Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Το Δίκαιο κατά τα χρόνια πριν και μετά την Επανάσταση

Το Δίκαιο κατά τα χρόνια πριν και μετά την Επανάσταση

0

Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις κατά την περίοδο της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους ήταν οπωσδήποτε η ενοποίηση των πολλών και διαφορετικών κανόνων που ίσχυαν σε διαφορετικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας.

Η κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς είχε ως αποτέλεσμα στο χώρο τουλάχιστον του δημοσίου δικαίου, δηλαδή στο χώρο που δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες, όλα τα γεγονότα, και ιδίως το ποινικό δίκαιο και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, να ρυθμίζονται από μια κατακτήτρια δύναμη στην οποία κυριαρχεί η παράδοση του Ισλάμ.

Ωστόσο, στο ιδιωτικό δίκαιο, επικρατούσε ευρεία ευχέρεια ρύθμισης των σχέσεων των πολιτών σύμφωνα με το ιδιαίτερο δικαιϊκό σύστημα που επικρατούσε σε κάθε κοινωνική ομάδα.

Έτσι, για τους ορθόδοξους χριστιανούς, τον κύριο ρυθμιστικό ρόλο έχει κατά κύριο λόγο το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης στο πλαίσιο πάντοτε των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από την οθωμανική κυριαρχία.

Μάλιστα, από τα μέσα του 18ου αιώνα έχει ήδη παγιωθεί η δικαιοδοσία της Εκκλησίας στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, η οποία και στηρίζεται αφενός στην παράδοση, που ίσχυε, να επεμβαίνει κυρίως στο χώρο του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, αφετέρου στην αποκλειστικότητα που διέθετε να αναγνωρίζεται η θρησκευτική ιερολογία ως ο μόνος δυνατός τύπος τέλεσης του γάμου.

Η παραπάνω πρακτική είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αστικών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών στα αστικά κέντρα και στις επαρχίες, είτε με αμιγώς εκκλησιαστική σύνθεση, είτε και με τη συμμετοχή λαϊκών, προκρίτων ή προεστών. Και μάλιστα, λόγω της έλλειψης ενός συστήματος ποινών που θα μπορούσε να εφαρμοσθεί, η Εκκλησία χρησιμοποιούσε ως αποκλειστικό μέσο τιμωρίας την ποινή του αφορισμού, ποινή που περιείχε την κοινωνική επίπτωση αφενός, αλλά και την μεταφυσική αγωνία αφετέρου.

Ωστόσο η ανωτέρω δικαιοδοσία της Εκκλησίας στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου ήταν «συντρέχουσα», επομένως έτρεχε παράλληλα με την δικαιοδοσία που ούτως ή άλλως κατείχε το σύστημα της οθωμανικής δικαιοσύνης, ιδίως σε περιπτώσεις τέλεσης γάμου μεταξύ αλλόθρησκων. Σε αυτό το σημείο βέβαια η Εκκλησία απέτρεπε τους πιστούς της από την προσφυγή στην οθωμανική δικαιοσύνη.

Η βάση του δικαίου που εφάρμοζε η Εκκλησία ήταν το βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο και ιδίως το «Σύνταγμα κατά στοιχείον» (1355) του ιερομονάχου Ματθαίου Βλάσταρι, ήτοι ένα βυζαντινό εγχειρίδιο αστικού και εκκλησιαστικού δικαίου, καθώς και η «Εξάβιβλος» (1345), του νομικού Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, ήτοι μια νομική πραγματεία που περιείχε ένα μεγάλο εύρος βυζαντινών νομικών κειμένων και πηγών.  

Αν και από τον 16ο αιώνα στην ελλαδική επαρχία εφαρμόζεται σε μεγάλη έκταση και ο «Νομοκανόνας» του Μανουήλ Μαλαξού, τελικά η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου επιβάλλεται ως ο κατ’ εξοχήν νομικός κώδικας που χρησιμοποιούν οι κατά τόπους εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Στις νησιωτικές περιοχές η Εξάβιβλος εφαρμόζεται παράλληλα και συμπληρώνεται και από τα ισχυρά τοπικά νομικά έθιμα. Επίσης η Εξάβιβλος αποτελεί και την επίσημη νομική πηγή της πατριαρχικής δικαιοσύνης και γραμματείας της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα ο συνήθης τρόπος παραπομπής είναι «ο ιερός Αρμενόπουλος», κάτι που παραμένει σε ισχύ μέχρι και το 1823 και από την κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας. Η καθολική αποδοχή της Εξαβίβλου προκύπτει και από το γεγονός πως το 1835 η Εξάβιβλος εγκρίθηκε ως ο επίσημος αστικός κώδικας του νέου ελληνικού κράτος μέχρι και το 1946, δηλαδή μέχρι και την αντικατάστασή του από τον Αστικό Κώδικα που ισχύει μέχρι και σήμερα.

Βέβαια, οτιδήποτε εκδίδεται πρέπει να έχει την προηγούμενη έγκριση των εκπροσώπων της επίσημης εκκλησίας και του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η προσπάθεια έκδοσης των κανόνων δικαίου σε μια πιο προσιτή γλώσσα για τον λαό συναντά την έντονη άρνηση των εκκλησιαστικών αρχών, κάτι που τελικά συμβαίνει μόνο με την έκδοση του «Πηδαλίου» (1800), έργο του ιερομονάχου Αγαπίου και του μοναχού Νικοδήμου, καθώς ο Νικόδημος θα κατορθώσει να πείσει ότι η γλωσσική και ερμηνευτική εκλαΐκευση μπορεί να συμβαδίσει με την συντηρητική ιδεολογία των εκκλησιαστικών αρχών.

Στον εμπορικό τομέα, οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί υιοθετούν και εφαρμόζουν στις συναλλαγές τους τον γαλλικό εμπορικό κώδικα (Code de Commerce) κατά τρόπο καθολικό με αποτέλεσμα η αυτούσια μετάφρασή του το 1820 να έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή του ως του μοναδικού  εμπορικού νόμου.

Σε γενικές γραμμές, η υιοθέτηση του πιο κατάλληλου για την περίσταση νομικού πλαισίου, με την επιλογή των αντίστοιχων κανόνων, υπήρξε μια δυσχερής διαδικασία που έπρεπε να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε γεωγραφικής περιοχής, τα τοπικά ήθη και έθιμα, την εμπορική παράδοση, ιδίως την ναυτική, καθώς και την παράλληλη συνύπαρξη διαφορετικών πηγών δικαίου, προερχόμενων από την βυζαντινή και ρωμαϊκή παράδοση, την ορθόδοξη εκκλησιαστική πρακτική και τους κανόνες του οθωμανικού κράτους.

Νίκος Σεργκενλίδης

Δικηγόρος 

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Νίκος Σεργκενλίδης
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …