Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ο Άγιος Κόσυνθος (μέρος Γ΄)

Ο Άγιος Κόσυνθος (μέρος Γ΄)

0

Την δεκαετία του 1970 πρέπει να αποφάσισε η χώρα να σταματήσει αυτή την αέναη κινητικότητα και σε πολλές πόλεις όρισε ορισμένους χώρους για την μόνιμη εγκατάσταση αυτών των κινούμενων πληθυσμών. Στην Ξάνθη επέλεξε το μέρος που σήμερα υπάρχει η συνοικία του Δροσερού μετά τον ΟΑΕΔ. Στη Θεσσαλονίκη τον Δενδροπόταμο, αλλού την Αγία Βαρβάρα και έτσι ιδρύθηκαν αρκετές συνοικίες Ρομά σε όλη την Ελλάδα. Με όλα τα άλλα η περιοχή προικίστηκε και με το Δροσερό. Μετά από αυτά δεν χρειάζεται κανένα άλλο σχόλιο.

Σήμερα στην περιοχή των πετρελαιοαποθηκών και του Δροσερού δεν υπάρχει δραστηριότητα που να μην λαμβάνει χώρα. Είναι ένα μικρό κράτος μέσα σε ένα μεγαλύτερο. Γενικώς, όμως η περιοχή κάτω από την Σιδηροδρομική γέφυρα δυτικά και ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν η περιοχή των μπαξέδων της πόλης. Το αυλάκι που σε προηγούμενη σελίδα αναφέραμε ότι κινούσε τους μύλους, πότιζε όλους αυτούς τους μπαξέδες μέχρι το εργοστάσιο γάλακτος της Ροδόπης και έτσι η Ξάνθη στο παζάρι της δεν είχε να ζηλέψει τίποτα όσο αφορά τα μπαξεβανικά της, επειδή ο άγιος Κόσυνθος πότιζε πλούσια αυτούς τους κήπους και επαγγελματίες μπαξεβάνηδες ασκούσαν αυτό το ζηλευτό επάγγελμα.      

Πολλοί ήταν ντόπιοι, άλλοι κατά τους βαλκανικούς πολέμους ήρθαν από την δυτική Μακεδονία μετά το 1922 καινούργιοι επαγγελματίες που ήρθαν με την ανταλλαγή προστέθηκαν και έτσι η λαχαναγορά της Ξάνθης τροφοδοτούσε και άλλες πόλεις με τα αγαθά της.

Κάποτε στο ύψος του Κόσυνθου λίγο πάνω από τον δημοτικό κήπο εκεί που ήταν η ταβέρνα το «Νησάκι» ο πρώτος νερόμυλος κατασκευάσθηκε, δημιουργήθηκε ένα φράγμα που εμείς οι παλιοί Ξανθιώτες το ονομάζαμε «καταρράκτη». Αυτό το υδραυλικό έργο σήκωσε πέντε- έξη μέτρα την κοίτη του ποταμού και έτσι ο αύλακας διπλασίασε το νερό που δεχόταν και που κατέβαινε από το υδραγωγείο. Έτσι, πολλαπλασιάστηκε η παροχή και ποτίστηκαν πλούσια οι μπαξέδες της Ξάνθης. Συγχρόνως, το νερό με την πτώση του από τον καταρράκτη ηρεμούσε, έχανε την δύναμη της ροής και ξεκινούσε με χαμηλή ταχύτητα το ταξίδι του προς την θάλασσα. Έτσι, κυλούσε πιο ήρεμα και δεν προκαλούσε μεγάλες καταστροφές δεξιά και αριστερά από τις όχθες του. Όταν μάλιστα συνέβη κάποτε να παρασύρει τον καταρράχτη μια μεγάλη νεροποντή, εκτός του ότι η Ξάνθη έχασε ένα αξιοθέατο που όλοι οι παλιοί θυμόμασταν το ορμητικό ποτάμι που δεν τιθασεύτηκε πια από την ύπαρξη του καταρράκτη παρέσυρε τα βάθρα της σιδηροδρομικής γέφυρας και κανένα εξάμηνο είχε διακοπεί η συγκοινωνία Δράμας- Αλεξανδρούπολης.

Για να είμαστε δίκαιοι, την προσπάθεια της παραγωγής σε λαχανικά από τους λαχανόκηπους της Ξάνθης βοηθούσαν πολύ αποτελεσματικά οι λαχανόκηποι της Γενισέας που κάθε μέρα δεκάδες κάρα έφερναν τα προϊόντα τους στη λαχαναγορά της Ξάνθης. Το ίδιο συνέβαινε και με τους μπαξέδες του Μαγικού που υποστήριζαν και πλούτιζαν την λαχαναγορά της Ξάνθης.

