Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Βελισσαρίου βρίσκονται ακόμη θαμμένοι σε ξένο έδαφος. Αίτημα εντοπισμού και ανακομιδής των οστών τους στην Ελλάδα προς την Στρατιωτική Ηγεσία
Πολλές και διάφορες φέτος οι πολιτιστικές δράσεις σε όλη την Ελλάδα, με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Εκδηλώσεις με επίκεντρο τους Ήρωες της Επανάστασης, το έργο τους, αλλά και τη μεγάλη προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα. Οι θυσίες και ο αγώνας αυτών των Ηρώων συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν από τους απογόνους τους, με το ίδιο πνεύμα και πείσμα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μια τέτοια περίπτωση είναι και του εγγονού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ταγματάρχη Γεωργίου Κολοκοτρώνη.
Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1866 και ήταν πρωτότοκος γιος του Παναγιωτάκη Κολοκοτρώνη του Θεοδώρου. Σπούδασε στη σχολή Ευελπίδων, όπως και ο πατέρας του, και κατατάχθηκε στο πεζικό. Έλαβε μέρος στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στην Κρητική Επανάσταση ( 1897) και στον Μακεδονικό Αγώνα ( 1904 – 1908) ως ένας από τους τέσσερις «πρωτεργάτες» Έλληνες αξιωματικούς, που εισήλθαν στη Μακεδονία το 1904 (Παύλος Μελάς, Α. Κοντούλης, Α. Παπούλας).Το 1910 προήχθη σε ταγματάρχη.
Μετά από δικό του αίτημα, έγινε διοικητής στο 1ο Τάγμα Κρητών, του Ανεξάρτητου Συντάγματος Κρητών ( Η Κρήτη δεν είχε ενσωματωθεί ακόμη στον Εθνικό κορμό ). Με το Τάγμα του ήταν ο πρώτος που εισήλθε στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Μετά από λίγες μέρες, στις 30 Οκτωβρίου, καταλαμβάνει και απελευθερώνει για λογαριασμό του Ελληνικού Στρατού και στο όνομα του βασιλέως Γεωργίου Α΄, τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος, και ολοκληρώνει το έργο του εκεί, ως τις αρχές Νοεμβρίου του 1912, καθώς ο Τουρκικός Στρατός παραδινόταν αμαχητί.
Ριψοκίνδυνος όπως ήταν και πάντα ετοιμοπόλεμος, με το τάγμα του, δεν άργησε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου και στις φοβερές και φονικότατες μάχες που ακολούθησαν, σε όλα τα μέτωπα, κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας.
Καθώς η Βουλγαρία είχε περιέλθει σε δυσμενή θέση, με τον Βουλγαρικό Στρατό να χάνει τη μια μάχη μετά την άλλη, η ελληνική προέλαση συνεχιζόταν σε όλα τα μέτωπα της Μακεδονίας, αλλά και της Θράκης. Η νικηφόρα προέλαση του Στρατού μας συνεχίστηκε και σε βουλγαρικό έδαφος. Οι μάχες της Κρέσνας – Σιμιτλή – Τζουμαγιάς, που ακολούθησαν, ήταν οι φονικότερες και των δύο Βαλκανικών Πολέμων ( 09 -18 Ιουλίου 1913 ). Ήταν και από τις τελευταίες επιχειρήσεις, καθώς, τελικά, η Βουλγαρία, προχώρησε σε σύναψη ανακωχής, στις 18 Ιουλίου του 1913.
