόσημα όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εξέλισσε και διαμόρφωνε τη μουσική του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατον να χαθεί. Έχοντας αυτό στο μυαλό του, ο Χρήστος Πουλάκης, μεταφραστής και μουσικός, μετέφρασε την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη στα γαλλικά δίνοντας την ευκαιρία στο γαλλόφωνο κοινό να έρθει σε επαφή με την μουσική ιδιοφυία του Βαμβακάρη που ο ίδιος ο Χατζιδάκις τον συνέκρινε με τον Μπαχ.
Ο κ. Πουλάκης μίλησε στο «Ε», με αφορμή τη 51η επέτειο του θανάτου του Μάρκου Βαμβακάρη, για την γαλλική έκδοση της αυτοβιογραφίας και πώς μέσα από αυτή τη διαδικασία βρέθηκε αντιμέτωπος με όλες τις πτυχές της ζωής του Μάρκου.
«Ε»: Για ποιο λόγο επέλεξες να μεταφράσεις την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη στα Γαλλικά;
Χ.Π.: Επέλεξα να το κάνω γιατί το είδα σαν μια καλή ευκαιρία να συνδυάσω τη δουλειά μου ως μεταφραστή και την αγάπη μου για το μπουζούκι, για τα ρεμπέτικα τραγούδια και για τον ίδιο τον Μάρκο. Γνωρίζω καλά Γαλλικά, οπότε είχα την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά να προχωρήσω στη μετάφραση του ογκώδους κειμένου, έχω ασχοληθεί και έχω κάνει έρευνα για τη ζωή του Βαμβακάρη, παίζω μπουζούκι πολλά χρόνια τώρα, ενώ θέλησα επίσης να δημιουργήσω και από το μηδέν κάτι -σχεδόν- μόνος μου, το οποίο δεν υπήρχε πρωτύτερα. Έτσι, προχώρησα με το εγχείρημα.
«Ε»: Μπορείς να μας μιλήσεις για την πορεία του βιβλίου; Από την ιδέα ως την έκδοση;
Χ.Π.: Κάποια μέρα, το 2017 πρέπει να ήταν, πιάσαμε κουβέντα με μια φίλη για τον Μάρκο. «Γιατί δεν μεταφράζεις την αυτοβιογραφία του στα Γαλλικά; Αν κάποιος έπρεπε να τη μεταφράσει αυτός θα έπρεπε να ‘σουν εσύ», μου είπε. Το ίδιο βιβλίο είχε μεταφραστεί και στα Αγγλικά το 2015. Στο μεταξύ έπαιζα μουσική σε διάφορα μαγαζιά στα οποία έρχονταν διάφοροι ξένοι, ανάμεσα τους και γαλλόφωνοι, οι οποίοι παρατηρούσα ότι άκουγαν με -λίγη- περισσότερη προσοχή σε σχέση με τους Έλληνες αυτά που παίζαμε. Οπότε το σκέφτηκα λίγο πιο σοβαρά και αποφάσισα να το κάνω. Έψαχνα να βρω τρόπο όμως να έρθω σε επαφή με το γιο του, Στέλιο. Για καλή μου τύχη, δύο άλλες φίλες είχαν την καλοσύνη να με συστήσουν στον ερευνητή και μελετητή της ελληνικής μουσικής Παναγιώτη Κουνάδη (ο οποίος συναναστράφηκε τον Μάρκο όσο ο τελευταίος ήταν εν ζωή και ήξερε φυσικά και τον Στέλιο). Έγιναν τα απαραίτητα τηλεφωνήματα και τελικά κανονίστηκε το ραντεβού με τον Στέλιο. Γνωριστήκαμε, ήταν θετικός, είπαμε τα διαδικαστικά για το βιβλίο, κι από εκεί και πέρα ξεκίνησα τη μετάφραση και συνέχισα μέχρι και την έκδοση τον Σεπτέμβριο του 2019.
