Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ο Άγιος Κόσυνθος Ι

Ο Άγιος Κόσυνθος Ι

1

Αναμνήσεις από τον ποταμό της πόλης. Γνωστά και άγνωστα γεγονότα, μνήμες μιας εποχής που θυμάται ο Νίκος Τσούργιαννης

Σήμερα μία από τις υποχρεώσεις του δήμου είναι να εξασφαλίσει νερό και για το πιο μικρό και ταπεινό σπιτάκι. Τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα δεν υπήρχε αυτή η υποχρέωση. Σχεδόν κανένα σπίτι δεν είχε δικό του νερό.

Σε κεντρικά σημεία στις γειτονιές υπήρχαν οι κοινόχρηστες βρύσες από όπου οι κάτοικοι γέμιζαν τα λαήνια τους, τους γκαζοτενεκέδες, τους κουβάδες και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να κουβαλήσει και να αποθηκεύσει νερό για το κάθε σπίτι για τις πολλές ανάγκες που είχε.

Υπήρχαν δύο πηγές από όπου ο δήμος έπαιρνε το νερό που του χρειάζονταν, το επεξεργάζονταν, το χλωρίωνε και το διοχέτευε στις βρύσες που υπήρχαν στις γειτονιές και στους μαχαλάδες. Η μία πηγή ήταν το ποτάμι ο Κόσυνθος. Την εποχή εκείνη ο κόσμος τον ήξερε σαν Τσάϊ. Όταν έλεγε τσαΐσιο νερό εννοούσε νερό από τον Κόσυνθο.

Από τους αρχαιοτάτους χρόνους υπάρχουν κατασκευές λίγο πιο πάνω από το βενζινάδικο του Αγκόρτζα που οι αρχαιολόγοι τις θεωρούν της Νεολιθικής Εποχής.  Από εκεί καταρχάς με ένα κανάλι που ακολουθούσε τη δυτική όχθη του ποταμού ερχόταν το νερό μέχρι τον Φόρο, όπου εκεί είχαν κατασκευασθεί δεξαμενές όπου καθάριζαν και χλωρίωναν το νερό και εν συνεχεία με σωληνώσεις έφτανε στις γειτονιές. Οι περισσότερες βρύσες δούλευαν με το νερό του Κόσυνθου. Είχαν τσαΐσιο νερό.

Ένας δεύτερος τρόπος γύρω από την πόλη είχαν «καλλιεργηθεί» διάφορες πηγές νερού που υπήρχαν και από εκεί το νερό διοχετεύονταν σε βρύσες στον Αστικό συνοικισμό, στην περιοχή κάτω από το υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο και σχεδόν κάθε πηγή εφοδίαζε μία βρύση με το νερό της.

Τα νερά των πηγών τότε τα ονόμαζαν «νευρικά». Προερχόταν από πηγή και όχι από το ποτάμι. Συνήθως αυτά ήταν πιο καθαρά, γιατί το νερό του Κόσυνθου όταν ο καιρός ήταν βροχερός, ήταν θολό. Οι νοικοκυρές προσπαθούσαν να το καθαρίσουν περνώντας το πολλές φορές από τσαντίλες, αλλά πάντα ήταν κάπως θολό.

Άλλοι τρόποι για να πάρουν οι άνθρωποι νερό ήταν τα πηγάδια που υπήρχαν μέσα στις αυλές και πολλές φορές περνούσαν τα δέκα μέτρα στο βάθος. Πάντως το νερό των πηγαδιών ήταν πάντοτε καθαρό και κρύο. Μερικές φορές οι κάτοικοι παραπονιόνταν για το νερό κάποιου πηγαδιού ότι είναι «βαρύ» και ότι αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι με αυτό το νερό δεν βράζουν εύκολα τα όσπρια.  Ιδανικό νερό για τον βρασμό των οσπρίων θεωρούσαν το τσαΐσιο νερό.

Συνήθως με αυτούς τους τρόπους έκαναν την δουλειά τους οι Ξανθιώτες.  Οι βρύσες έτρεχαν κανονικά όλο το εικοσιτετράωρο και έτσι η κάθε οικογένεια μπορούσε να πάρει για το σπίτι το νερό που της χρειαζόταν. Μερικές φορές όμως παρουσιαζόταν στις βρύσες μια αναπάντεχη σειρά. Αυτό γινόταν γιατί πολλοί κάτοικοι με τους κουβάδες τους πήγαιναν την ίδια ώρα για να γεμίσουν με αποτέλεσμα να γίνεται και κανένα καβγαδάκι στα καλά καθούμενα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να έχουμε αυτή την σημερινή ευκολία με το νερό. Χρησιμοποιήθηκε ο Νέστος, γεωτρήσεις στο Δροσερό και στον Νέο Ζυγό και ζούμε τον πολιτισμό του σήμερα.

