Συνέχεια του αφιερώματος
Ο Πέρα μαχαλάς ήταν αναπτυγμένος στους πρόποδες του τεπέ του Κουντακγιάννη , ένας λόφος σκέτος ασβεστόπετρα, όπου ήταν αναπτυγμένο ένα τεράστιο πουρνακλίκι, φυτεία από πουρνάρια από τα ριζά μέχρι την κορυφή του λόφου. Οι παλιοί Τούρκοι κάτοικοι που αντηλλάγησαν έλεγαν ότι οι παππούδες τους είχαν φυτέψει όλα εκείνα τα πουρνάρια με ένα ειδικό πουρνάρι που προτιμούσαν να τρώνε οι κατσίκες γιατί κανένα άλλο δέντρο ή θάμνος δεν μπορούσε να ζήσει εκεί, όπως στα δυτικά του χωριού είχαν φυτέψει αρκετούς λόφους με θυμάρια για να μπορούν να έχουν μελισσοτροφεία.
Στην κορυφή του τεπέ του Κουντακγιάννη το όνομά του το πήρε από έναν βοσκό του χωριού. Τον χειμώνα κάθε βράδυ έρχονταν μπουλούκια από λύκους και ούρλιαζαν μέχρι τα ξημερώματα. Εν συνεχεία, ακολουθώντας τις χαράδρες ανατολικά και δυτικά του μαχαλά, κατευθύνονταν προς τον κάτω μαχαλά, προσπαθώντας να μπουν στα μαντριά του Μπαλαντίνη, του Χατζησταμάτη, του Νικολή ή του Τσικνιά, όπου γινόταν χαμός και μόνο με τα όπλα και τις τουφεκιές τους αντιμετώπιζαν. Από την ανατολική χαράδρα πολιορκούσαν τα μαντριά των Σβέρκων στον επάνω μαχαλά, όπου και εκεί δίνονταν μάχη να γλιτώσουν τα κοπάδια. Σκύλοι και βοσκοί προσπαθούσαν να τους απωθήσουν.
Ιδιαίτερη ζημιά έκαναν όμως μερικοί λύκοι, τους οποίους οι χωρικοί τους αποκαλούσαν μονόλυκους. Είναι λύκοι μοναχικοί που δεν ζουν με τις αγέλες, αρκετά δυνατοί, μεγάλοι και χωρίς να κάνουν ιδιαίτερη φασαρία ξεμοναχιάζουν κανένα όχι και τόσο φυλαγμένο ζώο, αλλά κυρίως απαγάγουν κάποιο από τα σκυλιά που προσπαθεί να τους διώξει. Πολλά σκυλιά γίνονταν λεία αυτών των πελώριων μοναχικών λύκων.
Στον μαχαλά μας το σπίτι του Μήτσου του Σκαφίδα ήταν το πρώτο από την Νότια πλευρά και σχεδόν το οικόπεδό του ακουμπούσε στη δυτική χαράδρα. Ο Μήτσος ήταν ο μόνος άνθρωπος του χωριού που την εποχή εκείνη ήταν συνταξιούχος. Από μικρή ηλικία είχε κατεβεί στον Πειραιά . Κάποιοι συγγενείς του δούλευαν στην υαλουργία, του βρήκαν και αυτουνού μία θέση και μέχρι που πήρε σύνταξη κόλλησε και το τελευταίο ένσημο , πήρε ένα ΕΦΑΠΑΞ και ήρθε να ζήσει στο χωριό. Αυτό το σπίτι του το’ χουν δώσει ο εποικισμός για να ζήσει με την μάνα του. Το επισκεύασε όσο μπορούσε, αγόρασε και έναν γαϊδαράκο για την μετακίνησή του στο Νεοχώρι ή όπου αλλού, γιατί όπως και τώρα δεν υπάρχουν οργανωμένες συγκοινωνίες και αν δεν είχες δικό σου γάιδαρο, δεν μπορούσες να πας πουθενά . Ήταν το ΙΧ της εποχής.
Ο Μήτσος είχε ταΐσει από νωρίς τον γάιδαρο, τον είχε αφήσει ελεύθερο να ξεμουδιάσει μέσα στην αυλή και πήγε να γεμίσει το σταμνάκι του με νερό από την κεντρική βρύση του χωριού που δεν ήταν μακριά, πάνω από πενήντα μέτρα από το σπίτι του. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν βρύσες στα σπίτια, στο μπάνιο, στη κουζίνα, στην αυλή και όπου σήμερα έχουμε βρύσες. Δύο ήταν οι βρύσες στο χωριό, η κεντρική της ακακίας και μια πιο πέρα του μπάρμπα Κωστή από την οποία ο Σκαφίδας πήγε να γεμίσει το σταμνί του.