Ας δούμε, όμως, πώς περιγράφονται οι κινήσεις και οι μάχες του Ελληνικού Στρατού στα στενά της Κρέσνας, μέσα από τις σελίδες της Επίτομης Ιστορίας των Βαλκανικών Πολέμων 1912 -13, της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του 1987, σσ 235-36. «Ο Ελληνικός Στρατός, καταδιώκοντας τις Βουλγαρικές δυνάμεις, αναπτύχθηκε βόρεια των στενών Κρέσνας με την ΙΙΙ ( 3η) Μεραρχία, στο ύψωμα «Μπεγιάζ Τεπέ», τη Χ ( 10η ) στα υψώματα Ζανόγκα, την ΙV ( 4η ) Μεραρχία στο ύψωμα Ρούγκεν, τη ΙΙ ( 2η ) στο χωριό Σούσιτσα, την Ι ( 1η ) νότια του Σιμιτλή, την VΙ ( 6η ) στο χωριό Χουστάβα και την VII ( 7η ) στο Μπάνσκο. Η V ( 5η ) Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού, βρίσκονταν ακόμη μέσα στα στενά Κρέσνας, ενώ η VIII ( 8η ) Μεραρχία είχε αρχίσει να προελαύνει από την περιοχή της Καβάλας προς τη Δυτική Θράκη. Στις 12 Ιουλίου, οι Ελληνικές Δυνάμεις επανέλαβαν τον επιθετικό τους αγώνα, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου. Η VI ( 6η ) Μεραρχία κινήθηκε ταχέως προς τα βόρεια και στις 13.00, η εμπροσθοφυλακή της έφθασε στο ύψος του χωριού Γκράντεβο, όπου δέχθηκε σφοδρά πυρά πυροβολικού. Αμέσως η Μεραρχία ανέπτυξε τις δυνάμεις της και εξόρμησε κατά των βουλγαρικών θέσεων, επιτυγχάνοντας να καταλάβει με το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, τους βορειοδυτικούς οικισμούς του χωριού Ογνιάρ Μαχαλά. Στη συνέχεια το Σύνταγμα αυτό, αφού απέκρουσε με επιτυχία και ύστερα από σκληρόν αγώνα με τη λόγχη, σφοδρή βουλγαρική αντεπίθεση, εκτόξευσε νέα θυελλώδη επίθεση κατά του υψώματος 1378 και μέχρι το βράδυ κατόρθωσε να καταλάβει σοβαρά ερείσματα των Βουλγάρων, όχι όμως και την κορυφή του υψώματος. Μεταξύ των φονευθέντων κατά τη μάχη αυτή, ήταν και ο διοικητής του Ανεξαρτήτου Τάγματος Κρητών, Ταγματάρχης Πεζικού, Κολοκοτρώνης Γεώργιος».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κολοκοτρώνης ετάφη στο βορειοδυτικό άκρο του συνοικισμού Ογνιάρ Μαχαλά, στην Άνω Τζουμαγιά, την επόμενη μέρα, στις 13 Ιουλίου 1913. Ο τότε Ανθυπολοχαγός, Ιωάννης Αλεξάκης, μας δίνει μία μαρτυρία για τον τρόπο θανάτου του: «Τον Ταγματάρχην μου, Κολοκοτρώνην Γεώργιο, είδον τελευταία φοράν κατά την συνάντησιν των, Αντισυνταγματάρχου Παπαδόπουλου, Ταγματάρχου Βελισσαρίου Ιωάννη και Ταγματάρχου Κολοκοτρώνη Γεωργίου. Επακολούθησεν δεινός αγών του λόχου μου…Ο Ταγματάρχης τότε, παραλαβών την καταφθάνουσαν ετέραν 2αν Διλοχίαν, έσπευσεν εις ενίσχυσίν μου…Αλλ’ ατυχώς, όταν έφθασεν επί της νοτιωτέρας και χαμηλοτέρας κορυφής, και ανατολικώτερον αυτής εδέχθη το πλήγμα εχθρικής οβίδας και ή επέσεν άπνους, ή διακομιζόμενος προς τον Σταθμόν Επιθέσεως του Ονιάρ Μαχαλά, εξέπνευσεν καθ’ οδόν όπου και ετάφη». Λέγεται ότι το σημείο ταφής του είχε σχεδιαστεί και είχε παραδοθεί από αξιωματικό αργότερα στον Βλαδίμηρο Κολοκοτρώνη. Συγκλονιστικές μαρτυρίες και αφηγήσεις των επιζησάντων στρατιωτών για το τι συνέβη στο ύψωμα 1378. Οι ταγματάρχες, Κολοκοτρώνης και Βελισσαρίου, πολεμώντας πλάι πλάι με τα τάγματά τους, έχασαν και οι δύο τη ζωή τους στο ίδιο σημείο, με διαφορά μιας ημέρας. 