Ένα δεύτερο πρόβλημα που την ίδια εποχή, αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Ξάνθης ήταν αυτό που σήμερα λέμε Απορρίμματα. Τότε δεν υπήρχε αυτή η πληθώρα των σκουπιδιών που ζούμε σήμερα. Ο Δήμος την εποχή εκείνη είχε καμιά τριανταριά γαϊδουρόκαρα, δίτροχα και ισάριθμους σκουπιδιαραίους, οι οποίοι μια δεδομένη ώρα κάθε μέρα περνούσαν από τις γειτονιές και έτσι η κάθε νοικοκυρά πήγαινε τον τενεκέ της με τα σκουπίδια για να τα παραλάβει το κάρο της δημαρχίας. Να φανταστείτε ότι το κάθε σπίτι τότε έβγαζε για να παραδώσει με το ζόρι ένα γκαζοτενεκέ. Σήμερα κάθε νοικοκυρά βγάζει ένα κάρο σκουπίδια κάθε μέρα και τα ρίχνει στους κουβάδες.

Πολλές φορές που προσπαθώ να καταλάβω τι άλλαξε καταλήγω στα ίδια συμπεράσματα. Πρώτο: Τότε δεν υπήρχε τέτοιος αριθμός υλικών συσκευασίας. Δεύτερον: Ό,τι μπορούσε να καεί, ξύλα, χαρτιά, κλαδιά, σανίδια δεν τα έβγαζαν να τα πάρει ο δήμος. Ήταν χρήσιμη καύσιμη ύλη την οποία χρησιμοποιούσαν για να ζεστάνουν νερό, για να βράσουν φαγητό ή να τα χρησιμοποιήσουν στη σόμπα για θέρμανση.

Όλες οι αυλές κυρίως στις πεδινές γειτονιές της πόλης είχαν ζώα. Απαραίτητα για να τραβούν τα κάρα, γιατί πολλοί κάτοικοι της πόλης ήταν καπνοπαραγωγοί και χρειάζονταν τα ζώα για το όργωμα και για την μεταφορά των καπνών. Παράλληλα και άλλα ζώα εθρέφοντο στις αυλές. Κότες, κατσίκες, προβατίνες, αγελάδες για να καλύψουν κάθε φύσεως ανάγκες των νοικοκυριών. Έτσι σε κάθε αυλή υπήρχε και μία κοπριά. Έτσι, τουλάχιστον τα οργανικά σκουπίδια δεν πήγαιναν και αυτά στη δημαρχία. Στη κοπριά όπου ήταν η μεγάλη τραπεζαρία για τις κότες, τις γαλοπούλες, τους σκύλους και τις γάτες γινόταν κάθε μέρα το μεγάλο φαγοπότι. Όταν η κοπριά αποκτούσε ένα μέγεθος ώστε να γεμίσει ένα κάρο, το αφεντικό την φόρτωνε και την έριχνε σε κανένα χωράφι για λίπασμα.

Τα σκουπίδια που μάζευε η δημαρχία κατευθύνονταν στην ανατολική όχθη του Κόσυνθου μετά την σιδηροδρομική γραμμή, εκεί που περίπου άρχιζε το πανεπιστήμιο και με ένα έξυπνο κόλπο ο σκουπιδιάρης προκαλούσε την ανατροπή της καρότσας, η οποία άδειαζε αυτομάτως. Κάθε χρόνο η δημαρχία έριχνε τα σκουπίδια σε ένα μέρος και την επόμενη χρονιά σε άλλο, ώστε να ξεχωρίζουν τα σκουπίδια της κάθε χρονιάς. Κατά καιρούς κάποιος υπεύθυνος ή ακόμη οι μπαξεβάνηδες έβαζαν καμιά φωτιά στα τελευταία σκουπίδια με αποτέλεσμα να καούν και να χωνέψουν γρηγορότερα. Από εκείνα τα σημεία οι μπαξεβάνηδες ξεκινώντας από τις παλαιότερες απορρίψεις, φόρτωναν τα κάρα τους και τα έριχναν στους μπαξέδες τους για να τα κοπρίσουν. Έτσι, υπήρχε ένας τρόπος οι μπαξέδες να κοπρίζονται με ένα φθηνό και αέναο τρόπο.