Γυρίζοντας, άκουσε ένα θόρυβο παράξενο και άνοιξε το βήμα του για να γυρίσει γρηγορότερα. Δεν είδε τον γάιδαρο, ανησύχησε και τον φώναξε για να δει που είναι. Με την φωνή του ένας πελώριος λύκος, τρομαγμένος γιατί ακόμα σχεδόν ήταν μεσημέρι, κατέβηκε την σκάλα που ανέβαζε στον πρώτο όροφο, πήδησε τον φράχτη και έφυγε. Ο κυρ Μήτσος άκουσε μία φασαρία στη σάλα, ανέβηκε στις σκάλες και τι να δει; Ο γάιδαρος από τον φόβο του για να γλιτώσει από τον λύκο, ανέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε στο σαλόνι. Από τότε ο γάιδαρος του Μήτσου του Σκαφίδα ήταν ο μοναδικός «σαλονάτος» γάιδαρος. Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, ο Σκαφίδας παραχώρησε ένα μέρος του σαλονιού του στον γάιδαρο και ο γάιδαρος ανέλαβε την υποχρέωση να ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα τη σκάλα. Πάντως, όταν ο γάιδαρος μύριζε τη μυρουδιά του λύκου πήγαινε έξω από την κρεβατοκάμαρα του Σκαφίδα, ταρακουνούσε την πόρτα και έτσι το αφεντικό έβγαινε στη σάλα, έβαζε καμιά φωνή για το καλό μια και από την κλειστή καπάντζα δεν μπορούσε να περάσει ούτε κουνούπι. Έτσι ο γάιδαρος και ο Σκαφίδας δεν χάλασαν την παρέα τους για πάνω από δεκαπέντε χρόνια.
Ο λύκος εκείνη την βραδιά δεν έφαγε καλοθρεμμένο γάιδαρο αλλά περνώντας από το διπλανό σπίτι βούτηξε τον σκύλο της Καμπαργανούς που βγήκε να κυνηγήσει τον λύκο και την άλλη μέρα τα Καμπαργανάκια ψάχνοντας σε μια μαλίστρα, ένα μικρό ξέφωτο. Βρήκαν ότι είχε αφήσει ο λύκος από τον σκύλο και το λουράκι που του φορούσαν στο λαιμό. Η πρωτοτυπία για να μην αδικήσουμε τον Σκαφίδα δεν ήταν μόνο ότι φιλοξενούσε στη σάλα τον γαϊδαράκο, αλλά και ότι ένα δωμάτιο το είχε κάνει αποθήκη για τα τρόφιμα του μερακλή. Κριθάρια, πίτουρα, τριφύλλια, άχυρα και άλλα
.
Είχε κάποτε μια γάτα και σε μια σπασμένη κεραμίδα εκεί στο κεφαλόσκαλο της έβαζε το καθημερινό της κολατσιό. Λίγο τυρί, λίγο ψωμί, γιαούρτι κι ό,τι άλλο νόμιζε ότι μπορούσε να φάει γάτα. Μια αλεπού όμως πήρε χαμπάρι το πλούσιο τραπέζι που στηνόταν για τη γάτα και πότε πριν απ’ τη γάτα ή μετά απ’ τη γάτα «τραπεζωνόταν» κανονικά μια και όταν την πήρε χαμπάρι ο Σκαφίδας δεν την κυνήγησε, αλλά την καμάρωνε και φρόντιζε να βάλει στην κεραμίδα και άλλη μερίδα για την Μαργιωρή, όπως έλεγε την αλεπού. Η αλεπού έκανε και καμιά πέντε – έξη αλεπουδάκια και κάποτε, όταν μεγάλωσαν, εξαφανίστηκαν. Ένα μικρό όμως το Μαργιωράκι έμεινε οικόσιτο στο σπίτι του Σκαφίδα. Σιγά- σιγά, μετακινώντας ο Σκαφίδας την κεραμίδα από σκαλί σε σκαλί κατάφερε να συνηθίσει το Μαργιωράκι να μένει και αυτό στη σάλα και κάτι που δεν το κατάφερε η γάτα, το κατάφερε η αλεπού και ο Σκαφίδας σε όσους του έκαναν παρέα σε ένα πάγκο που ήταν στη σκιά της μουριάς διηγούνταν με ευχαρίστηση την ευτυχία του. Και έγραφε και στον Πειραιά στους φίλους την ευτυχία του.
Στο μαχαλά μας με την Μικρασιατική καταστροφή είχαν έρθει πρόσφυγες από την Ιωνία, από τις αρχαίες πατρίδες της Εφέσου, της Μιλήτου, των Σάρδεων, της Μαγνησίας. Την εποχή της ανταλλαγής τα μέρη απ’ όπου έφυγαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν το Κιαούρ Κιό ή Υψηλή, το Σεβντίκιοϊ, το Τσαγλί και άλλα τοπωνύμια της εποχής εκτουρκισμένα.
Στον μαχαλά μας πέντε ζευγάρια γιαγιάδων και παππούδων, είκοσι ζευγάρια μεσόκοπων και νέων οικογενειαρχών, πέντε οικογένειες μονογονεϊκές που ήταν χήρες και έλειπε ο σύζυγος και εξήντα αγόρια και κορίτσια έφηβοι και παιδιά που αποτελούσαν την πολύβουη νεολαία της εποχής μας. Εκτός από το Κιαούρ Κιό, την Υψηλή, το Σεβντίκιοϊ είχαν βολευτεί στον μαχαλά μια οικογένεια απ’ την Άγκυρα που την αποκαλούσαν «Αγκαραλίδες». Μια οικογένεια από την Προύσα, οι Προυσαλήδες, μια οικογένεια απ’ την Μαγνησία και όλοι οι άλλοι ήταν Σεβτικιώτες, Υψηλιώτες και Κιαουρκιώτες.
Στην Καλύβα, ένα χωριό πιο πάνω, υπήρχαν Καυκάσιοι, Τσερκέζοι και Μπαφραίοι. Στα γύρω χωριά ως επί το πλείστων Πόντιοι από τον ανατολικό και δυτικό Πόντο. Στο χωριό μας υπήρχε μια οικογένεια από τη Ρόδο και δύο από τη Σάμο. Στο Λειβαδίτη η πλειοψηφία ήταν Καραμανλήδες, Καππαδόκες, όπως τους λέμε σήμερα, με δικό τους γραφικό και γλωσσικό ιδίωμα.
Το χωριό μας είχε δύο σχολεία, ένα στο Κάτω Ιωνικό και ένα στο Πάνω . Και στα δύο σχολεία τα καλά χρόνια φοιτούσαν καμιά εκατό πενήντα παιδιά. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο και σ’ αυτή την πλούσια φύση, οι πιτσιρικάδες ζούσαμε τα «χρυσά» μας παιδικά χρόνια.
Όλοι αισθανόμασταν και ήμασταν συγγενείς. Τα παιχνίδια, οι αλάνες, οι λόφοι, οι κοινές απασχολήσεις των παιδιών του χωριού, μας σκληραγωγούσαν, μας παιδαγωγούσαν, μας προετοίμαζαν για τη ζωή. Ήταν μεγάλη προίκα το να αισθάνεσαι ένα χωριό να είναι συγγενείς.
Εγώ προσωπικά, είχα δύο παππούδες και δύο γιαγιάδες, ενώ συγχρόνως ζούσε και ο αδερφός του παππού μου Κωνσταντής και η γιαγιά Ξανθή. Είχα τρεις θείες, τρείς θείους στον μαχαλά, αδέρφια των γονιών μου και μια θεία και ένα θείο, πρώτα ξαδέρφια τους. Είχα είκοσι δύο πρώτα ξαδέρφια και επτά δεύτερα. Όλες οι πόρτες και οι αυλές ήταν ανοιχτές. Πώς να μην αισθάνομαι «πρίγκιπας» σ εκείνο τον μαχαλά, όταν καμιά δεκαριά ξάδερφοι και άλλες τόσες ξαδέρφες αποτελούσαν τους προστάτες μου και το θάρρος για τη ζωή.
Στα διπλανά χωριά είχαν οικογένειες, τρία αδέρφια της μάνας μου και δύο του πατέρα μου, άλλα τριάντα άτομα θείοι και ξαδέρφια. Τα μεγαλύτερα ξαδέρφια, μας προστάτευαν. Εμείς προστατεύαμε τα μικρότερα. Με τους συνομήλικους ξάδερφους είχαμε κάποια κόντρα που προερχόταν από την μεταξύ μας άμιλλα. Όλοι φιλοδοξούσαμε να είμαστε καλύτεροι. Μερικοί δεν αντέχαμε τη σύγκριση.
Ζήλευα τον ξάδερφό μου, τον Τάσο, γιατί ήταν έξυπνος, εφευρετικός, πανούργος. Εκείνος με ζήλευε γιατί ο πατέρας μου ήταν κεχαγιάς, είχε ένα κοπάδι με καμιά πεντακοσαριά κατσίκες και καμιά δεκαριά αγελάδες. Ζήλευε το κοπάδι με τα σκυλιά μας, αλλά προπαντός ζήλευε το άλογό μας. Ο πατέρας μου του είχε αδυναμία, του άρεσε ο χαρακτήρας του και έλεγε ότι ο Τάσος του μοιάζει. Προσπαθούσε να τον εκπαιδεύσει και τον είχε από κοντά μέχρι που κάποτε ο Τάσος του ζήτησε να αλλάξουν τα άλογά μας. Να πάρει αυτός το δικό μας και ο μπαμπάς μου το δικό τους. Ο πατέρας μου του εξήγησε, ότι δεν φταίει το άλογό τους αλλά το γεγονός, πως το άλογό τους δεν έτρεχε όσο το δικό μας, γιατί δεν έτρωγε τόσο κριθάρι και τριφύλλι όσο το δικό μας, γιατί ο πατέρας του φαμιλιάρης με οκτώ-δέκα παιδιά οικογένεια, δεν του περίσσευαν χρήματα να καλοταΐζει και τον Ντορί, έτσι έλεγαν το άλογο του Τάσου. Αλλά, όποτε θέλει, μπορούσε να παίρνει το άλογό μας να το τρέχει και έτσι να εκπαιδεύεται και ο Τάσος και ο Ψαρής, έτσι έλεγαν το δικό μας άλογο. Συμφώνησαν και ο Τάσος στις ιπποδρομίες του Αγίου Γεωργίου παρέα με τον Ψαρή έβγαιναν πρώτοι στο τρέξιμο. Ο Τάσος πρόκοψε. Αποφοίτησε από τη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έγινε ένας λαμπρός επιστήμονας. Διευθυντής μιας μεγάλη Συνεταιριστικής Οργάνωσης της χώρας. Πραγματικό καμάρι σαν νέος υπήρξε ο αδερφός του, ο Δημητράκης, που την εποχή εκείνη ήταν δόκιμος αξιωματικός της τότε Βασιλικής Αεροπορίας. Ήταν ένας λαμπρός και όμορφος νέος που τον ζήλευαν όλοι. Επίσης, ένας εξαιρετικός νέος ήταν ο ξάδερφός μου ο Σάββας, ο γιός μιας άλλης αδερφής του πατέρα μου, που ήταν ο πρώτος φοιτητής από το σόι και μάλιστα της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τους θυμάμαι παρέα με τον Βαγγέλη Κουρτίδη, έναν εξαιρετικό, λαμπρό νέο με τον οποίο ήταν συμφοιτητές και φίλοι μέχρι τα τελευταία τους.
Μία από τις μικρές αδελφές του, λίγο αργότερα, τελείωσε την Χαροκόπειο και έγινε εξέχων στέλεχος του Ιδρύματος της Βασιλίσσης Φρειδερίκης και αργότερα της Εθνικής Πρόνοιας. Εκείνο που από τα ξαδέρφια θαύμαζα για τη λεβεντιά του, για τον όμορφο τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τη γλώσσα, ήταν ο Γιώργος ο Ζιγγάρας. Έτσι τον αποκαλούσαν στο σόι γιατί έμοιαζε καταπληκτικά με έναν ήρωα βιβλίου της Γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Γιώργος έγινε δόκιμος του τότε Βασιλικού Ναυτικού και αξιώθηκε να είναι πολυνίκης στους διασυμμαχικούς αγώνες του Ναυτικού στη Δουνκέρκη της Γαλλίας. Η αδερφή του, η Χρύσα, εξελίχθηκε σε ένα προβεβλημένο στέλεχος, μετά από τις σπουδές της, του Νοσοκομείου ΕΛΕΝΑ και βοήθησε πολλές συμπατριώτισσες στις δύσκολες στιγμές της μητρότητάς τους.
