Η πρώτη δεκαετία παρουσίας μου στα Γράμματα και στον Πολιτισμό, 1972 – 1982, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την περαιτέρω πορεία μου.
Το 1972, μετά την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, ξεκινά ένας μακρύς και ενδιαφέρων δρόμος δημιουργίας. Βασικό ρόλο έπαιξε η δημοσίευση διαφόρων κειμένων σε περιοδικά. Από τη χρονιά εκείνη, επίσης, άρχισε για είκοσι χρόνια η στενή συνεργασία με το περιοδικό «Θρακικά Χρονικά», που διήρκεσε ως το τελευταίο τεύχος του 1992.
Ταυτόχρονα, από το τέλος της θητείας μου και τη μόνιμη πλέον εγκατάστασή μου στην Ξάνθη, ξεκίνησαν οι δημοσιεύσεις μου σε αρκετά περιοδικά, κυρίως της επαρχίας. Στην περίοδο αυτή ως το 1980 υπάρχουν συνεργασίες μου στα περιοδικά Νέα Σύνορα, Κρητική Εστία, Τριφυλιακή Εστία, Ελεύθερο Πνεύμα και Γιατί. Νιώθω ευγνωμοσύνη στα έντυπα αυτά που φιλοξένησαν κείμενά μου και έπαιξαν ρόλο στη διαδρομή μου.
Το περιοδικό «Νέα Σύνορα» εξέδιδε ο Δημήτρης Βαλασκαντζής, τον οποίο γνώρισα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ξάνθης, στο γραφείο του Στέφανου Ιωαννίδη.
Στο περιοδικό «Νέα Σύνορα» δημοσίευσα πολύ λίγα κείμενα, ήταν όμως πολύ ενθαρρυντικά για την πορεία μου.
Το πρώτο κείμενο δημοσιεύθηκε το 1975, τ. 43-45, σελ. 146-150, και είναι το φιλοσοφικό δοκίμιο «Νίτσε και Πλατωνισμός». Κατά κάποιο τρόπο είναι προέκταση της γενικότερης έρευνάς μου για τον Νίτσε, συνδέεται δηλαδή με το πρώτο δημοσιευμένο έργο μου «Επίδραση των ιδεών του Νίτσε στην ελληνική διανόηση και η υπέρβασή τους από τον Καζαντζάκη – Συμβολή στην έρευνα των πηγών της νεοελληνικής σκέψης» (1972). Στο ίδιο τεύχος επίσης υπάρχει βιογραφικό μου σημείωμα.
Το 1976, τ. 60-62, σελ. 99 – 100, δημοσιεύθηκε το διήγημά μου «Τα χαρτιά». Είναι από τα λίγα διηγήματά μου που έχει δει το φως της δημοσιότητας.
Το τελευταίο τεύχος, στο οποίο υπάρχουν δημοσιεύματά μου είναι δέκα χρόνια μετά, το 1985, στο τεύχος 78, που είναι αφιερωμένο στον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Στο εξώφυλλο υπάρχει φωτογραφία του ποιητή και η φράση: «Νικηφόρος Βρεττάκος – 55 χρόνια ποίηση». Στη σελίδα 102 δημοσιεύεται «Στον Νικηφόρο Βρεττάκο», ποίημα Μάης ’84, και στη σελίδα 104 τα κείμενο «Για τον Νικηφόρο Βρεττάκο».
Με τον Βρεττάκο και το έργο του ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Είχα τη χαρά τιμή και ιδιαίτερη συγκίνηση να μιλήσω ενώπιον του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δήμου Βέροιας (1 Ιούνη 1980). Περίληψη της διάλεξης με τίτλο «50 χρόνια Αγώνας και Αγωνία για τον Άνθρωπο» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Γιατί» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Προσεγγίσεις, 2» έκδοση Θρακικά Χρονικά, Ξάνθη 1980.
Ο Δημήτρης Βαλασκαντζής γεννήθηκε στα 1930 στην Αθήνα από Σαμιώτες γονείς. Σπούδασε ραδιοηλεκτρολόγος και εργάζεται ως υπάλληλος στον Ο.Τ.Ε. Στα Γράμματα ο Δ. Βαλασκαντζής παρουσιάστηκε στα 1960 με τη συλλογή ποιημάτων Φτερουγίσματα. Τον επόμενο χρόνο 1961, έβγαλε, τη δεύτερη ποιητική συλλογή του: Κραυγές στον Κίσσαβο. Ακολούθησαν Δώδεκα Σονέττα (1962), Η μόνη διέξοδος (1963), το 1968 Περιπτώσεις, συλλογή ποιημάτων επίσης, Θεσσαλικά (1969), Ποιήματα (1969), Άκμων (1971), Αμυχές (1979). Επίσης εξέδωσε την Ανθολογία ποιητών του 20ου αιώνα (1984).
Διεύθυνε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα το λογοτεχνικό περιοδικό ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ, πού ήταν και εκδότης ο ίδιος. Ο Σταύρος Παπακυρίτσης παρουσιάζει αναλυτικά το περιοδικό, τους συνεργάτες και την προσφορά του, στο λήμμα του «Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη, 2007
Από τα στοιχεία που βρήκα – με δυσκολία – πληροφορήθηκα ότι έφυγε από τούτη τη ζωή το 2016.
