Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Αναμνήσεις από τις παλιές οδούς Κομοτηνής και Θερμοπυλών

Αναμνήσεις από τις παλιές οδούς Κομοτηνής και Θερμοπυλών

0

Το Λεμπλεμπί Παζάρ, ο γιατρός Μαβιάδης, ο Βαφειάδης με τα μαντζούνια και ο μικροπωλητής με τις πέντε γυναίκες

Μια περιοχή της αγοράς τη δεκαετία 1950-1960

Ακολουθώντας την Οδό Παναγή Τσαλδάρη που τότε λεγόταν Κομοτηνής, μιλάμε για τη δεκαετία του 1950, φτάνουμε σε ένα κάθετο δρόμο την Οδό Θερμοπυλών. Ο δρόμος προς τα δεξιά έφτανε μέχρι την Τράπεζα Πειραιώς και την Κλινική Γιαννόπουλου, που τότε δεν είχε ιδρυθεί ακόμα. Όταν την ακολουθούσες αριστερά έφτανε μέχρι ένα  στενό δρομάκι  που ανηφορίζει προς τα σκαλάκια και την Εθνική Τράπεζα.

Το σοκάκι προς τα αριστερά από τη μια και από την άλλη είχε πολλές ισόγειες παράγκες, όπου πουλούσαν ρούχα, παπούτσια, συνήθως μεταχειρισμένα και άλλα διάφορα. Αριστερά στη γωνία κατεβαίνοντας την Οδό Κομοτηνής το μόνο διώροφο κτίσμα ήταν το ιατρείο του γιατρού Κυρίου Μαβιάδη. Ο Μαβιάδης ήταν ένας γιατρός ευπαρουσίαστος, καλοκάγαθος και αγαπητός απ’ όλο τον πληθυσμό της Ξάνθης. Δεν πιστεύω, ότι υπήρχε άλλος να έχει τόσα βαφτιστήρια, όσα ο γιατρός αυτός. Αν και συζητούσε πολιτικά, τα πολλά βαφτιστήρια δεν ήταν από την πρόθεσή του, μέσω της κουμπαριάς, να αποκτήσει πολιτική πελατεία. Ο κόσμος εκτιμώντας τον ήθελε να τον κάνει κουμπάρο και ο Μαβιάδης μη μπορώντας να το αποφύγει, συνήθως δεχόταν την κουμπαριά. Έτσι, το κουμπάρος προηγούνταν σε σχέση με το γιατρέ, όταν οι απλοί άνθρωποι απευθύνονταν στον Μαβιάδη.

Τότε, οι γιατροί ήταν πολλοί λίγοι. Οι αρρώστιες στην παιδική ηλικία θέριζαν και ο Μαβιάδης πάντα εύρισκε χρόνο να επισκεφτεί τους πελάτες που είχαν την ανάγκη του. Αλλά, η αδυναμία του ήταν τα άρρωστα παιδάκια. Δεν υπήρχε περίπτωση, ανεξάρτητα τι ώρα, νύχτα ή μέρα του ζητούσες, να μην έρθει για να επισκεφτεί έναν ασθενή και να μη βρει χρόνο. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους ανθρώπους της Ξάνθης που κυκλοφόρησε ΙΧ αυτοκίνητο. Όλοι πίστεψαν ότι ο Μαβιάδης θα κέρδιζε χρόνο χρησιμοποιώντας την καινούρια τεχνολογία. Αυτό πραγματικά συνέβαινε, όταν επρόκειτο για τις απομακρυσμένες γωνιές της πόλης ή και τα κοντινά χωριά. Στους κεντρικούς όμως δρόμους της Ξάνθης, που ήταν γεμάτοι από κόσμο που δεν είχε καμία κυκλοφοριακή εκπαίδευση, δεν μπορούσε να συμβεί. Οι οδηγοί των φορτηγών κάρων και αυτοί  που οδηγούσαν τις καρότσες τα παϊτόνια, πιο πολύ φώναζαν στον κόσμο  να κάνει στην άκρη και να αραιώσουν να περάσουν. Τα παϊτόνια χτυπούσαν το χαρακτηριστικό εκείνο κουδούνι και αργότερα κάποιες κόρνες για να φύγει ο κόσμος στην άκρη και να περάσουν.

 

Συνήθως, αγανακτισμένοι οι καροτσέρηδες έριχναν και καμιά καμτσικιά στους πεζούς που τους αγνοούσαν και πολλοί παραπονιόντουσαν, ότι κάποιος αραμπατζής τους χτύπησε. Ο Μαβιάδης όμως δεν είχε αυτή την ευχέρεια και αν είχε δεν θα την χρησιμοποιούσε λόγω χαρακτήρος.  Παραπονιόνταν όμως, όπως και όλοι για το χάλι της κυκλοφορίας. Έτσι και αλλιώς, είχε αποκτήσει τη φήμη ότι πήγαινε τόσο σιγά με το αυτοκίνητο που καλύτερα να μη το χρησιμοποιούσε.

Κάποτε, μάλιστα, στο δικαστήριο της πόλης, όπου ένας χωροφύλακας οδήγησε έναν νεαρό οδηγό μοτοποδηλάτου, γιατί είχε πάρει μπροστά μία γριά στην Οδό Καβάλας και ο δικαστής ρώτησε τον νεαρό δικυκλιστή γιατί έτρεχε, ο νεαρός απάντησε στον δικαστή, « Μα τον Θεό, κύριε δικαστά, πήγαινα πιο σιγά και από τον Μαβιάδη». Από τότε και μετά, καθιερώθηκε ότι, πιο σιγά και από τον Μαβιάδη δεν μπορούσε να πάει κανένας.

Πριν να φτάσουμε στη διασταύρωση με τη Θερμοπυλών, αριστερά, μετά τη Στοά του Νούση που γνωρίζουμε σήμερα, υπήρχαν πολλά ισόγεια καταστήματα μικρής χωρητικότητας όλα, που φιλοξενούνταν τα μπαχαρικά. Ήταν τέσσερα- πέντε μικρά μαγαζάκια που είχαν του πουλιού το γάλα. Όσον αφορά τα μπαχαρικά, τα αρωματικά και διάφορα άλλα αρωματικά, πιπέρια, μπαχάρια, μαχλέπι, κακουλέ  και περίεργες άλλες ουσίες , σουλιμά, υδράργυρο και πολλά άλλα που οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν για την κοσμετολογία και τα φτιασίδια.

Εγώ ήμουν πελάτης ενός καταστήματος, όταν λέω πελάτης εννοώ σαν πιτσιρικάς όταν με έστελναν να ψωνίσω κάτι, προτιμούσα το μαγαζί αυτό.  Θυμάμαι στην ταμπέλα του έγραφε «Βαφειάδης». Ο μπάρμπας που το είχε, όταν κάποτε είδα ότι είχε ένα πελώριο βάζο με μαστίχα Χίου και αφού ψώνισα την παραγγελία της μάνας μου, ζήτησα να μου δώσει λίγη μαστίχα από το βάζο. Αυτός με μια πολύ μικρή σέσουλα πήρε και μου έδωσε σχεδόν μια χούφτα μαστίχα. Όταν   ζήτησα να πληρώσω, δεν μου πήρε λεφτά. Αλλά, από τότε δήλωσα φανατικός πελάτης του καταστήματος και δεν έχω ξεχάσει ακόμα τη φίρμα του.

Ο Βαφειάδης παράλληλα ήταν ειδικός στην κατασκευή «μαντζουνιών», έτσι έλεγαν κάτι μείγματα  που έφτιαχνε και μερικές φορές έμοιαζαν με λουκούμι. Ενώ, άλλες φορές τα τοποθετούσε σε μικρά μπουκαλάκια και ανάλογα γιατί το ήθελες, το κατάστημα σου έφτιαχνε το ανάλογο.

Από την απέναντι πλευρά της Οδού Κομοτηνής  ήταν κάτι πιο μεγάλα καταστήματα . Στη γωνία της πλατείας με την Οδό Κομοτηνής  ήταν τότε ένα διώροφο κτίσμα που στον πρώτο όροφο στέγαζε το Ξενοδοχείο «ΑΘΗΝΑΙ» του Ιωάννη Κραχτόπουλου. Στο ισόγειο ήταν το υφασματοπωλείο του Ευτυχιάδη. Ένα πλούσιο υφασματοπωλείο με δύο-τρεις υπαλλήλους και εκατοντάδες τόπια υφασμάτων που προορίζονταν για γυναικεία ρούχα. Δίπλα ακριβώς ήταν ένα μεγάλο υαλοπωλείο. Δεν θυμάμαι από τότε, αν το είχε ο Χαλάτσης, αλλά αργότερα τον θυμάμαι εκεί. Παράπλευρα είχε ένα μεγάλο κατάστημα κυρίως με στρώματα, παπλώματα και συναφή είδη. Πρέπει να το είχε ο Πετρίδης. Κάποιος Πετρίδης που ήταν πατέρας κάποιου συμμαθητή μου. Δίπλα ακριβώς ήταν το κοσμηματοπωλείο  και ωρολογοποιείο του Ζελέσκου. Πιο πέρα κάνα δυο μαγαζάκια, που πουλούσαν έτοιμα γυναικεία και ανδρικά υποδήματα, φθάνοντας στη Θερμοπυλών, μπαίνοντας αριστερά στο σοκάκι, άρχιζε κυρίως το πραγματικό Λεμπλεμπί Παζάρι. Παρότι είχε και αρκετά άλλα καταστήματα η Οδός ήταν το βασίλειο των στραγαλοποιείων . Άλλωστε, Λεμπλεμπί θα πει στραγάλια   στα τούρκικα και Παζάρ θα πει αγορά. Μόλις, έμπαινες σε κυρίευε μια όμορφη μυρωδιά από την παρασκευή των στραγαλιών και των άλλων ξηρών καρπών που έφτιαχναν τα στραγαλατζίδικα, που σχεδόν όλα ήταν σ’ αυτό το δρόμο.

Ήταν επίσης κάποια ζαχαροπλαστεία που έφτιαχναν τα περίφημα καμπά σεκέρ, κουρού σεκέρ και τα επιζαχαρωμένα  στραγάλια, τις «λεμπλεμπούδες»  και κυρίως στα Μπαϊράμια ο δρόμος αυτός ήταν υποχρεωτικός για κάθε μουσουλμάνο. Ήταν και κάνα δυο ζαχαροπλαστεία που παρασκεύαζαν καμπά χαλβά, καρά χαλβά και κανταΐφι για τα σπίτια. Θυμάμαι και ένα μαγαζί που έφτιαχνε κιλίμια, από γίδινη τρίχα και τα οποία ήταν αθάνατα χαλιά που την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν οι μουσαμάδες και τα πλαστικά, έβγαζαν τη λάτρα κάθε σπιτιού. Όταν έτυχε να πάω στη Μέση Ανατολή, είδα ότι αποτελούσαν το στρώσιμο στο έδαφος κάθε σκηνής και κάθε σπιτιού. Επίσης, σε όλα τα ελαιοτριβεία του κόσμου οι σάκοι που έβαζαν την ελαιομάζα, πριν από την σύνθλιψή της για να βγει το λάδι, ήταν κατασκευασμένα από τη γίδινη τρίχα, όπως τα χαλιά στο Λεμπλεμπί Παζάρ (ψυχρή σύνθλιψη λέγεται η μέθοδος).

Στο τέρμα της Οδού Θερμοπυλών απέναντι από την παλιά κλινική και πίσω απ’ το περίπτερο υπήρχε ένα μαγαζί που από την εποχή εκείνη πωλούσε μεταχειρισμένα ρούχα ανδρικά και γυναικεία.  Και επειδή από την εποχή εκείνη πολλά ρούχα από τη βοήθεια της Ούνδρας είχαν καταλήξει και πουλιόντουσαν  και από εκεί, πολλοί και πολλές, κυρίως, έψαχναν για αμερικάνικα και γαλλικά, πιο μοντέρνα ρούχα, μια και τότε δεν είχε «εφευρεθεί» το Μιλάνο και το Λονδίνο και εξοικονομούσαν καλοφτιαγμένα και μοδάτα ρούχα. Το μαγαζί αυτό το είχε ο Μακάρατζη.

Σήμερα, η Θερμοπυλών έχει κατακλυσθεί, κυρίως, από παπουτσάδικα και έχει γίνει σχεδόν μία από τα ίδια από τις άλλες αγορές της Ξάνθης. Ειδικά, τώρα, με την πανδημία είναι να την κλαις και να την λυπάσαι.

Το Λεμπλεμπί Παζάρ διαλύθηκε και αυτό, όπως σχεδόν και όλη η Οδός «Κομοτηνής», σήμερα «Παναγή Τσαλδάρη», με τα χάνια της, τα κεμπαπτζίδικα της και τη λαοθάλασσα της, κυρίως, τα Σάββατα. Χάθηκε και η μασκότ της Οδού, μια ζωντανή ιστορία της Οδού Θερμοπυλών.