Δεν ξεχνώ τον πρώτο γιατρό από τον Κάτω μαχαλά, τον Λάζαρο τον Σιδερά. Σ’ αυτά τα παιδιά όλοι θέλαμε να μοιάζουμε και τους είχαμε για `παράδειγμα. Επίσης, δεν θα ξεχάσω τον Νίκο τον Μπαλή, έναν καθηγητή της Θεολογίας, εξαιρετικό άνθρωπο από τον Πέρα Μαχαλά, που αποτέλεσε βασικό στέλεχος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Όλοι οι νέοι γενικά του χωριού ήταν εξαιρετικοί και αξιοζήλευτοι. Δεν τους αναφέρω αναλυτικά, γιατί θα ξεφύγω από το θέμα. Αλλά και αρκετοί από τους γονιούς τους ήταν αξιόλογοι. Ο παππούς ο Κωστής ήταν από τους πρώτους μετά την μικρασιατική καταστροφή που βοήθησε στην οργάνωση της νέας ζωής τους συγχωριανούς του στη Νέα Πατρίδα. Πρόεδρος της κοινότητας για αρκετά χρόνια, όλοι τον θυμούνται με δύο σφραγίδες στο ζωνάρι του να σφραγίζει και να εξυπηρετεί αιτήματα ανθρώπων που τα είχαν ανάγκη. Ο θείος μου ο Μήτσος, ένα λαμπερό μυαλό και ένας σπάνιος άνθρωπος, ήταν για πάνω από είκοσι χρόνια πρόεδρος της κοινότητας και κανένας δεν μπορούσε να του πει μια κουβέντα. Αργότερα, η πολιτική από λειτούργημα έγινε επάγγελμα, όπως την ξέρουμε σήμερα.
Ο παππούς μου είχε πέντε- έξι εγγονούς που είχαν το όνομά του και αρκετά βαφτιστήρια και εγώ ισάριθμα ξαδέρφια που είχαμε το ίδιο όνομα. Η γιαγιά μου, η Γιασεμή, η μητέρα του πατέρα μου, Χιώτισσα από καταγωγή, από μόνη της ήταν μια σπάνια περίπτωση που ήξερε όλα τα μυστικά της οικιακής οικονομίας. Από το να φτιάχνει γιαούρτια, τυριά, κασέρια, να παρασκευάζει και να συντηρεί ότι παρήγαγε ο κήπος, ο αγρός και έπρεπε να επεξεργασθεί να διατηρηθεί και να αποθηκευτεί για τον χειμώνα. Εκτός απ’ αυτό, διάφορες τεχνικές που επισκευάζουν, συντηρούν και ανανεώνουν τα διάφορα σκεύη της οικιακής ζωής, εκτός από τα επτά- οκτώ παιδιά της σε ένα δωμάτιο ήταν στημένος μονίμως ένας αργαλειός και εκεί η γιαγιά και εν συνεχεία οι κόρες της και πιο μετά ορισμένες εγγονές της μάθαιναν τα μυστικά της υφαντικής τέχνης και οι προίκες τους ήταν ασήκωτες από την ευλογία εκείνου του αργαλειού. Ποτέ δεν θυμάμαι το σπίτι της γιαγιάς μου να μην ηχεί εκείνο το μονότονο τακ- τουκ του αργαλειού που πολλές φορές συνοδευόταν από τα τραγούδια της προσφυγιάς, της αγροτικής ζωής και τα μοντέρνα τραγούδια που άρεζαν ιδιαίτερα στη νεολαία.