«Ε»: Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες μεταφράζοντας στα Γαλλικά την αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη;
Χ.Π.: Θα σου απαντήσω και για την αυτοβιογραφία που μετέφρασα στα Γαλλικά, καθώς και για το βιβλίο του Δημήτρη Βαρθαλίτη «ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: Από το μύθο στην ιστορία, 1600-2017», αλλά και για το κόμικ του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και Δημήτρη Κερασίδη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» τα οποία μετέφρασα μετά την έκδοση της αυτοβιογραφίας στα Αγγλικά και στα Γαλλικά. Η μεγαλύτερη δυσκολία λοιπόν στα βιβλία και στο κόμικ ήταν η μετάφραση των τραγουδιών, γιατί θέλησα να προσπαθήσω να μεταφράσω τους στίχους δημιουργώντας ομοιοκαταληξία -όπου υπήρχε- και στα Γαλλικά/Αγγλικά. Ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς όμως επεξεργαζόμουν τα τραγούδια, έβλεπα πως αυτό ήταν δυνατό και έβγαζε νόημα. Συνεπώς, θέλω να πιστεύω ότι αυτή η επιλογή με δικαίωσε. Μάλιστα, στα δύο βιβλία η ελληνική εκδοχή των τραγουδιών παρατίθεται δίπλα στην αντίστοιχη γαλλική και αγγλική προκειμένου όσοι αναγνώστες κατέχουν και τις δύο γλώσσες να μπορέσουν να συγκρίνουν το αποτέλεσμα. Να πω βέβαια ότι με βοήθησαν φίλοι και συνάδελφοι σε αυτό το κομμάτι, κι αυτό οφείλω να το αναγνωρίσω, καθώς κι επίσης ότι και ο Παναγιώτης Κουνάδης με καθοδήγησε πάνω σε πολλά πράγματα και με συμβούλεψε στο πώς να διαχειριστώ κάποια ζητήματα που προέκυπταν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της μετάφρασης του βιβλίου του Μάρκου. Εν τέλει, δέχτηκε να γράψει και την εισαγωγή της γαλλικής έκδοσης της αυτοβιογραφίας και τον υπερευχαριστώ γι’ αυτό. Το ανταπέδωσα μεταφράζοντας στα Αγγλικά μέρος της σημαντικής ιστοσελίδας του Εικονικού Μουσείου Αρχείου Κουνάδη, vmrebetiko.gr, η οποία περιλαμβάνει μια από τις πλουσιότερες συλλογές τραγουδιών και ντοκουμέντων για το ρεμπέτικο και γενικότερα την ελληνική μουσική.
Για να κλείσω όμως, νομίζω πως η γενικότερη δυσκολία στη διαδικασία της μετάφρασης ενός τέτοιου βιβλίου είναι ο χρόνος: χρειάζεται χρόνος για έρευνα, χρόνος για να έρθει κανείς σε επαφή με αυτόν τον κόσμο, χρόνος για να διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά με το θέμα, χρόνος για να ψάξει για ηχογραφήσεις-ντοκουμέντα, χρόνος για να βρει και να δει ντοκιμαντέρ και ταινίες προκειμένου να αντλήσει πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να αποδώσει ορθά τα δυσκολότερα και πιο δυσνόητα κομμάτια του κειμένου. Εγώ τον αναζήτησα συνειδητά και τον βρήκα. Επίσης, πέραν του χρόνου, για τέτοιου είδους εγχειρήματα απαιτείται αφοσίωση, πολλή υπομονή κι ακόμα περισσότερη επιμονή.
«Ε»: Ποια στοιχεία ή γεγονότα της ζωής του πιστεύεις ότι τον κατατάσσουν στην κορυφή του ρεμπέτικου;
Χ.Π.: Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργης Χριστοφιλάκης στο βιβλίο του «Μύθος ρεμπέτικος — Μάρκος Βαμβακάρης» αναφέρει ότι ο Μάρκος «είχε το πεντάπτυχον, δώρον εκ Θεού και Ψυχής: έγραφε τα τραγούδια, τους έβανε μουσική, τα ‘παιζε στο όργανο, τα τραγούδαγε και τα χόρευε». Ο Μάρκος ήταν λοιπόν στην πράξη στιχουργός, συνθέτης, οργανοπαίκτης, τραγουδιστής και χορευτής. Όλα αυτά συνδυαστικά θεωρώ πως τον κατατάσσουν στην κορυφή του ρεμπέτικου – διότι δεν είναι δεδομένο το να διαθέτει κανείς κάποια από -πόσο δε μάλλον όλα- αυτά τα προσόντα. Το αντίθετο μάλλον, είναι αρκετά σπάνιο.