Δίπλα στην πόρτα που έμπαινες για να ανεβείς στο ιατρείο του Μαβιάδη, επί χρόνια ένας μικροπωλητής στήριζε μια αρκετά ευρύχωρη ξύλινη βιτρίνα επάνω σε μία πτυσσόμενη βάση και μέσα από τα τζάμια της έβλεπες αρκετά κουλούρια, σιμίτια, τσουρεκάκια και σταφιδόψωμα, απ’  όπου η καθημερινή πελατεία, επειδή και το μέγεθος και η ποιότητα τους ήταν καλή, αγόραζαν την πραμάτεια του μικροπωλητή. Αυτό όμως που έκανε αγαπητό και γνωστό αυτό τον μικροεπαγγελματία δεν ήταν η επαγγελματική του καριέρα. Είχε ένα μυστικό που σιγά- σιγά τον έκανε διάσημο και σημείο αναφοράς για πολύ μεγάλο ποσοστό ανδρών που ήταν υπέρ της πολυγαμίας.

 Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμία σημασία πως τον έλεγαν, αν τον έλεγαν Χασάν- Μεμέτ-Τεφίκ ή Αζίζ, είχε το προνόμιο να έχει πέντε- έξη γυναίκες συγχρόνως, χρησιμοποιώντας σαν μουσουλμάνος τον ιερό νόμο που του το επέτρεπε. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι αυτός δεν ήταν κανένας σουλτάνος, κανένας μπέης ή κανένας πασάς με το χαρέμι, έστω και μικρό στην περίπτωσή του, δεν ήταν προνόμιο της θέσης του, της οικονομίας του ή της καταγωγής του. Προφανώς είχε άλλα χαρίσματα….

Σε ένα παρακείμενο χάνι στην Οδό Κομοτηνής, στο χάνι του Αράπη, η πόρτα του βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το φαρμακείο του Παπαμαρκάκη, δεν ξέρω αν το χάνι λεγόταν του Αράπη, επειδή το κατείχε κάποιος μαύρος, νέγρους μάθαμε να τους λέμε τώρα ή γιατί κάποιες οικογένειες ψηλόλιγνων κατάμαυρων ανθρώπων με μαύρα μάτια και κάτασπρα δόντια, αράπηδες τους λέγαμε τότε, το κατοικούσαν. Στο χάνι αυτό ήταν μαζεμένο και το πολυπληθές νοικοκυριό του Σιμιτζή. Πρέπει τα αρτοσκευάσματα να τα παρήγαγαν οικογενειακώς. Αργότερα, πρέπει η οικογένεια του να μετακόμισε στην περιοχή του Σαμακώβ, μια περιοχή στην ανατολική πλευρά του Κοσύνθου πάνω από τη γέφυρα όπου διαμένουν ακόμα αρκετοί μουσουλμάνοι.

Ο μικροπωλητής αυτός κατέρριψε το μύθο, ότι για να έχεις πολλές γυναίκες πρέπει να είσαι επιφανής ή αρκετά οικονομημένος. Πολλοί τον έφερναν σαν παράδειγμα και σαν επιχείρημα για του λόγου το αληθές, μάλιστα, ένας μουσουλμάνος ανύπαντρος που είχε πάει πέντε φορές στο χατζηλίκι  και πέντε φορές έγινε χατζής, χατζηγκενές, όταν έμαθε ότι ο μικροπωλητής δεν είχε πάει καμιά, δεν ξαναπήγε για έκτη φορά και στη θέση του έστειλε τον μικροπωλητή, γιατί το άξιζε.

Εδώ πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι, όταν οι ιστορίες μου έχουν κοινωνιολογικό περιεχόμενο, προσπαθώ να τις αναπτύξω και να τις «φωτίσω» κάνοντας πράξη την προτροπή του αείμνηστου καθηγητή μου της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο, Ιωάννη Ξηροτύρη, ότι όταν «φωτίζουμε» τα κοινωνιολογικά θέματα, βοηθάμε την κοινωνία να καταλάβει πώς πορεύθηκε.        

 *Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Κώστα Μαυρομάτη)

 Νίκος Τσούργιαννης

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…