Η γιαγιά μου, εκτός από την προσπάθειά της να μεγαλώσει και να στηρίξει την οικογένειά της, είχε ένα τρελό όνειρο. Ήθελε οπωσδήποτε να πάει στον παράδεισο. Αυτό πίστευε ότι μπορούσε να της το εξασφαλίσουν ορισμένες σταθερές, που αν φρόντιζε να κρατήσει στη ζωή της, ήταν σίγουρη ότι ο παράδεισος περίμενε να την υποδεχθεί. Πίστευε, ότι υπηρετώντας την Εκκλησία, φροντίζοντας την καθαριότητά της, το νοικοκυριό, την οικονομία της, που όλα αυτά τα πετύχαινε, όταν δια βίου ήταν επιτρόπισσα στον Αϊ Γιώργη του χωριού μας. Από νέα γυναίκα πιστεύοντας και βοηθώντας έναν εξαιρετικό ιερέα, τον παπά- Συμεών, πατριώτη μας που είχε έρθει από την Ψηλή της Μικράς Ασίας. Μέσα στα άλλα που χρειαζόταν για να διεξαχθεί η λειτουργία, εκτός από την τάξη, την πειθαρχία, η Κυρά Γιασεμή ήταν το «αυτί» και το «μάτι» της λειτουργίας, έχοντας ακούσει εκατοντάδες φορές τις ψαλμωδίες, τα Ευαγγέλια, όλα τα κείμενα που χρειαζόταν κάθε φορά να ολοκληρωθεί η λειτουργία. Η γιαγιά ήξερε, όχι μόνο όλα τα γράμματα, όπως έλεγε, αλλά και πού και πώς έπρεπε να ψαλθεί το καθετί στην ώρα του και με τον σωστό ήχο. Αλίμονο, αν κανένας ψάλτης παρέλειπε κάτι, για να προχωρήσει γρηγορότερα η λειτουργία. Κάποτε «κοιμήθηκε» ο παπά Συμεών και τη θέση του κατέλαβε ο παπά Γιαβάσης. Πριν χειροτονηθεί ζήτησε από τη γιαγιά μου να τον βοηθήσει στα καινούρια του καθήκοντα, ξέροντας ότι η επιτρόπισσα δεν κολλούσε πουθενά, πράγμα που ο παπά Γιαβάσης εξελίχθηκε σε ένα σεβαστό ιερέα, που όσοι τον θυμούνται, τον σέβονται ακόμα.
Η δεύτερη σταθερά, για να πετύχει την είσοδό της στον παράδεισο η γιαγιά μου, ήταν να μπορέσει να βαφτίσει όσα περισσότερα παιδάκια μπορούσε. Δεν ξέρω, πόσα βάφτισε, αλλά προσπαθούσε να βαφτίσει όσα περισσότερα μπορούσε. Η τρίτη σταθερά ήταν να κάνει παπά κανένα γιό της ή κανένα γαμπρό της. Αυτό το κατάφερε. Πράγματι, έναν γαμπρός της, τον έκανε ιερέα. Στην τέταρτη σταθερά η γιαγιά μου απέτυχε, γιατί κανένας από τα εγγόνια της δεν έγινε Δεσπότης. Μάλιστα, κάποιος της είχε δώσει πολλά όνειρα, γιατί πέρασε στην Ιερατική Σχολή Ξάνθης. Την απογοήτευσε, όταν εγκατέλειψε τη Σχολή. Πιστεύω, παρά την αποτυχία αυτή του εγγονού της που δεν έγινε Δεσπότης, η γιαγιά μου από όλες τις άλλες σταθερές και τη ζωή την άγια που έζησε, εξασφάλισε με το παραπάνω τα μόρια για να μπει στον παράδεισο. Ο Θεός να την προσέχει, γιατί σίγουρα πήγε στον παράδεισο.
Με τέτοια γιαγιά, εγώ ήμουν μόνιμο παπαδάκι. Βοηθούσα σε όλες τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν από έναν νεαρό ψάλτη ή έναν μικρό αναγνώστη με βοηθητικές ενέργειες στο χώρο του ναού. Ήμουν το καμάρι της γιαγιά μου και εγώ θεωρούσα ότι η Εκκλησία ήταν κάτι δικό μου, όπως το σπίτι μας.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω ένα γεγονός που ακόμα το ζω, σαν να ήταν εχθές. Τα τελευταία χρόνια της Βουλγαρίας ήρθαν στην Εκκλησία κάτι αλήτες Βούλγαροι και αφού φώναξαν τον παπά, τον ψάλτη, τη γιαγιά μου, τους ανακοίνωσαν ότι από την άλλη Κυριακή η λειτουργία έπρεπε να γίνεται στα βουλγαρικά. Ο παπάς, ο ψάλτης, η γιαγιά αρπάχτηκαν, πώς μπορούσε να γίνει η λειτουργία στα βουλγαρικά, αφού κανένας δεν ήξερε ούτε μια λέξη. Επί πολλή ώρα οι Βούλγαροι, που ήξεραν καλά ελληνικά απειλούσαν, φοβέριζαν και προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν το προσωπικό της Εκκλησίας να λυγίσει. Απείλησαν ότι θα ξυρίσουν τον ιερέα και ότι θα έφερναν Βούλγαρο να κάνει τη λειτουργία και προσπάθησαν, αφού είδαν ότι ο παπάς και ο ψάλτης ήταν ανεπίδεχτοι μαθήσεως να κάνουν τη λειτουργία όπως ήξεραν, μόνο όταν έφταναν στο Κύριε -ελέησον θα έλεγαν το βουλγάρικο – ελέησον , δηλαδή θα έλεγαν «Κοζ ποντίπο μήλο», όσες φορές έλεγαν και το Κύριε- ελέησον. Η γιαγιά μου δεν άντεξε, άρπαξε τον νεαρό Βούλγαρο που πρέπει να ήταν δάσκαλος και τον «σαβούρτησε» κάτω. Και η γιαγιά μου, του είπε, « με μήλα και με πορτοκάλια λειτουργία δεν γίνεται και να μας αφήσετε ήσυχους να κάνουμε ότι ξέρουμε..»
Εκεί, ένας δεύτερος Βούλγαρος, τους είπε ότι, επειδή στα βουνά βγήκαν αντάρτες, οι οποίοι είναι άθεοι και το βουλγαρικό κράτος θέλει να προστατέψει τις εικόνες, τα βιβλία και τα διάφορα σκεύη, πρέπει μέσα σε μερικά μπαούλα να βάλουν κάτι εικόνες που υπέδειξε, κάποια ιερά βιβλία και ορισμένα ιερά σκεύη και να τα κατεβάσουν στην κοινότητα που θα μεριμνούσε να τα προστατέψει για να μη χαθούν. Η γιαγιά μου όταν έφυγαν οι Βούλγαροι είπε στον ψάλτη και στον παπά Γιαβάση, « αυτά ο παπά Συμεών φρόντισε να έρθουν από την Τουρκία μέσα σε μπαούλα που έκανε ο ίδιος και δεν χάθηκε τίποτα. Τώρα, δεν θα τα παραδώσουμε στους Βούλγαρους..»
Κάτι παρόμοιο πρέπει να έγινε και σε άλλες Εκκλησίες. Κάποιοι αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης που έμαθαν τα γεγονότα, συμβούλεψαν τους χωρικούς να μην κάνουν τίποτα απ’ ό,τι τους είπαν οι Βούλγαροι και ότι το αντάρτικο είχε αναλάβει να προστατέψει τις Εκκλησίες. Την ίδια μέρα νομίζω ότι κρέμασαν μερικούς Βούλγαρους και έγραψαν στο στήθος τους, « Έτσι πεθαίνουν οι προδότες». Η κατάσταση δεν εξελίχθηκε και δεν προχώρησε παρακάτω. Σωθήκαμε στο παρά πέντε.
Είναι γεγονός, όταν άνθισε το κλαρί, όταν δηλαδή βγήκαν στα βουνά οι πρώτοι αντάρτες, οι Βούλγαροι μαζεύτηκαν κατά κάποιο τρόπο, Δεν επισκέπτοντο τους μαχαλάδες και τα σπίτια κάποιων χωρικών που είχαν στο μάτι, γιατί φοβόντουσαν και άλλαξαν τρόπο συμπεριφοράς. Όταν ήθελαν κάποιον για να τον νουθετήσουν, ο Βούλγαρος πρόεδρος της κοινότητας έγραφε μία επιστολή και ζητούσε από τον Έλληνα να κατεβεί στην κοινότητα, γιατί τον ήθελε ο πρόεδρος . Μάλιστα, έγραφε στην επιστολή ότι, αν δεν ερχόταν στις μέρες που όριζε ο πρόεδρος, θα του επιβάλλετο ένα μεγάλο και τσουχτερό πρόστιμο. Οι πατριώτες γνωρίζοντας ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και ανάλογα με το τι περίμενε ο καθένας να τραβήξει από τη συνάντηση με τον πρόεδρο, την κοπανούσαν και συνήθως έβγαινε στο βουνό και έτσι αυξανόταν η δύναμη των ανταρτών.
Το κόψιμο των επισκέψεων των Βουλγάρων στους μαχαλάδες και στα σπίτια είχε κάνει τους Έλληνες να αναπνεύσουν λίγο, γιατί, κυρίως, είχαν σταματήσει οι έρευνες για τα τρόφιμα που οι χωρικοί είχαν κρύψει στα διάφορα σημεία, για να μη τα δώσουν στους κατακτητές.
Συνεχίζεται…
Νίκος Τσούργιαννης