Από τον Αύγουστο μέχρι του Αγίου Δημητρίου δεκάδες κάρα ξεκινώντας από τον Παράδεισο αυτή τη φορά με σταφύλια κάθε πρωί κουβαλούσαν τα υπέροχα φρούτα τους στην Ξάνθη, όπου με τα ντόπια ξανθιώτικα σταφύλια από τα αμπέλια της Ξάνθης πλούτιζαν τα μαγαζιά και τα τραπέζια των οικογενειών. Όλο το Καλοκαίρι καρπούζια από το Σέλινο και τα Πηγάδια γέμιζαν τους δρόμους διαλαλώντας το ωραίο αυτό καλοκαιρινό φρούτο σε όλες τις γειτονιές  και στα χωριά.  Επίσης, πολλές δεκάδες κάρα με καρπούζια έφθαναν από τον κάμπο του Νέστου, από το Ορφανό, το Όλβιο, τον Κύρνο και τα άλλα καμποχώρια. Η Ξάνθη ήταν ένας επίγειος παράδεισος.

Ξαναγυρνώντας στο δρόμο με τους μπαξέδες από το οικογενειακό κέντρο Βόσπορος δίπλα στη γραμμή από τα ξημερώματα ξεκινούσε κάθε είδους εργασία. Εκτός από αυτούς που έμπαιναν στο ποτάμι για να πάρουν  οικοδομικά υλικά, ξύλα ή βοσκούσαν τα κοπάδια τους, ένα πλήθος ανθρώπων έβρισκαν απασχόληση σε αυτή την περιοχή. Αγρότες που κουβαλούσαν ζώα προς σφαγή  στα σφαγεία, εργάτες των σφαγείων και των βυρσοδεψείων που ήταν εκατοντάδες. Μικροπωλητές και άλλοι μικροεπαγγελματίες συνωστίζονταν κάθε μέρα για την εξασφάλιση του επιούσιου.

Έμποροι υποπροϊόντων σφαγείου πατσατζήδες, ποδαράδες και άλλοι προμηθεύονταν την πραμάτεια τους και εν συνεχεία μετά από κάποια επεξεργασία πωλούσαν τα προϊόντα τους στα σπίτια και στα πατσατζίδικα. Κάποιοι άλλοι επεξεργάζονταν σκυλοτόμαρα βρίσκοντας άφθονη πρώτη ύλη στα εκατοντάδες αδέσποτα που γύριζαν  γύρω από τα σφαγεία και κυρίως στα σημεία όπου τα απόνερα από τα σφαγεία έπεφταν στο ποτάμι. Κάποιοι τύποι  όταν έβλεπαν κανένα σκύλο του πρότειναν με το αριστερό χέρι ένα σαλάμι που στην άκρη ήταν ξεφλουδισμένο και όταν ο σκύλος με την άριστη οσμή που διέθετε, πήγαινε να το δαγκώσει ο τύπος με ένα σφυρί που κρατούσε στο δεξί του χέρι χτυπούσε το κεφάλι του ζώου και το ζώο έπεφτε αναίσθητο στα πόδια του. Δύο συνεργάτες του παραλάμβαναν το νεκρό ζώο, το έγδερναν, επεξεργαζόταν το δέρμα του και η πρώτη ύλη για τα γάντια ήταν έτοιμη.

Ένας φίλος μου ο Μπαμπούτας είχε ένα σκύλο που όταν έφαγε την σφυριά δεν έπεσε κάτω αλλά με στραπατσαρισμένο κεφάλι επέζησε αλλά ήταν να το λυπάσαι. Δεν πίστεψα ότι συνέβαιναν τέτοια πράγματα και όμως δυστυχώς ήταν αλήθεια.

Όλη αυτή η περιοχή το βράδυ μετατρεπόταν σε ένα υπαίθριο χάνι. Παράμερα έξω από την πόλη όσοι ερχόντουσαν με τα κάρα τους από τα χωριά ήταν το συνηθισμένο μέρος για να ξενυχτίσουν . Εύκολα πότιζαν τα ζώα τους στο ποτάμι και παρέχοντας το πρωί μια σχετική καθαριότητα την έβγαζαν χωρίς έξοδα και χωρίς να ενοχλούν κανέναν. Κάτι είχαν στο κάρο να δώσουν τροφή στα ζώα τους και έτσι τα ξεκούραζαν και τα τάιζαν.  Ιδίως τις Παρασκευές προς το Σάββατο ήταν το παζάρι της Ξάνθης. Εκατοντάδες ζώα έφερναν οι χωρικοί για να τα πουλήσουν στο «Χαϊβάν Παζάρι» της Ξάνθης.