Καμιά τριανταριά γύφτοι με ποδήλατα και τρίκυκλα, όλη την ημέρα κανονικά αλώνιζαν τον σκουπιδότοπο και μάζευαν ότι χρήσιμο νόμιζαν και τα πήγαιναν στους παλιατζήδες, όπου αναλόγως με την ποσότητα και την ποιότητα των σκουπιδιών εισέπρατταν κανέναν χαρτζιλίκι. Ο Λάζαρος και ο Μούμτζας ήταν οι μεγάλοι παραλήπτες.

Η κοίτη του ποταμού, μετά την σιδηροδρομική γραμμή φάρδαινε αρκετά και τα νερά καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο πάνω στον Μύλο ήταν δυνατά και επικίνδυνα, μετά τη γέφυρα όμως απλώνονταν και οι άνθρωποι περνούσαν τον Κόσυνθο χωρίς να κινδυνεύουν.

Πάνω από την σιδηροδρομική γέφυρα είχε ακόμα δύο γέφυρες που υπάρχουν και σήμερα. Τη γέφυρα της Κωνσταντίνου και Ελένης και την άλλη που κοντά στο ΞΕΝΙΑ ενώνει τη δυτική όχθη με την ανατολική του Κόσυνθου.

Εκεί τα νερά ήταν πάντοτε πολλά και επικίνδυνα και μόνο το Καλοκαίρι έβλεπες κάποια κίνηση κυρίως από τους λατόμους «Πετράδες», που χρησιμοποιούσαν τις ποταμίσιες πέτρες, κάτι ψευτογρανίτες για να κατασκευάσουν «αγκωνάρια», γωνιακές πέτρες για πετρόκτιστα κτίρια, κράσπεδα πεζοδρομίων και κυβόλιθους, πλακάκια με τα οποία λιθοστρώνονταν οι δρόμοι. Όταν έπαιρναν στα χέρια τους μία πέτρα, θαρρείς και τους μιλούσε. Καταλάβαιναν πώς διακλαδίζονταν τα νερά της και με την βοήθεια ενός ματρακά ένα σφυρί και μιας σιδερένιας σφήνας, χτυπούσαν την πέτρα και εκείνη άνοιγε στα δύο. Με μερικά τέτοια χτυπήματα έδιναν σχήμα στις πέτρες τις οποίες εν συνεχεία κάποια κάρα που τα τραβούσαν μουλάρια, μετέφεραν τις μορφοποιημένες πέτρες στο έργο που τις περίμενε.

Η πολλή κίνηση παρουσιαζόταν στο κομμάτι του ποταμού που ήταν προς Νότο της σιδηροδρομικής γραμμής. Πολλοί άνθρωποι τριγυρνούσαν μέσα στα αβαθή νερά και στη πλατιά κοίτη και ο καθένας έψαχνε να βρει κάτι φαγώσιμο. Σήκωναν κάποιες πέτρες και από κάτω έψαχναν να βρουν κάποια καβούρια που θα πήγαιναν στο σπίτι να τα μαγειρέψει η νοικοκυρά και να πιούνε κανένα ρακί, γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Σε κάποιες βουθάνες, λάκκους με νερά, με την βοήθεια κάποια απόχης έβγαζαν κάτι ψάρια του γλυκού νερού, τις μπριάνες, που τηγανητές ήταν πολύ νόστιμες και δεν είχαν πολλά κοκαλάκια για να ενοχλούν το μάσημα. Όλοι μας είχαμε δοκιμάσει τις τηγανητές μπριάνες και σε κάποια ουζερί μπορούσες να βρεις αυτό τον μεζέ. Κάποιοι άλλοι, κυρίως μετά τον Μάη ψάρευαν κάτι κεφάλια του γλυκού νερού και σε ειδικά μέρη σπάνια μεν αλλά συχνά ψάρευαν κάποια κανονικά χέλια.

Μέσα σε αυτή την πελώρια κοίτη, δυνατά κάρα πολλές μέρες πάνω από τριάντα, φόρτωναν πλυμένο χαλίκι ή άμμο ακόμα και μπαζοχάλικα και τα πήγαιναν στους μαστόρους που έχτιζαν, έριχναν τσιμέντα, σουβάντιζαν και τα αμμοχάλικα του ποταμού αποτελούσαν εκλεκτή πρώτη ύλη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…