Το περιοδικό «Νέα Σύνορα» πρωτοκυκλοφόρησε το 1969 στο Καρλόβασι Σάμου. Από το 1969 ως το 1986 κυκλοφόρησαν 86 τεύχη. Συνολικά κυκλοφόρησαν μονά και απλά 102 τεύχη. Ο Δ. Βαλασκαντζής είχε πολυετείς αγώνες με τον εκδοτικό οίκο που χρησιμοποίησε τον τίτλο του περιοδικού. Στο πολυσέλιδο δίτομο βιβλίο «Εγώ, τα Νέα Σύνορά» (1999- 2000) παρουσιάζει το όλο θέμα.
Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε λίγα στοιχεία για την ποίηση του Βαλασκαντζή, αφού πρώτα αναφέρουμε δύο ενδιαφέροντα στοιχεία για την προσφορά του.
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Σάμου του ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ – περιέχεται τη Συλλογή Δημήτρη Βαλασκαντζή (1930-2016), η οποία αποτελείται από 4.734 τίτλους βιβλίων, πλήθος ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών της περιόδου 1960-1980 και εφημερίδες.
Ο ζωγράφος Νίκος Ζωντός (κείμενο του 2006) γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Το 1980 ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών «Νέα Σύνορα» του Δημήτρη Βαλασκαντζή, όπου κάθε Τρίτη είχαμε βραδιές ποίησης και ζωγραφικής με σύγχρονους ποιητές όπως Ρίτσο, Ελύτη, Λειβαδίτη, Αναγνωστάκη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Βρεττάκο, Τσίρκα, κ.ά. Αυτές οι μέρες ήταν οι ομορφότερες της ζωής μου. Σήμερα στα εβδομήντα μου, έχω χάσει τη γυναίκα μου και απόμεινα πάλι μόνος μαζί με ένα ανάπηρο παιδί… Κουράστηκα!… Σήμερα στα εβδομήντα μου, έκατσα στον ίσκιο της ελιάς, δίπλα στην Πινακοθήκη και διάβασα τις πίσω σελίδες της ζωής μου. Και ακόμα κάνω όνειρα!…».
Για την ποίηση του Δημήτρη Βαλασκαντζή θα μας μιλήσει φιλόλογος, ποιητής και μελετητής της λογοτεχνίας Ανδρέας Φουσκαρίνης (Από το περιοδικό «Διάλογος» των Λεχαινών, τεύχος 9, Ιούνιος του 1980, αναφέρεται στις συλλογές: α) «Ποιήματα» (β΄ έκδοση), β) «Άκμων» (β΄ έκδοση) και γ) «Αμυχές». «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1979)
«Εκείνο που με την πρώτη ματιά παρατηρεί ο μελετητής του έργου του Δημήτρη Βαλασκαντζή είναι η αυστηρή λιτότητα των εκφραστικών του μέσων και η ολοκληρωτική σχεδόν εξαφάνιση κάθε περιττού καλολογικού στοιχείου. Το επίθετο, όπου υπάρχει, δεν είναι παρά αυτό που πρέπει να είναι, ο προσδιορισμός δηλαδή του ουσιαστικού, ο απόλυτα αναγκαίος, ενώ η μεταφορά χρησιμοποιείται όπου κρίνεται άκρως απαραίτητη, χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου. Αυτή η επίμονη αποτίναξη των περιττών στοιχείων εξαντλεί πολλές φορές το ποίημα στην έκταση των δύο, των τριών ή των τεσσάρων το πολύ στίχων όπως αυτά που ακολουθούν:
«Τ’ απλωμένα ρούχα στο σκοινί
την ταυτότητά σου δείχνουνε
την παρουσία σου φωνάζουνε»
ή
«Τα χείλη μου φώναξαν: Παρών
κι ήσουνα δω.
Τα χείλη μου φώναξαν: Απών
κι είχες φύγει».
[…] Ο πλούτος της γλώσσας της ποίησης του Δημήτρη Βαλασκαντζή ξαφνιάζει κάπως, αν αναλογιστούμε μάλιστα τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί. Η γλώσσα του, ενώ είναι στρωτή δημοτική, συμβάλλει όμως και αυτή, με μια μικρή αοριστία που την διακρίνει, στην κωδικοποίηση κάποιων, κύρια, αντιστασιακών και κάποτε ερωτικών νοημάτων. Στις «Αμυχές» η απόκρυψη μετατοπίζεται από το πολιτικό στο ερωτικό πεδίο. Τούτο τον φέρνει, θεματικά αλλά και τεχνικά, πολύ κοντά στον Καβάφη. Στις «Αμυχές» η θεματογραφία, το λεκτικό και η τεχνική τον φέρνουν ακόμη πιο κοντά στο μεγάλο αλεξανδρινό».Κλείνουμε με ένα ωραίο ποίημα, που μας θυμίζει τη Σάμο, το νησί του:
«Σε φωνάζω,
πρέπει να το νοιώθεις…
Έπαιζες ακορντεόν στα πανηγύρια του χωριού!
Η μάνα μας έπιανε τη γωνιά της πλατείας
και σε καμάρωνε.
Γύριζες, της γελούσες κι’ εγώ ζήλευα.
Τώρα είσαι στην Αυστραλία.
Γιατί έφυγες
αφού αγαπούσες τα χρυσάνθεμα;»
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής