Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Το πριγκιπάτο της Μάντζας III

Το πριγκιπάτο της Μάντζας III

1

Συνέχεια του αφιερώματος

Η ζωή συνεχιζόταν και διάφορα κοινωνικά γεγονότα εξακολουθούσαν να συμβαίνουν χωρίς φανφάρες και επιδείξεις. Άλλωστε, υπήρχε μια μεγάλη στενότητα και φτώχεια στον πληθυσμό εκείνη την εποχή. Τα βαφτίσια και οι γάμοι εξακολουθούσαν να γίνονται εκ των ενόντων και φυσικά στις Εκκλησίες από τους ήρωες παπάδες της εποχής. Οι δε συγγενείς εκαλούντο όλοι να δώσουν το κατιτίς τους για να στηθεί ένα καινούριο σπιτικό που φυσικά τα ήθελε όλα. Και εδώ ακριβώς, συνήθως, ο πατέρας του γαμπρού τα ζητούσε όλα από την οικογένεια της νύφης.

Θυμάμαι το γάμο μιας ξαδέρφης μου, της Βασιλείας και κάθε φορά που τον θυμάμαι πληγώνομαι. Ο Ζαφείρης ήταν πρωτότοκος γιός του Ανδρέα Σεραφιά, από ένα διπλανό χωριό, την Σιδηρόπετρα.  Στα καλά χρόνια, τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, η αδερφή του η Κίτσα είχε παντρευτεί έναν νοικοκύρη, νέο από τον Πέρα μαχαλά και παρότι συνέβησαν τα γεγονότα του πολέμου, οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν με ευτυχία και συνεννόηση. Το γεγονός ότι οι οικογένειες ήταν γνωστές ενεθάρρυνε το καινούργιο αυτό συμπεθεριό. Στη συζήτηση που έκαναν οι προξενητάδες είχε περιγραφεί το τι μπορούσε να προσφέρει στο καινούργιο ζευγάρι η οικογένεια της νύφης. Πήγαιναν και έρχονταν τα συμπεθέρια και απ’ αυτά τα λίγα που περίσσευαν τρατάριζαν τα συμπεθέρια και τους καινούργιους συγγενείς.

Αποφάσισαν, λοιπόν, μια Πέμπτη να κουβαληθεί η προίκα της νύφης στο καινούργιο σπιτικό του γαμπρού στη Σιδηρόπετρα, ώστε την Παρασκευή να απλωνόταν στο καινούργιο σπιτικό και το Σαββατοκύριακο να γινόταν το μυστήριο. Επιστρατεύτηκαν όλα τα γαϊδουράκια και τα άλογα, ώστε να μεταφερθεί η προίκα και όλοι προσέφεραν το υποζύγιό τους για τη μεταφορά. Μάλιστα, κάποιο αγόρι ή παλικαράκι καλοντυμένο συνέβαινε να συνοδεύει το υποζύγιο. Όσα περισσότερα υποζύγια επιστρατεύονταν τόσο μεγαλύτερη πομπή γινόταν και ο καθένας από τους ιδιοκτήτες των υποζυγίων, που, συνήθως, ήταν πολύ γνωστοί και φίλοι, πέρα από τα αντικείμενα που φόρτωνε από το σπίτι της νύφης σαν δώρο, σαν πεσκέσι, έβαζε και αυτός επάνω στο υποζύγιο κάποιο δώρο. Κανένα υφαντό, καμιά κουρτίνα, κανένα χαλάκι, καμιά πετσέτα, κανένα σοφρά, καμιά πινακωτή και ό,τι άλλο μπορούσε να βοηθήσει το καινούργιο ζευγάρι. Συνήθως, οι γνωστοί μοίραζαν τι θα έβαζαν σαν πεσκέσι στο γάιδαρο τους, ώστε να μη σταλούν πολλά όμοια πράγματα, που οι νεόνυμφοι δεν θα ήξεραν, τι να τα κάνουν.

Νωρίς από το μεσημέρι, άρχισε να σχηματίζεται αυτή η πομπή και είχε επιτυχία γιατί ήταν το πρώτο ζευγάρι που παντρευόταν εκείνη την εποχή. Κάποτε, ήρθαν και τα όργανα. Στήθηκαν και οι σχετικοί χοροί στην αυλή της νύφης και ξεκίνησε η πομπή για την Σιδηρόπετρα. Ξαφνικά, η πομπή σταμάτησε. Μόλις, πέρασε το ρέμα της Μάντζας, ο μπάρμπας Ανδρέας διαπίστωσε ότι κανένα υποζύγιο δεν κουβαλούσε μια ραπτομηχανή. Συζήτηση, φωνές, ανησυχία, πουθενά δεν αναφερόταν ότι θα δινόταν και ραπτομηχανή. Στενοχώρια στους συγγενείς, στη νύφη, στο γαμπρό, αλλά ο μπάρμπα Ανδρέας ήταν ανένδοτος. Δύο πρώτο θείοι της Βασιλείας υποσχέθηκαν ότι στην καπνοπούληση θα έκαναν δώρο στη Βασιλεία μια ραπτομηχανή SINGER. Τα κλαρίνα ξανά ήχησαν, η πομπή συνεχίστηκε και η πορεία εξελισσόταν κανονικά.

Κανένα γκάρισμα από τους αρσενικούς γαϊδάρους της συνοδείας διέκοπτε τη μουσική και τα τραγούδια, αλλά η πορεία εξελισσόταν κανονικά. Ξάφνου, λίγο πιο πέρα από τη στροφή προς την Καλύβα λίγο πιο πέρα απ’ τα πυρενάκια της Καμπαργοννούς η πομπή ξανασταμάτησε.  Ο μπάρμπα Ανδρέας, αυτή τη φορά, είχε διαπιστώσει ότι κανένα υποζύγιο δεν κουβαλούσε ντουλάπα. Ξαναμαζεύτηκαν οι προξενητάδες, οι μεγάλοι συγγενείς, αυτή τη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και όλοι φώναζαν και χειρονομούσαν και ο Ζαφείρης πλησίασε την Βασιλεία και της είπε, «Πάμε να φύγουμε. Θα κλεφτούμε και δεν θα ξαναγυρίσουμε ποτέ πίσω..»

Το «θερμόμετρο» είχε ανεβεί πολύ ψηλά. Τέσσερα ξαδέρφια της νύφης υποσχέθηκαν στον Κυρ Ανδρέα, ότι στην καπνοπούληση θα χάριζαν στην Βασιλεία μία ντουλάπα. Ο πεθερός δέχτηκε και η συνοδεία ξαναξεκίνησε. Τα όργανα άρχισαν και σιγά- σιγά φτάναμε στη Σιδηρόπετρα. Η παλιά η Σιδηρόπετρα άρχισε να φαίνεται και ο πεθερός μουρμούριζε ξανά. Ο αδερφός της νύφης, ο Γιάννης, τον πλησίασε και τον ρώτησε, « νοικοκύρης άνθρωπος, πώς κάνεις τέτοιες φασαρίες, σαν να είσαι γύφτος; Δεν ντρέπεσαι τον κόσμο;» Ο μπάρμπα Ανδρέας του είπε, « στον στάβλο σας έχετε δέκα αγελάδες. Στην αδερφή σου δεν δίνετε ούτε μία. Από πού θα ταΐσει τα παιδιά της;»  Ο Γιάννης του είπε, «Εγώ γυρίζω τώρα, χωρίς να ρωτήσω τον πατέρα μου, να σου φέρω μια μοσχίδα, αλλά αλίμονο σου, άμα ξαναβγάλεις κανένα καινούργιο φασούλι. Θα σε σκοτώσω σαν σκυλί και ότι θέλεις κάνε».

Η πομπή συνεχίστηκε χωρίς άλλα επεισόδια. Στρώθηκαν τα προικιά, καινούργια όργανα προστέθηκαν στα παλιά και ο γάμος συνεχίστηκε. Ο μπάρμπα Ανδρέας όμως είχε μια ανησυχία, όσο δεν έβλεπε τον Γιάννη, να γυρίζει. Πράγματι, κάποτε ο Γιάννης γύρισε κουβαλώντας μια πανέμορφη μοσχίδα και ο συμπέθερος δεν ξαναμίλησε και δεν δημιούργησε κανένα άλλο επεισόδιο. Πάντα, όμως, σε κάθε ευκαιρία, δεν σταματούσε να αναφέρει πόσο πολύ αγαπούσε τη νύφη του, όταν, μάλιστα, του έκανε έναν μπόμπιρα, τον έβγαλε Ανδρέα.

Ο Ζαφείρης είχε τόσο πληγωθεί απ’ αυτή την ιστορία, που όσοι την ξέρουν, την έμαθαν από τον ίδιο. Ο Ζαφείρης και η Βασιλεία έκαναν οικογένεια και εγγόνια που τους υπεραγαπούσαν. Πρέπει, δε, αυτός ο γάμος να ήταν ο τελευταίος παλαιού τύπου που ακολουθούσαν οι χωριανοί, που παντρεύονταν τον καλό καιρό.

Τώρα, τα πράγματα είχαν στενέψει και οι νέοι που εξακολουθούσαν να αγαπούν και να ερωτεύονται, είχαν κάνει πιο πρακτική την επικοινωνία και το αντάμωμά τους. Στα κρυφά έδιναν όρκους αγάπης και μετά το σούρουπο που έσβηνε και το τελευταίο καντήλι, η συνάντηση των νέων από το πισινό παράθυρο του δωματίου της κοπελιάς, που συνήθως έβλεπε στον κήπο ή στο δρόμο, σε κάποια στιγμή άνοιγε και ο χωριάτης εραστής έμπαινε στο παράδεισο απ’ το πισινό παράθυρο.

Δεν ξέρω, αν τη μόδα τη ξεκίνησαν ο Γιάννης ο Τσιλής και η Αργυρώ του Ρούσου. Η Μαρίτσα, πάντως, η αδερφή της Βασιλείας, δεν περίμενε να ξαναζήσει την ταλαιπωρία της Βασιλείας. Ο Γιώργος ο Βεργίνης, αργότερα άνδρας της, μπαινόβγαινε με τρομερή ευχέρεια απ’ το πίσω παράθυρο της Μαρίτσας και ας ήταν δύο μέτρα ψηλό.

Ο Γιώργης και η Σταματία έμαθαν την ευκολία και κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει την καινούργια μόδα. Ακόμα και ο Πίπιλος, ένας παλιός τσομπάνης του χωριού, μ’ αυτό τον τρόπο επικοινωνούσε με την χήρα, την Δημητρία, που σίγουρα το βρήκε πολύ πρακτικό. Όταν το πράγμα παρατραβούσε, η πρώτη που το έπαιρνε χαμπάρι ήταν η τότε σύγχρονη κοινωνική λειτουργός, η μαμή του χωριού, η οποία είχε κόκκινη γραμμή τηλεφώνου με τις μάνες και φυσικά με τον παπά του χωριού. Ο οποίος στα γρήγορα ευλογούσε τα ζευγάρια, ώστε να μην προδοθούν από τις ημερομηνίες. Κάποιος συγγενής εύρισκε καμιά δουλειά στον έναν ή και στους δύο νεαρούς και πολύ σύντομα μετανάστευαν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Γερμανία, όπου πλήθαιναν και οργάνωναν την καινούργια οικογένεια.

Τα πιο μικρά παιδιά πήγαιναν στην πλειοψηφία τους στα Γυμνάσια, απ’ όπου τελειώνοντας περίμεναν κάποια καλύτερη δουλειά, για να περάσουν τη ζωή τους. Συνήθως, όλοι φλέρταραν με τη χωροφυλακή, αλλά ήταν πάντα απαραίτητες κάποιες γνώσεις του Γυμνασίου.

Τα καπνά εκτός απ’ ότι είχαν πέσει στα τάρταρα, οι τιμές τους, από την μονοκαλλιέργεια είχε μειωθεί η στρεμματική τους απόδοση και η ποιότητα και έτσι η φυγή ήταν η μόνη διέξοδος. Ξαφνικά, κάθε ανάπτυξη στο χωριό σταμάτησε και ακόμα και τα τάματα είχαν πάει προς τα πίσω.

Δύο συμπεθέρια, όταν ήρθαν από την Μικρά Ασία, θεωρώντας μικρή την εκκλησία που προέκυψε από την μετασκευή του παλιού τζαμιού, είχαν αποφασίσει δύο κτήματά τους, που αποτελούσαν ένα λόφο στα δυτικά του μαχαλά και που είχαν μπόλικα νερά και ωραία θέα, να τα ενώσουν και να κτίσουν μια εκκλησία, την Αγία Παρασκευή. Μάλιστα, άρχισαν να φυτεύουν καλλωπιστικά δέντρα, ώστε να αρχίσει η πραγματοποίηση του ονείρου. Έτσι, θα γινόταν το χατίρι και στις δύο συμπεθέρες να πάνε στον παράδεισο, μια και όταν χτίσεις εκκλησία της προκοπής, στον παράδεισο καταλαμβάνεις σίγουρα μια καλή θέση. Τα συμπεθέρια όμως δεν ευτύχισαν μετά από τις ταλαιπωρίες του πολέμου να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι τα οικονομικά στένεψαν απότομα. Ο δεύτερος ήταν ότι ένας Σαμιώτης, ο μπάρμπα Μανώλης ο Μόρτος από τους Σπαθαραίους της Σάμου, ο Σπαθαριώτης, όπως τον ήξεραν στο χωριό, μπαίνοντας στον επάνω μαχαλά μετά τα νεκροταφεία δεξιά, είχε ένα χωραφάκι κάνα δυο στρέμματα με μπόλικα νερά, με αρκετά κυπαρίσσια και δέντρα που φύτεψε, αφού το περιέφραξε χωρίς να ενημερώσει κανέναν, έκτισε ένα εκκλησάκι, τον Προφήτη Ηλία και όπως έλεγε, θα έκτιζε μεγάλο και τρανό ναό. Όσο να ναι δεν μπορούσε να γίνει το χωρίο Άγιο Όρος και η δουλειά έμεινε στο βλέποντας και κάνοντας, μέχρι που σήμερα γκρεμίστηκαν σχεδόν όλα τα σπίτια και έμειναν μόνο οι εκκλησίες και το σχολείο. Έχουμε δύο εκκλησίες χωρίς παπά, έχουμε ένα σχολείο χωρίς δάσκαλο και ένα νεκροταφείο που περιμένει τους καμιά δεκαριά παππούδες που έμειναν και να κλείσει δια παντός.

 Οι δικές μας οικογένειες μετακόμισαν από τότε στην Ξάνθη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Κατερίνη. Τελειώσαμε το Γυμνάσιο και τις σπουδές μας στα πανεπιστήμια της χώρας. Ζήσαμε την εξέλιξη, την ακμή και το παραμύθι του πριγκιπάτου της Μάντζας. Εκατοντάδες άλλα πριγκιπάτα στη χώρα μας , στην Ελλάδα, έχουν παρόμοιες ιστορίες να διηγηθούν. Δεν είναι τα πριγκιπάτα που χάσαμε. Είναι μια Ελλάδα που μας στενοχωρεί, μας βουρκώνει και δεν θέλουμε να την ξεχάσουμε.      

Τέλος

Νίκος Τσούργιαννης

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…