12 Ιουλίου ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης, 13 Ιουλίου ο Ιωάννης Βελισσαρίου. 859 αξιωματικοί και οπλίτες έχασαν τη ζωή τους σ΄αυτές τις φονικότατες μάχες. Είναι ενδεικτικό ότι δεν είχε παραμείνει υψηλόβαθμος αξιωματικός πλέον σε όλο το Σύνταγμα, παρά μόνον ο διοικητής του Παπαδόπουλος, ένας Λοχαγός, ένας Υπολοχαγός και τρεις Ανθυπολοχαγοί. Ο Λοχαγός Μανωλίδης, που διαδέχθηκε στη διοίκηση του 9ου Τάγματος τον Βελισσαρίου, έχασε και αυτός τη ζωή του.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Διοικητή Παπαδόπουλου προς το Γενικό Αρχηγείο : «Κατέχομεν τα αριστερά της χαράδρας υψώματα. Κατελάβαμεν, επίσης, δεσπόζον σημείον εις έξοδον χαράδρας. Απεγυμνώθημεν τελείως βαθμοφόρων. Παρούσα δύναμις 9ου Τάγματος, εις Υπολοχαγός και 75 οπλίται. Προ Βουλγαρικών χαρακωμάτων, 14-7-13,ώρα 8.30 μ.μ. – ΠΑΠΑ-ΔΟΠΟΥΛΟΣ».
Αυτές οι μάχες χαρακτηρίστηκαν από το πείσμα, την αποφασιστικότητα, αλλά και τη γενναιότητα και των δύο πλευρών. Ο ηρωικός ελληνικός στρατός πολεμούσε απέναντι σε επίλεκτα σώματα του Βουλγαρικού στρατού, ανάμεσά τους και το Σύνταγμα της προσωπικής φρουράς του Βούλγαρου Τσάρου, Φερδινάνδου.
Βέβαια, οι αριθμοί των αντιμαχομένων πλευρών ήταν άκρως δυσανάλογοι. 1000 περίπου Έλληνες εναντίον 8000 περίπου Βουλγάρων. Οι αριθμοί των νεκρών δείχνουν και το μέγεθος της νίκης. Μιας «Πύρρειας νίκης». Οι Βούλγαροι είχαν απέναντί τους έναν πολύ έμπειρο στρατό, αλλά και ικανότατους αξιωματικούς, που αψηφούσαν τον θάνατο. Απογόνους ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης, όπως τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη, εγγονό του Γέρου του Μοριά, ο οποίος πολεμούσε πάντα ως απλός στρατιώτης και πάντα μπροστά από τους άντρες του, όπως άρμοζε σε Κολοκοτρώνη, όπως ο ίδιος έλεγε. Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου, ο πολυνίκης ήρωας, ο πορθητής του Μπιζανίου και των Ιωαννίνων, που χάρη στη δική του παράτολμη ενέργεια παραδόθηκε ο Τουρκικός Στρατός και στη συνέχεια ο Εσάτ Πασάς. Χαρακτηριστική είναι η φράση του διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού, όταν έμαθε τι είχε κάνει ο Βελισσαρίου : «Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Προτιμώ να σε φιλήσω!». Ενδεικτικές κινήσεις του χαρακτήρα του και οι ενέργειές του στο ύψωμα 1378 στο Γκράντεβο, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο. «Όποιος θέλει τη νίκη ή αλλιώς τον θάνατο, ας με ακολουθήσει!», ως άλλος Αλέξανδρος παρακινούσε τους άνδρες του και τους «παρέσερνε» στα Ηλύσια πεδία, όπου πηγαίνουν οι ήρωες. « Εμπρός δια της λόγχης!», φώναζε. Ήταν μάλλον το μόνο σύνθημα που ήξερε. Οι οβίδες έσκαγαν