Είναι πραγματικά μεγάλο επίτευγμα για ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό, δυσανάλογα με την εκλογική του επιρροή, να απασχολεί τόσο πολύ την κοινωνία για το μέλλον του. Πόσο μάλλον μιλώντας για το κόμμα που ανέλαβε και σήκωσε όσο κανένα άλλο, το βάρος των επιλογών της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Η επικείμενη εσωκομματική διαδικασία παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μετά από αυτές του 1996 όπου η ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση και το αποτέλεσμα αυτής, έκρινε τις τύχες μιας χώρας. Η σημερινή της μάλιστα μορφή, δηλαδή η απευθείας εκλογή Προέδρου από τη βάση, εισήχθη πρώτη φορά το 2004 και αποτελεί την απαρχή του συμμετοχικού εγχειρήματος στην οργάνωση ενός κόμματος. Το κεκτημένο αυτό πρέπει να συνδεθεί άρρηκτα με το πολιτικό διακύβευμα του αποτελέσματος της 12ης Δεκεμβρίου. Τι κόμμα ζητάμε; Κοινωνικά ευρύ, κομματικά συμπαγές ή πολιτικό συμπλήρωμα;
Το παραπάνω ερώτημα απαντάται υπό το πρίσμα της σημερινής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα με άμεσες, αναπόφευκτα, επιρροές από την ευρωπαϊκή και τη διεθνή πραγματικότητα. Μετά από την πενταετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατά την οποία η κοινωνική οργή, αφού έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης, εκτονώθηκε και οι οικονομικοί μύθοι διαψεύστηκαν, έτυχε στη ΝΔ η διαχείριση της πρωτοφανούς υγεινομικής κρίσης. Σε αυτή τη μάχη που αφορά την υγεία και τη ζωή όλων, μία υπεύθυνη κυβέρνηση δεν μπορεί να αφήνει πίσω της διχασμένους πολίτες και «αρνητές» πάσης φύσεως στο όνομα της «ατομικής ευθύνης». Η επικοινωνιακή διαχείριση δεν μπορεί να είναι σημαντικότερη από την ουσιαστική καταπολέμηση της πανδημίας.
Η κοινωνία δεν μπορεί να «αυτό-μεταρρυθμιστεί» από μόνη της ειδικά αν δεν πειστεί για αυτό ή αν άλλοι φροντίσουν να το εμποδίσουν. Ο «τεχνοκρατικός» λόγος δεν έχει καμία αξία σε πολίτες που δεν έχουν γίνει κοινωνοί ενός αφηγήματος και η κομματική ρητορεία δεν έχει καμία προστιθέμενη αξία καθώς τα στεγανά της δεν επιτρέπουν μία ευρύτερη κοινωνικά απήχηση. Το φαινόμενο των ανεπαρκών και αδιάλλακτων κυβερνήσεων σε όλο και πιο συντηρητικές και αντιδραστικές κοινωνίες οδηγεί σε αδιέξοδο. Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να διακοπεί από μια διαχειριστική λογική άλλων εποχών. Πώς μια κοινωνία θα συμφωνήσει στα ελάχιστα ενώ βρίσκεται σε σύγχυση, τη στιγμή που πολιτικοί πόλοι επενδύουν στο διχασμό για την κομματική τους επιβίωση;
Θα πρέπει να συζητήσουμε και ψύχραιμα για αυτό που ονομάζεται συλλογική μνήμη. Να συμφωνήσουμε σε ένα σημείο αναφοράς, να φτάσουμε στο σήμερα και να σχεδιάσουμε τις πραγματικές δυνατότητες του αύριο. Κάποτε φτάσαμε στην παρ ‘ολίγον χρεωκοπία και κάποιοι θυσίασαν το πολιτικό τους κεφάλαιο για τη σωτηρία της χώρας. Κάποιοι πάλι εφηύραν το «αντι-μνημόνιο» για πολιτικό όφελος και τελικά (και) άλλοι το εκμεταλλεύτηκαν χτίζοντας πολιτικές καριέρες. Όσο και αν εντέχνως διάφορες πολιτικές επιλογές βαφτίστηκαν «μεταρρυθμίσεις» τόσο από αυτή τη κυβέρνηση όσο και από τη προηγούμενη, δεν μπορούν τελικά να συγκριθούν με αυτές της τελευταίας περιόδου μεγάλων μεταρρυθμίσεων, δηλαδή της διετίας 2009-2011. Η «Διαύγεια», ο Οικονομικός Εισαγγελέας, η ΕΛΣΤΑΤ, η Ηλεκτρονική Συνταγογράφηση, το Πράσινο Ταμείο κ.α. είναι μόνο μερικά από αυτά.
Οι κοινωνίες έχουν αφήσει πίσω τους τα κόμματα. Βρήκαν άλλους τρόπους να οργανωθούν, να διεκδικήσουν και να εκφραστούν με συλλόγους, με φορείς, με εθελοντές, με το διαδίκτυο. Ένας πολιτικός χώρος που θέλει να αποκτήσει κινηματικά χαρακτηριστικά πρέπει να παρακολουθήσει αυτές τις αλλαγές και να προσαρμοστεί στον παλμό των αναγκών των πολιτών εκπροσωπώντας τη συμμετοχική κοινωνία. Ούτε να πορευτεί με την λογική του «μικρομεγαλισμού» υπό την ψευδαίσθηση του εν δυνάμει κυβερνητισμού ούτε και να περιχαρακωθεί στον κομματικό πατριωτισμό. Να συσπειρώσει το κατά το δυνατό ευρύτερο κοινωνικό σύνολο μέσα από τη λογική των συναινέσεων και της σύνθεσης. Να γίνει περισσότερο ανθρώπινος.
Στέλιος Τσετινές
Πολιτικός Μηχανικός