Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Το Νεοχώρι (Μέρος Β)

Το Νεοχώρι (Μέρος Β)

0

Έτσι λοιπόν άρχισε να γίνεται το Νεοχώρι. Όλη η περιοχή είχε τεράστιες ανάγκες να καλύψει για την ανοικοδόμησή της και την κατανάλωση. Στήθηκαν γρήγορα μεγάλα εμπορικά μαγαζιά, ένας-ένας οι επαγγελματίες έφτιαξαν τα μαγαζάκια τους για να εξυπηρετούν, φτιάχτηκαν μεγάλα χονδρεμπορικά, ο πιο μεγάλος ήταν κάποιος Σαπουντζάκης που εφοδίαζε τους πάντες με τα πάντα εγχώρια προϊόντα, λάδια, αλεύρια, ξυλιές και οικοδομικά υλικά και ότι άλλο βάζει ο νους σου, κουβαλούσαν τα τρένα για τον Σαπουντζάκη.

Οι αδελφοί Βαλσάμη έχτισαν στα γρήγορα ένα ντιζελοκίνητο αλευρόμυλο και παράλληλα λειτουργούσαν δύο-τρεις αποθήκες ξυλείας, ευρωπαϊκών κεραμιδιών, διάφορα άλλα οικοδομικά υλικά και κράτησε μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο που οι αντάρτες τον πυρπόλησαν.

Αρκετοί χονδρέμποροι είχαν ανοίξει αξιόλογα μαγαζιά, όπως ο Ταραμπούκας, ο Τσορμπατζής, ο Καλαϊτζής, ο Νικολαΐδης και πολλοί άλλοι. Στο επάνω μέρος από τις γραμμές, ο Νικολαΐδης, ένας μάγειρας με τα όλα του, διατηρούσε ένα μεγαλόπρεπο και απίθανο εστιατόριο και ένα μεγάλο καφενείο, όπου καθημερινά μαζευόταν κόσμος και συζητούσε τα πάντα. Σε αυτό το καφενείο, ο νεαρός Αλέξανδρος Μπαλτατζής ανέπτυξε τις πρώτες ιδέες για τη σωτηρία του αγροτικού κόσμου και μπορώ να πω εκεί γεννήθηκε ο Αγροτισμός και ο Συνεργατισμός.

Ο Μπαλτατζής, αργότερα, αναδείχθηκε κορυφαίος αγροτικός ηγέτης και κατάφερε πράγματα που κανένας Έλληνας πολιτικός δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει στον τομέα του. Κατέφυγε στο Νεοχώρι με την οικογένειά του, όταν με την ανταλλαγή χρειάστηκε να εγκαταλείψει την αλησμόνητη πατρίδα, όπως όλοι οι Έλληνες πρόσφυγες την εποχή του 1922. Στο Νεοχώρι, διατηρείται ακόμα το σπίτι της οικογένειας Αλεξάνδρου Μπαλτατζή και αφού ανακαινίστηκε, αποτελεί ένα μικρό μουσείο που θυμίζει τον Μπαλτατζή και τα έργα του.

Πολύ σύντομα, στο Νεοχώρι, πάρα πολλά καταστήματα εμπόρων και επαγγελματιών δημιουργήθηκαν και το Νεοχώρι αναδείχθηκε σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο της περιοχής. Αρκετοί επαγγελματίες ανέπτυξαν το ταλέντο τους και εξυπηρέτησαν τις ανάγκες της περιοχής. Εμείς, οι νεότεροι τότε, τους θυμόμαστε και δεν μπορούμε να τους ξεχάσουμε, γιατί παράλληλα θα πρέπει να ξεχάσουμε τα παιδικά μας χρόνια και τις παιδικές αναμνήσεις μας.

Θυμάμαι το ξυλουργείο του μπάρμπα Σπύρου του Θεοδωρίδη, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κόσμου και παράλληλα αποτελούσε σχολείο, για την εκμάθηση της τέχνης σε όλους τους νέους που αποφάσιζαν να ασχοληθούν με την ξυλουργεία.