βροχή γύρω του. Ατάραχος και ακάλυπτος συνέχιζε να παροτρύνει τους Εύζωνές του. Μία σφαίρα τον βρήκε στο δεξί μέρος του στήθους. Συνέχισε να προχωρά! Μια δεύτερη σφαίρα τον ξαναβρίσκει στο στήθος. Ο ένδοξος Ταγματάρχης πέφτει. Οι στρατιώτες του, πολεμούν λυσσαλέα, για να τον τραβήξουν πίσω. Σκηνές από την Ιλιάδα διαδραματίζονται στο ύψωμα. Ο «Πατέρας» χτυπήθηκε». Οι Εύζωνες παγώνουν. Πολλοί κλαίνε, αντιλαμβανόμενοι την σοβαρότητα της κατάστασής του. Αν και τραυματίας, εξακολουθεί να εμψυχώνει τους άντρες του : «Μην ξεχνάτε το σύνθημά μας! Στη Σόφια!»…
Μεταφέρεται στο Ορεινό χειρουργείο Α11 που ήταν κοντά στο Γράντεβο. Τα τραύματά του στον θώρακα είναι πολύ βαριά, σύμφωνα με τον γιατρό που τον εξετάζει. Μετά από τρεις περίπου ώρες, ο «Ήρωας των Ηρώων», ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου αφήνει την τελευταία του πνοή και τα τελευταία του λόγια : «Και όπως είπαμε, παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλη! Χαρίκλεια…Χαρίκλεια». Θάφτηκε έξω από το χωριό Γράντεβο, δίπλα στον Γεώργιο Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε χάσει και αυτός ηρωικά τη ζωή του, μία ημέρα νωρίτερα. Μαθαίνοντας τα δυσάρεστα νέα του θανάτου του, ο Κωνσταντίνος φαίνεται να λέει : «Επόμενο ήταν. Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριό του τηλεγράφημα προς τη σύζυγο του Βελισσαρίου, Χαρίκλεια, γράφει: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».
Η μάχη της Κρέσνας, Σιμιτλή, Άνω Τζουμαγιάς, αλλά και στο ύψωμα 1378 ήταν οι φονικότερες των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Ο Ελληνικός Στρατός με πείσμα και αποφασιστικότητα καταδίωξε τον εχθρό σε όλα τα μέτωπα, εντός και εκτός του ελληνικού εδάφους , πληρώνοντας υψηλό φόρο αίματος και ανθρωπίνων ζωών. Στις 12 με 13 Ιουλίου, ο Ελληνικός Στρατός, αφού περνάει τον Νέστο ποταμό, εισέρχεται και απελευθερώνει την Ξάνθη, έπειτα από 550 και πλέον έτη. Αυτές τις δύο μέρες χάνουν τη ζωή τους οι δυο μας Ήρωες Αξιωματικοί. Δυστυχώς, αν και ο ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Θράκη, ήρθε η συνθήκη του Βουκουρεστίου λίγες μέρες αργότερα, που την ξανάδινε στους Βουλγάρους.
– Σωματάρχα του 4ου Σώματος Στρατού, κ. Α. Χουδελούδη,
– Αρχηγέ του Γενικού Επιτελείου Στρατού ( ΓΕΣ ), κ. Χ. Λαλούση,
Οι εορταστικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση περιλαμβάνουν και αυτήν την περίοδο της Παλιγενεσίας του Έθνους μας και την αποκατάστασή του στα σημερινά του σύνορα. Μια εποποιία ανάλογη της εποποιίας του 1940. Ως πότε τα οστά των δύο Ηρώων μας θα παραμένουν σε ξένο έδαφος; Πόσο ακόμη θα περιμένει η μητέρα Πατρίδα να ενταφιάσει σε πατρώο έδαφος τα δύο άξια τέκνα της; Αν και στο παρελθόν έγιναν κάποιες κινήσεις ανάμεσα στα δύο κράτη γι’ αυτό το θέμα, παραμένει ακόμη στη λήθη. Ευελπιστώ στην άμεση αντίδρασή σας και επικαλούμαι την ευαισθησία σας.