Πανέμορφες κατσίκες σε μικρά ή μεγάλα κοπάδια καταλάμβαναν το χώρο. Πρόβατα χιώτικα, σερραϊκά, μυτιληνιά και ό,τι βάλει ο νους σου, αγοράζονταν και πουλιόταν κατά εκατοντάδες. Κάτι πανέμορφα βόδια, θρακιώτικα, ολόασπρα θηρία με καλοφτιαγμένα κέρατα ήταν να τα χαζεύεις. Οι κτηματίες τα αγόραζαν ζευγάρια- ζευγάρια, γιατί χωρίς αυτά δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν τα τσιφλίκια. Ολόμαυρα γυαλιστερά βουβάλια κατά ζευγάρια ταιριασμένα και ισοδύναμα ήταν κυρίως τα ζώα του βάλτου. Έτρωγαν ότι έβρισκαν και είχαν τρομερή δύναμη  για όργωμα ή για κάρο. Τα κάρα που τραβούσαν ήταν διπλάσιου όγκου από τα βοδόκαρα- και τα άροτρα τους όργωναν βαθιά τη γη για να την καλλιεργήσουν.

Πανέμορφα άλογα, γαϊδουράκια, μουλάρια για το κάρο ή για μεταφορές σε απρόσιτα και δύσκολα μέρη εύρισκες πάντα για να κάνεις την δουλειά σου. Τα κάρα τους καλοφτιαγμένα και καλοζωγραφισμένα έδειχναν τα μεράκια των αφεντικών τους.

Σαμάρια κατάλληλα για φόρτωμα, καλοδιατηρημένα βοηθούσαν στο να γίνει το αγώγι, σίγουρα και κανονικά. Εκείνα που θαύμαζε ο επισκέπτης αυτού του χώρου ήταν τα κάθε λογής κάρα και ανάλογα με τις ανάγκες που εξυπηρετούσαν είχαν φτιαχτεί  από έμπειρους τεχνίτες. Για την μεταφορά ανθρώπων ήταν φτιαγμένα τα κάρα με διπλά μακάσια, διπλά ζεύγη από σούστες ώστε όσο και ανώμαλος να ήταν ο δρόμος οι σούστες απορροφούσαν τους κραδασμούς και το ταξίδι ήταν όνειρο. Υπήρχε η σούστα κυρίως αλογίσιο κάρο που ήταν κατάλληλο για ευαίσθητα προϊόντα με δύο σούστες, μια επάνω από τις μπροστινές ρόδες και μία πάνω από τις πισινές. Μπορούσε να σηκώσει περισσότερο βάρος και ήταν κατάλληλο να σηκώσει ανθρώπους και ευαίσθητα προϊόντα.

Εκείνα όμως που ήταν κατάλληλα για δύσκολα δρομολόγια και μεγάλα βάρη ήταν τα ντούζικα κάρα, τα οποία συνήθως έσερναν δύο ζώα, άλογα, μουλάρια, βόδια, βουβάλια. Ήταν φτιαγμένα από ειδικά ξύλα. Τα τενκίλια  ήταν ο αφαλός της ρόδας όπου εφαρμόζονταν τα «μπαρμάκια», οι ξύλινες ακτίνες της ρόδας όπου κρατούσαν τις αψίδες, οι οποίες με το σιδερένιο στεφάνι έσφιγγε και κρατούσε τη ρόδα συμπαγή.  Αγριομέλεγκοι, καραγάτσια και άλλα σκληρά ξύλα διαλέγονταν γι’ αυτή την δουλειά.

Το βράδυ της Παρασκευής η περιοχή των σφαγείων ήταν ένα μεγάλο αξιοθέατο. Το τι μπορούσες να δεις εκεί δεν μπορείς να το φανταστείς. Θυμάμαι λίγο πιο κάτω από τον μπαξέ του Τσάπαρη, ίσως ήταν το τελευταίο κοπάδι από καμήλες που έφυγε από την Ξάνθη, κάμποσοι «γιουρούκοι», έτσι λένε τις φυλές που θρέφουν και εκμεταλλεύονται αυτό το είδος του ζώου. Ήταν τρεις θηλυκές καμήλες με δύο μικρά καμηλάκια που ακόμα βύζαιναν, μια αρσενική και μια έφηβη θηλυκιά. Την τελευταία εβδομάδα οι γιουρούκοι είχαν έρθει εκεί με την πραμάτεια τους, σκηνές, τροφές και άλλα προσωπικά είδη από την Γενισέα. Είχαν αποφασίσει να φύγουν από την περιοχή γιατί δεν μπορούσαν να δουλέψουν και περίμεναν ένα καραβάνι που θα ερχόταν από την Κομοτηνή για να ενσωματωθούν  και για να εγκαταλείψουν την Ξάνθη.

