Με έναν τρόπο ιδιαίτερα γόνιμο η πρωτοεμφανιζόμενη στην ποίηση Ελευθερία Χριστοδούλου, γέννημα θρέμμα της μάνας γης Ξάνθης, ανασυστήνει την εποχή και το άρωμά της, καταγράφοντας τους προβληματισμούς της.
«Παράθυρα που μου μιλούν….
Σκηνικό θεατρικό
Κλείνει κάθε δειλινό
Το παραθυρόφυλλο
Με ένα μάνταλο σκαλιστό
Μοιάζει με ειδώλιο κυκλαδίτικο
Μαγικό αν το σκεφτείς
Εκτός,
Αν περάσεις αδιάφορος ή κατηφής»
Είναι η εποχή που ορίζει το πέρασμα στην ατομική φθορά, η οποία εκφράζεται μέσα από μια διάχυτη προσωπική αγωνία και υποκειμενική οδύνη.
«Πέρασα πόρτες μικρές,
που το κορμί σκύβει να τις διαβεί
δείχνοντας υποταγή,
πόρτες κλειστές
που μάταια χτυπούσα να ανοίξουν»
Η Ελευθερία ανήκει σε μία γενιά της Πόλης η οποία δυσκολεύτηκε αρκετά στα πρώτα βήματά της να βρει τα χαρακτηριστικά και το στίγμα της.
«Έμειναν αναμνήσεις
Το σφύριγμα των σταθμών οι συναντήσεις
Των κλειδιών η αλλαγή
Ξεθώριασαν οι διαδρομές στο χάρτη
Μοιάζουν κιτρινισμένοι πλάτανοι μέσα σε φράχτη»
Η περίπτωση της Ελευθερίας Χριστοδούλου δείχνει με της πρώτη της ποιητική κατάθεση πως μπαίνε στην σύγχρονη ποιητική σκηνή της Πόλης σαν έτοιμη από καιρό, με καταλασταγμένη γλώσσα και ολοκληρωμένο βλέμμα.
«Σε θέλω σε Ενεστώτα χρόνο
να καλλιεργήσουμε
το α’ πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού,
εσύ,
επιμένεις στον Συνοπτικό Μέλλοντα,
φοβάμαι ότι σιγά-σιγά
ο δικός σου Μέλλοντας
θα γίνει Παρατατικός δικός μου»
Η Ελευθερία συμβάλει και αυτή ώστε η ποίηση και η τέχνη εδώ στην Πόλη του Περίπου να πάρουν μια ακόμα βαθιά ανάσα συνέχειας.