«Ε»: Γιατί πιστεύεις ότι θα προσελκύσει κάποιον που μιλάει Γαλλικά ο Βαμβακάρης;
Χ.Π.: Το γεγονός ότι το όνομα αυτό είναι γνωστό στην Ελλάδα και άγνωστο εκτός αυτής αποτέλεσε στοιχείο προβληματισμού αλλά ταυτόχρονα και πρόκληση: μπορεί η ιστορία κάποιου στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα να τραβήξει το ενδιαφέρον του γαλλόφωνου κοινού στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα; Σκέφτηκα ότι η ιστορία οποιουδήποτε ανθρώπου, οποιασδήποτε εθνικότητας μιλάει και γράφει στίχους για τους καημούς του, δηλαδή τη φτώχεια, την πικρία και την αχαριστία των συγγενών και των φίλων, τον πόνο της προδοσίας, για τα πάθη του, για τις περιπέτειες των ερωτικών σχέσεων, μαζί με τις μικρές δόξες και τις ήττες του καθημερινού μεροκαματιάρη -θέματα δηλαδή θα έλεγα οικουμενικά- δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτισμικά όρια μιας μόνο χώρας, αλλά αφορά όλον τον κόσμο. Κοινώς, αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας και, κατ’ επέκταση και έως ένα βαθμό, ένα κομμάτι της ιστορίας της ίδιας της Ευρώπης.
«Ε»: Ξέρω ότι είσαι ο μεταφραστής αλλά και ο εκδότης της γαλλικής έκδοσης. Γιατί επέλεξες αυτόν τον δρόμο;
Χ.Π.: Θέλησα να δημιουργήσω από το μηδέν κάτι -σχεδόν- μόνος μου, το οποίο δεν υπήρχε πρωτύτερα. Όταν τελείωσε η μετάφραση προχώρησα σε δική μου αυτοέκδοση κυρίως διότι ζω κι εργάζομαι στην Ελλάδα, άρα η έδρα μου βρίσκεται εδώ. Χωρίς επαφές και λόγω απόστασης, μου ήταν δύσκολο να βρω κάποιον εκδοτικό οίκο π.χ. στη Γαλλία, στο Βέλγιο ή στον Καναδά, και εφόσον η εκτύπωση και η διακίνηση του βιβλίου γίνεται μέσω της Amazon, η οποία προσφέρει δωρεάν αυτές τις επιλογές, σκέφτηκα πως μια ανεξάρτητη αυτοδιαχειριζόμενη έκδοση -πάντα σε συνεννόηση με την οικογένεια Βαμβακάρη- ταίριαζε καλύτερα σε αυτό που είχα σκεφτεί να κάνω.
Και η πληροφορία για την επίσκεψη του Μάρκου στην Ξάνθη
Μία πρόσθετη πληροφορία που μας αποκάλυψε ο Χρήστος Πουλάκης είναι ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης, σύμφωνα με τον Δημήτρη Β. Βαρθαλίτη, επισκέφθηκε την Ξάνθη το 1932. Ο Μάρκος παίζοντας τον μπαγλαμά του μία βραδιά τραγούδησε (και σύνθεσε επι τόπου;) ένα τραγούδι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ξάνθης και του μικτού θρησκευτικά πληθυσμού της:
«Η Ξάνθη έχει όμορφες, έχει και χανουμάκια
όπου τρελαίνουν τον ντουνιά με τα γλυκά ματάκια.
Γι’αυτό κι εγώ αγάπησα μια όμορφη τσαχπίνα
και θα την κλέψω μια βραδιά να πάμε στην Αθήνα.
Και θα την κάνω χριστιανή και θα την έβαφτίσω
και τότε χανουμάκι μου μαζί σου θε να ζήσω»
(Συριανα Γραμματα, τευχος 7, 2020)
Παύλος Μαραγκός
pmaragkos@empros.gr