Τα ζώα ήταν ήρεμα και παρ’ ότι ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος δεν ήταν νευρικά και πανικοβλημένα. Μικροί πιτσιρικάδες προσπαθούσαν να δώσουν σε αυτά τα ζώα χορτάρια ξερά ή χλωρά, αλλά αυτά αδιαφορούσαν. Σε κάποια στιγμή οι γιουρούκοι έριξαν μέσα σε κάτι κουβάδες ένα μείγμα από τριμμένα σιτηρά, κάτι σαν γιαρμά και έφτιαξαν ζυμάρι όχι πολύ καλοδουλεμένο. Εν συνεχεία φτιάχνοντας με τα χέρια τους κάποιες μπάλες από αυτό το υλικό το έδιναν στις καμήλες, οι οποίες ανυπομονούσαν να το φάνε. Όλοι μείναμε άναυδοι. Πού να φαντασθείς τι τρώει η καμήλα.

Ένας μικρός γαϊδουράκος που ένας γιουρούκος μας έλεγε ότι είναι το τιμόνι στις καμήλες και αν δεν μπει μπροστά αυτός δεν πάνε πουθενά οι καμήλες, μάζεψε και περιποιήθηκε τα ξερά και χλωρά χόρτα που έφεραν οι πιτσιρικάδες. Δεν θα ξεχάσω αυτή την ομάδα από καμήλες και τα υγρά τους μάτια. Όλοι νομίσαμε ότι οι καμήλες κλαίνε γιατί θα αφήσουν την Ξάνθη και θα ακολουθήσουν  την μοίρα που ο πολιτισμός τους επιφύλασσε.

Πράγματι, το καραβάνι με καμιά τριανταριά καμήλες έφτασε στην Ξάνθη. Ήταν φορτωμένο με δέματα καπνού που τρία- τρία ή τέσσερα- τέσσερα δέματα ήταν τοποθετημένα μέσα σε κάτι μουσαμαδένιες θήκες που ήταν φορτωμένες από τις δύο μεριές του σαμαριού της καμήλας. Τα καπνά ήταν από τα τελευταία καπνά ίσως που μεταφέρθηκαν στην Ξάνθη με καμήλες. Τα καπνά τα παρέλαβε η Εταιρεία Ζυρίνη που νομίζω ότι ήταν του αυστριακού μονοπωλίου. Έτσι και οι τελευταίες καμήλες της Γενισέας ταξίδεψαν για την Κομοτηνή και από εκεί ποιος ξέρει που.

Στους μπαξέδες αυτούς της Ξάνθης με τα πλούσια νερά του Κόσυνθου παράγονταν τα πάντα. Μερακλήδες επαγγελματίες μπαξεβάνηδες ήξεραν να κάνουν τη γη να παράγει τα πάντα. Κυρίως οικογένειες αλλά και άλλοι εργάτες δούλευαν σ’ αυτόν τον παράδεισο. Οι κηπουροί εκμεταλλεύονταν την κάθε σπιθαμή της γης και έβαζαν ό,τι καλύτερο μπορούσε να αναπτυχθεί στα κτήματά τους. Στις περασιές του νερού φύτευαν κάτι καλάμια που τους χρειάζονταν να υποστυλώσουν ορισμένα φυτά που χρειάζονταν υποστύλωμα. Ντομάτες, φασολάκια και άλλα και έτσι αυτά αναπτύσσονταν κανονικά  και δεν ανακατεύονταν με τα χώματα.

Επίσης, καλλιεργούσαν και κάποια άλλα καλάμια, τα «ζαχαροκάλαμα», τα οποία ήταν κάτι χοντρά καλάμια που τον Σεπτέμβρη τα έκοβαν και αφού τα καθάριζαν από τα φύλλα τα περνούσαν από μία μηχανή και αφού τα τεμάχιζε και τα σύνθλιβε παρήγαγε ένα μαύρο χυμό, που, αφού τον έβραζαν και έριχναν κάποια υλικά στα καζάνια, μετατρέπονταν σε ένα πετιμέζι που το διατηρούσαν σε πήλινα ή σε μεταλλικά δοχεία και το κατανάλωναν στα σπίτια ή πουλούσαν ότι περίσσευε.

Έτσι θυμάμαι τον Κόσυνθο και την περιοχή του, και εμείς που ζήσαμε αυτή την περιοχή αισθανόμαστε τυχεροί και ευλογημένοι.        

Νίκος Τσούργιαννης    

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση της Παρασκευής: «Δύο κείμενα για την ιστορία της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης και τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού» του Perry Anderson

Πρόκειται για ένα σημαντικό τεκμήριο στον διάλογο για την ιστορία της ισραηλινό-παλαιστινι…