Αγαπητοί Συμπολίτες Ξανθιώτες, αγαπητοί συμπατριώτες των Ιωαννίνων, της Κρήτης, της Τρίπολης, αλλά και όλοι οι Έλληνες! Η υπόθεση του εντοπισμού και της μεταφοράς των οστών των Ταγματαρχών μας, Γεωργίου Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Βελισσαρίου, μας αφορούν όλους άμεσα. Μπροστά σ’ αυτήν την «ύβριν» που διαπράττεται από άγνοια, αμεριμνησία ή ολιγωρία όλα αυτά τα χρόνια, οι υπόλοιπες εορταστικές εκδηλώσεις έχουν δευτερεύοντα ρόλο και νόημα. Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας, για να επιτύχουμε τον πολυπόθητο επαναπατρισμό των Ηρώων μας! Αρκετά έμειναν μόνοι, χωρίς τρισάγιο, μακριά από τη λατρεμένη τους Πατρίδα, που για την αγάπη της θυσιάστηκαν.
Κλείνω αυτή μου την εργασία, με τους στίχους του ποιητή Ανδρέα Κάλβου: « Ας μη μου δώσει η μοίρα μου / εις ξένη γη τον τάφο / είναι γλυκύς ο θάνατος/ μόνο όταν κοιμόμεθα / εις την Πατρίδα».
Χαιρετίζω τους Ήρωες των Ηρώων! Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει! Αιωνία σας η μνήμη!
Κώστας Μαυρομάτης
Συλλέκτης – Ερευνητής
Το σπαθί του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Ένα μοναδικό οικογενειακό κειμήλιο, το σπαθί του «Γέρου του Μοριά», Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πέρασε στα χέρια του εγγονού του, Ταγματάρχη ( ΠΖ ) Γεωργίου Κολοκοτρώνη, ως κληροδότημα, από τον ίδιο, στον εξώγαμο γιο του, Παναγιωτάκη Κολοκοτρώνη, πατέρα του Γεωργίου. Στη διαθήκη που συνέταξε ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τον Μάιο του 1841, αναγνωρίζει με τον πιο επίσημο τρόπο τον εξώγαμο γιο του και για να τον ενισχύσει έναντι των άλλων παιδιών του, του κληροδοτεί μία εικόνα που του είχε χαρίσει ο στρατηγός Ρεβελιώτης και το σπαθί του.
Το σπαθί αυτό έχει μια ιδιαίτερη ιστορία, καθώς ήταν του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη στο Καματερό, το 1821, ο Αγγελής Έγγελης, με τον αρχηγό του, Δήμο Ρουμπέση, επιτέθηκαν στον επικεφαλής του Οθωμανικού Στρατού, Ομέρ Βρυώνη, και κατόρθωσαν να τον ρίξουν από το άλογό του. Ήταν τέτοια η τρομάρα του, που του έπεσε και το σπαθί από τα χέρια, με αποτέλεσμα να περιέλθει σ’ έναν από τους επιτιθεμένους, Δήμο Ρουμπέση, ο οποίος, μετά από λίγο τραυματίστηκε θανάσιμα. Λίγο πριν πεθάνει, εμπιστεύτηκε το σπαθί του Ομέρ Βρυώνη, στον υπαρχηγό του, Αγγελή Έγγελη, ο οποίος επίσης έπεσε ηρωικώς στην 3η Πύλη της Ακροπόλεως, την 15η Δεκεμβρίου του 1821. Η οικογένεια Έγγελη δώρισε, τελικά, το σπαθί, τον Σεπτέμβριο του 1822 στον στρατηγό της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος, Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, το χαρίζει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αυτό το σπαθί κληροδοτεί ο ίδιος στον γιο του, Παναγιωτάκη Κολοκοτρώνη, το οποίο πέρασε στον γιο του, Γεώργιο Κολοκοτρώνη, ο οποίος, σύμφωνα με τη διαθήκη του, την οποία συνέταξε τον Σεπτέμβριο του 1912, λίγο πριν αναχωρήσει για το μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων, το δωρίζει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος ( Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο ), με το σκεπτικό ότι ίσως να μη γύριζε πίσω ποτέ.
Κώστας Μαυρομάτης
Συλλέκτης – Ερευνητής