Ένας ανθρωπάκος, γεννημένος δάσκαλος, συμμάζευε όλα τα παιδάκια που αποφάσισαν να γίνουν ξυλουργοί και μαζί με τα δικά του παιδιά, προσπαθούσε να τα διδάξει το επάγγελμα που είχαν επιλέξει. Πολλές ιστορίες και καλαμπούρια έκαναν τα τσιράκια και τους καλφάδες να αγαπούν το μαγαζί, να σέβονται τον κυρ Σπύρο και η οικογένειά του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του ακόμα απολαμβάνουν ένα σεβασμό και μία αγάπη. Από την κάτω μεριά των γραμμών του σταθμού, μία μεγαλομοδίστρα η Ανδρώ, έραβε σχεδόν όλες τις γυναίκες της περιοχής και αυτή αποτελούσε ένα δεύτερο σχολείο κοπτικής, ραπτικής για τις νεαρές που αποφάσιζαν να γίνουν μοδίστρες και έτσι να βοηθήσουν τη ζωή τους, με μία τέχνη που έσωσε πολλές κοπέλες και τις βοήθησε να διαπρέψουν σαν μοδίστρες.

Όλα τα επαγγέλματα είχαν από λίγους έως πολλούς μαθητές για να συνεχίσουν το επάγγελμα και την παράδοση. Όλοι με τους πατεράδες μας επισκεπτόμασταν τον σαμαρά που έφτιαχνε τα σαμάρια για τα άλογα μας και τα γαϊδουράκια μας και θαυμάζαμε μία σέλα για άλογο, που σε κάποιο εμφανές σημείο του μαγαζιού τους φιλοξενούσε, θέλοντας να τονίσει ότι φτιάχνει και ωραίες σέλες. Αλλά δυστυχώς, αυτοί που είχαν άλογα παρήγγελναν σαμάρια και για τα άλογα, γιατί με το σαμάρι το άλογο μπορούσε να βγάλει κανένα μεροκάματο, ενώ με τη σέλα την χρειάζονταν την εποχή εκείνη οι <<φιάκες>> και οι <<ονειροπαρμένοι>>. Δυο-τρεις πιτσιρικάδες μάθαιναν την τέχνη του σαμαρά και την συνέχισαν στο μέλλον. Για να πειράξουμε τους συνομηλίκους μας, τους αποκαλούσαμε γαϊδουρομοδίστρες, γιατί έφτιαχναν κοστούμια για τα γαϊδουράκια. Λίγο πιο πέρα από το Σαμαράδικο του Γιώργου Σιδηρόπουλου  (που όλοι πίστευαν ότι το επίθετό του ήταν Σαμαράς), ένα σιδηρουργείο του μπάρμπα Θεοφίλου του Βασιλειάδη έφτιαχνε όλα τα είδη ινιά, τσάπες, γκασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο βάζει ο νους σου, ενώ παράλληλα πετάλωνε τα μουλάρια, τα άλογα, τα γαϊδουράκια, που από καιρό σε καιρό καταστρέφονταν τα πέταλα τους και έπρεπε κάποιος να τα πεταλώσει.

Εμείς παρακολουθούσαμε το πετάλωμα και θαυμάζαμε την υπομονή των ζώων, που περίμεναν ήσυχα να τελειώσει η διαδικασία του πεταλώματος. Εκεί για πρώτη φορά είδαμε πως πεταλώνουν βόδια. Πραγματικά ήταν μία δύσκολη δουλειά και χρειάζονταν αρκετή μαστοριά για να τα καταφέρει ο μπάρμπα Θεόφιλος.

Ακριβώς απέναντι από το σιδεράδικο είχε και κάτι ακακίες που έκαναν αρκετή σκιά, είχε στήσει το φωτογραφικό του τρίποδα ένας καλλιτέχνης φωτογράφος, ο Παναγιώτης Κουμπίδης. Πάντα κάποιος χρειαζόταν καμία φωτογραφία και τη δουλειά αυτή την αναλάμβανε ο Κουμπίδης. Είχε ένα κρεμασμένο πανί, καθόσουν μπροστά και αυτός αφού έχωνε το κεφάλι του σε ένα μανίκι που κρεμόταν από τον τρίποδα, κάποια στιγμή σου έλεγε να παραμείνεις ακίνητος για να πετάξει το πουλάκι. Πράγματι, κάποιες φωτογραφίες κρατούσε στο χέρι του που τις έβγαζε από τον τρίποδα, τις έριχνε σε ένα κουτάκι με νερό και περίμενες όταν ήταν έτοιμες να τις πληρώσεις και να φύγεις.

Τα πράγματα όμως δυσκόλευαν όταν οι πιτσιρικάδες ήθελαν να φωτογραφηθούν επάνω στον Μάρκο, τον γάιδαρο του Κουμπίδη. Τότε, πότε ο γάιδαρος κουνιόταν, πότε ο πιτσιρικάς δεν περίμενε, ώστε ο φωτογράφος δεν συντόνιζε την κατάσταση και ποτέ η φωτογραφία δεν έβγαινε ολόκληρη. Όλοι είχαν να διηγηθούν μία περιπέτεια φωτογραφική με τον Κουμπίδη.

Απέναντι, στη γωνία, ήταν το υφασματοπωλείο του Παύλου Κουσλεκίδη. Ήταν ένας κομψός κύριος ντυμένος στην πένα και το κατάστημα του είχε τα πάντα να εξυπηρετήσει την πλατιά πελατεία του. Κάπου εκεί ο Καλανταρίδης είχε μαγαζί και πουλούσε τα πάντα. Κρέατα, ζαρζαβατικά και ότι βάζει το μυαλό σου. Ο Χρήστος ο Τσορπατζής με καταγωγή από τον Λειβαδίτη, είχε ένα μεγάλο χονδρεμπορικό, μεγαλομπακάλης, λειτουργούσε και μία κασαρία βιοτεχνία παραγωγής τυριών και η δυνατότητά του να δίνει πίστωση στους χωρικούς και να πληρώνεται με την καπνοπούληση, τον έκανε έναν από τους πιο μεγάλους εμπόρους στο Νεοχώρι.

Οι αδελφοί Καλαϊτζή, κάπου στο κέντρο του χωριού ο Λευτέρης διατηρούσε ένα αξιόλογο μπακάλικο και ο Βαγγέλης, κολλητά με το μπακάλικο, ένα εξαιρετικό καφενείο, πού έλαμπε από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη. Κάνα δύο-τρία κρεοπωλεία συμπλήρωναν την γκάμα των καταστημάτων και δύο-τρία κουρεία, ο Κατσικάρης, ο Χοντρός, ο Γιάννης ο Κυπραίος, παρείχαν εξυπηρέτηση στα παιδάκια και γενικά στον ανδρικό πληθυσμό.

Στο χωριό λειτουργούσε ένα αρτοποιείο, που παρήγαγε ότι ένας φούρνος της γειτονιάς μπορεί να παράγει και από κει προμηθεύονταν το καθημερινό τους καρβέλι οι οικογένειες που δεν ζύμωναν και τα μαγαζιά για τους πελάτες τους.

Στη μέση σχεδόν των μαγαζιών, ο Πλιτσίδης διατηρούσε ένα γαλατοζαχαροπλαστείο και από τα ξημερώματα προσέφερε γάλα με μέλι, κρέμες, ρυζόγαλο, κανένα σιροπιαστό και ένα απίθανο γιαούρτι που πολλοί φρόντιζαν να το προτιμούν. Ο γερο-Χατζησταμάτης που διατηρούσε μεγάλο κοπάδι στο κάτω Ιωνικό, φρόντιζε κάθε μέρα να τον προμηθεύει με το απαραίτητο αγνό πρόβειο γάλα, ώστε και το γάλα να είναι νόστιμο και το γιαούρτι παχύ και σφιχτό.

Ο μπάρμπα Μανώλης ο Χατζαγγελής, ένας μελισσοκόμος από την Μάντζα, του εξασφάλιζε αρκετό και καλής ποιότητας ανθόμελο για την πελατεία του. Ένα παλικαράκι μελαχρινό, ο Μάνος, κάπου εκεί κοντά, την εποχή εκείνη, παρήγαγε και πουλούσε παγωτό και οι πιτσιρικάδες της εποχής πάντα ήθελαν να το δοκιμάσουν.

Ένα εξαιρετικό κατάστημα, διατηρούσε ο Παπαδόπουλος και δυο τρεις νεαροί, πιθανώς παιδιά του τον βοηθούσαν να τα βγάλει πέρα. Πωλούσε τα πάντα. Από φυσίγγια για δίκανο, σιδηρικά και τρόφιμα. Ήταν η τελευταία ελπίδα για να βρεις κάτι στο Νεοχώρι. Ο Λαζάραγας, που έγινε κάποτε και πρόεδρος της κοινότητας Νεοχωρίου, είχε ένα καλό μαγαζί και ήταν απλός και καλοκάγαθος άνθρωπος. Θυμάμαι, όλα τα σχολεία από τα γύρω χωριά κατεβαίναμε στο Νεοχώρι για την εθνική επέτειο. Αφού περιμέναμε να βγάλουν τους λόγους τους καμιά δεκαριά εξέχοντες, που όλοι έλεγαν τα ίδια, στο τέλος έκλεινε η παράσταση με το λόγο του προέδρου της κοινότητας.

Κάποια τσιράκια από το μαγαζί έφερναν στο χώρο της γιορτής μερικά κασάκια με λουκούμια και αυτοί που είχαν διαλυθεί, ξαναέρχονταν στο χώρο της γιορτής, γιατί ήξεραν ότι ο πρόεδρος θα κερνούσε λουκούμι και ήταν ο μόνος που το συνήθιζε. Αφού τελείωνε ο λόγος και φωνάζαμε καμιά δεκαριά ζητώ, για όσους ο ομιλητής μας πρότεινε, στο τέλος ο Λαζάραγας φώναζε «Ζητώ ο πρόεδρος της κοινότητας Νεοχωρίου Λάζαρος Νικολαΐδης». Γινόταν χαμός στο ζητώ και όσοι ήμασταν τυχεροί, εξοικονομούσαμε και δεύτερο λουκούμι.

Στο Νεοχώρι, τα σχολεία των γύρω χωριών κατεβαίναμε στις εθνικές γιορτές, όταν ήταν να μας κάνουν εμβόλιο και την παραμονή του νέου έτους, όπου γινόταν μία γιορτή. Στήνονταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, για στολίδια κρεμόντουσαν κουκουνάρια και ξυλοκέρατα τυλιγμένα με χρυσόχαρτο, λέγαμε τα κάλαντα και τα χρόνια πολλά και μετά ξαναγυρίσαμε στο χωριό μας.

Πάντως, το Νεοχώρι ήταν το κέντρο της περιοχής και δεν του έλειπε τίποτα. Το Νεοχώρι προικίστηκε με την έδρα της κοινότητας, με έναν σταθμό χωροφυλακής, με μονάδα του Ελληνικού στρατού, αγροτικό ιατρείο και σιγά-σιγά οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά, για να εξασκήσουν καλύτερα και το δεύτερο επάγγελμα τους, άρχισαν σιγά-σιγά να κατεβαίνουν και να εγκαθίστανται στο Νεοχώρι.

Μία ολόκληρη γειτονιά, εκτός από τους άλλους χωρικούς των άλλων χωριών, έκτισαν οι κάτοικοι της Πασχαλιάς, στην κατηφόρα μετά το νέο δημοτικό σχολείο. Αξιόλογη ήταν η βιοτεχνία που είχε στήσει οικογένεια Αφεντούλη Τσακιρίδη, η οποία με το δικό της τρόπο κατασκεύαζε κοφίνια από φουντουκιά, πάρα πολύ όμορφα και γερά που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της περιοχής στις μεταφορές, κυρίως του χλωρού καπνού. Αρκετοί γιατροί βρέθηκαν στην περιοχή, όπως ο Μαβιάδης, μετά κάποιος Καλύμνιος γιατρός και στη συνέχεια ο Λάζαρος Σιδεράς, ένας γιατρός από τα χωριά μας.

Μέσα στα αλλά υπάρχουν και μερικά σόου τα οποία δεν μπορείς να τα ξεχάσεις. Μετά τη ράμπα της σιδηροδρομικής γραμμής, υπήρχαν ορισμένα δέντρα και κάποια οριζόντια στηρίγματα, όπου μπορούσες να δέσεις άνετα το υποζύγιο σου, να του ρίξεις κάτι να φάει και να προλάβει να ξεκουραστεί, μέχρις ότου το αφεντικό του το χρησιμοποιήσει για την επιστροφή στο χωριό. Έτσι στο σημείο αυτό, πολλές φορές μαζεύονταν 50-60 ζώα γαϊδουράκια, μουλάρια και άλογα. Αρκετοί πιτσιρικάδες έμπαιναν στον πειρασμό να καβαλήσουν μερικά από αυτά τα ζώα και να κάνουν μία ιδιόρρυθμη ιπποδρομία. Αρχηγός αυτής της φιέστας ήταν ο γιος του παπά του Νεοχωρίου, ο Ιωσήφ. Το καλλιτεχνικό του, θα λέγαμε σήμερα, ήταν ο «Γιόσκας». Σχηματιζόταν μία μεγάλη ομάδα, καβαλούσε καθένας ότι του ήταν βολικό και όλοι μαζί έτρεχαν με τα ξεσαμάρωτα ζώα και σταματούσαν μέχρι το φουντούκι. Κάποτε οι ιδιοκτήτες το έπαιρναν χαμπάρι και έτρεχαν να μαζέψουν τα ζώα τους. Όποιον από τους ήρωες συνελάμβαναν έτρωγε το ξύλο της αρκούδας, αλλά το κακό ήταν ότι το ζώο που είχε αφεθεί ελεύθερο, μη ξέροντας πού να πάει, έπαιρνε το δρόμο για το χωριό και άντε να πας στο χωριό με τα πόδια, να φέρεις το ζώο πίσω στο Νεοχώρι να το φορτώσεις.

Δεν θα ξεχάσουμε ότι το Νεοχώρι διέθετε μία πάρα πολύ καλή ποδοσφαιρική ομάδα, όπου οι ποδοσφαιριστές της την κρατούσαν όσο μπορούσαν ψηλά. Αξέχαστος είναι ο Λάλος ο Μπαλτατζής, ο Κυριάκος ο Μουχτούρης, ο Λάλος ο Θεοδωρίδης και ένας Γιακουμής που σε ένα γερό τρακάρισμα έμεινε ανάπηρος από το αριστερό του πόδι.

Η οικογένεια Βερβερίδη από το Καρυόφυτο ειδικεύτηκε χρησιμοποιώντας τον πλούτο των βουνών της Ροδόπης, στην παραγωγή στηλιαρών. Για φτυάρια, τσάπες, βαριές, κόσες και ότι άλλο ένα εργαλείο ήθελε στηλιάρι για να δουλέψει. Αργότερα όταν μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, κάπου εκεί στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, είχε τέτοια παραγωγή και ποιότητα που στην ουσία σταμάτησε κάθε εισαγωγή αυτού του είδους από ξένες χώρες.

Σύντομα δύο συνεταιράκια, ο Χρήστος Παφρανίδης και ο Γιώργος Ζούρπογλου, έφεραν στο Νεοχώρι μερικά μηχανήματα δημοσίων έργων και συμμάζεψαν τους παλιούς δρόμους της περιοχής και διάνοιξαν καινούργιους, επεκτείνοντας το οδικό δίκτυο όπου χρειάζονταν. Μετά δούλευαν για το δασαρχείο και οι περισσότεροι δασικοί δρόμοι έχουν τη σφραγίδα τους. Ένας μετανάστης από το Νεοχώρι, ο Κυριάκος ο Ζούρπογλου, αφού έμαθε στη Γερμανία με τη γυναίκα του το ΦΑΣΟΝ και απέκτησε αρκετά μάρκα, εγκατέστησε μία βιοτεχνία ΦΑΣΟΝ στο Νεοχώρι, αργότερα ίδρυσε μία βιοτεχνία στην Ξάνθη και έγινε μία από τις καλύτερες φίρμες παραγωγής ΦΑΣΟΝ, απασχολώντας αρκετές γυναίκες στη δουλειά του.

Την οικονομία του Νεοχωρίου βοήθησε πάρα πολύ το Συνεταιριστικό Κίνημα, ιδρύοντας καταρχάς μία βιομηχανία γεωργικών φαρμάκων, ένα τυροκομείο, ένα σφαγείο και ένα σούπερ μάρκετ.

Η ΣΕΚΕ βοήθησε και οργάνωσε τους καπνοπαραγωγούς στην παραγωγή ΜΠΕΡΛΕΥ, σήμερα εξακολουθεί να τους βοηθάει με την παραγωγή φυτωρίων, βοήθησε και προμήθευσε τους παραγωγούς με ξηραντήρια για την ξήρανση των καπνών ΜΠΕΡΛΕΥ και ανάλαβε να αγοράζει και να αξιοποιεί αυτά τα καπνά, αποκτώντας η ίδια μία τεχνολογία που ήταν άγνωστη στην Ελλάδα.

Πιστεύω ότι αν το Νεοχώρι από της ιδρύσεως του, είχε μία πιο μεγάλη ποσότητα πληθυσμού, με όλες τις δυνατότητες που προέκυψαν αργότερα θα είχε γίνει μία πόλη που θα μπορούσε να συγκρατήσει τον πληθυσμό της περιοχής και να μετατραπεί σε πόλο έλξης και άλλων πληθυσμών, ώστε να αξιοποιήσει αυτήν την περιοχή της Θράκης.

Πάντα πιστεύω ότι η αξιοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής, ώστε από τη Δράμα μέχρι την Αλεξανδρούπολη να γίνει προαστιακός σιδηρόδρομος, η αξιοποίηση της κροκαλογενής μάζας από το Παρανέστι μέχρι τη Σταυρούπολη και η εγκατάσταση μιας τεχνητής λίμνης στο χώρο που κατέχουν σήμερα οι κροκάλες θα συμπλήρωνε την ομορφιά του υπάρχοντος τοπίου και θα μετέτρεπε την περιοχή σε τόπο έλξης δυνατοτήτων, που σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε.

Το Νεοχώρι λέγω και επαναλαμβάνω δεν είναι χαμένη ευκαιρία, αλλά η θεόσταλτη ευκαιρία να πάει η περιοχή μπροστά και να βοηθήσει την περιοχή με νέους όρους να κερδίσει το μέλλον.

 Νίκος Τσούργιαννης

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…