Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Ιn  Μemoriam*

Ιn  Μemoriam*

0

Του Δημητρίου Ν. Κασαπίδη
Διδάκτορος Ιστορίας (UJ) & Διδάκτορος Ιστορίας της Τέχνης (ΔΠΘ)

Είναι βαρύ πράγμα να σηκώνεις την απώλεια. Είναι βαρύ πράγμα να διατηρείς τη μνήμη γι’ ανθρώπους που δεν έζησες, δεν γνώρισες, δεν άκουσες.

Δεν τους είδες στα σπίτια τους, στις χαρές τους και στις λύπες τους, στα αρχοντικά τους και τα μαγαζιά τους . Για ανθρώπους που δεν μοιράστηκες μαζί τους τις θρησκευτικές τους γιορτές, ένα γλέντι, το πένθος . Για το γείτονα που κάποτε έμενε στη διπλανή πόρτα και τα παιδιά σας έπαιζαν στην ίδια αυλή. Για το μαγαζάτορα , το γείτονα επίσης, που καλημέριζες κάθε μέρα σαν πήγαινες να βγάλεις τον επιούσιο.

Κάθε φορά καθώς ξημερώνει 4 Μαρτίου αυτό αναλογίζομαι εδώ και 78 χρόνια, σαν σκέφτομαι και σαν θυμάμαι όλους αυτούς Άγνωστους-Γνωστούς μέσα από τα χρόνια.

Τους ανθρώπους αυτούς, που λίγο πριν ξημερώσει , πριν η αυγή χαράξει , με τη ζέστα του ύπνου ακόμα στα κορμιά τους , ξύπνησαν από βάναυσα χτυπήματα στις 3.30-4 το πρωί και ύστερα μέσα σε 10-15 λεπτά άφησαν το βιός, τη ζωή, τα όνειρα και τις ελπίδες και ήρθαν εδώ στην οδό Τσάρισας Ιωάννας 1 (νυν οδός Καραολή με Σαλαμίνος 1) σε μια καπναποθήκη για να περιμένουν το θάνατο, ένα με τη μορφή φυγής.

Μιας φυγής που ήταν το τέλος της αρχής για ένα ταξίδι που τους τό ταζαν  ονειρικό. Μα στα όνειρα δεν χωράει ο αφανισμός και ο θάνατος.  Και ήρθαν οι άνθρωποι εδώ, ηλικιωμένοι, ανήμποροι, άρρωστοι, παιδιά μανάδες , οικογένειες, άλλοι ντυμένοι , άλλοι άντυτοι, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό να περιμένουν .

Περίμεναν δύο- τρεις μέρες και ύστερα με συνοδεία έφιππης χωροφυλακής μέσω της οδού Στρατάρχου Λίστ (νυν Κονδύλη) βρέθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό . Ύστερα ήρθαν τα τραίνα, τα τραίνα που τους έταξαν να τους πάν στη γη της επαγγελίας, σε μια πολιτεία όπου θα συναντούσαν τα αδέλφια τους απ΄ όλη τη γη. Μα το ταξίδι είχε πολλές διαδρομές και στάσεις Ντεμίρ-Χισάρ, Ντούμπνιτσα, Λόμ.

Εκεί έπρεπε να ανεβούν στα πλοία καθώς το τραίνο δεν έφθανε, και να ταξιδέψουν ως τη Βιέννη . Έπρεπε να διασχίσουν θάλασσες και ποτάμια. Ποτάμια εχθρικά και αδυσώπητα που δεν ήξεραν τη γλύκα στον άνθρωπο να προσφέρουν και έτσι κατάπιαν αρκετούς από δαύτους που ήταν άμαθοι στο ταξίδι . Και ύστερα ήλθαν πάλι ξανά τα τραίνα . Ανέβηκαν ακόμα μια φορά με τη καρδιά τσακισμένη από το χάσιμο των γειτόνων, των φίλων, των συγγενών μα με την ελπίδα, μια ελπίδα ζωντανή αλλά πιο μικρή που τρεμόσβηνε. Και ο άνθρωπος δεν μπορεί χωρίς την ελπίδα και όσο πιο ανήμπορος είναι τόσο γαντζώνεται σε αυτήν την ελπίδα.

Τώρα ο δρόμος θα οδηγούσε επιτέλους στο τέρμα, σε έναν νέο σταθμό σε μια πολιτεία που τους την είπαν «Όμπερ- Μαϊντάν». Θα πήγαιναν εκεί , θα τελείωναν τα βάσανά τους, θα έβρισκαν ζεστό νερό να  πλυθούν, θα έτρωγαν, θα έπιναν λίγο νερό , θα άλλαζαν ρούχα, θα ταχτοποιούνταν σε μια νέα ζωή. Έτσι ήλπιζαν. Μα αυτός ο σταθμός είχε και ένα άλλο όνομα κρυφό και άγνωστο ΤΡΕΜΠΛΙΝΚΑ. Έφθασαν εκεί μετά από 2-3 μέρες πεινασμένοι, διψασμένοι , κουρασμένοι, άυπνοι. Κατέβηκαν όπως- όπως από τα τραίνα και τους συγκέντρωσαν σε μια χωμάτινη αλάνα. Κοιτούσαν γύρω τους τρομαγμένοι. Άλλοι έψαχναν τα μπαγκάζια τους, άλλοι σουλουπωνόταν, άλλοι κρατούσαν παιδιά στις αγκαλιές και άλλοι το λίγο βιός τους. Στην αλάνα αυτή είχαν πατήσει χιλιάδες πόδια πριν από αυτούς και θα πατούσαν χιλιάδες μετά από αυτούς. Στο χώμα τα ίχνη χάνονται επιμελώς. Σβήνουν τα ίχνη της ύπαρξης, της άφιξης, του πεπρωμένου. Άφηναν τα πράγματά τους και με βιάση με τα προσωπικά τους μόνο είδη και τιμαλφή πηγαίνουν για μπάνιο. Έτσι τους λένε άλλωστε. Ένα μπάνιο που θα τους οδηγήσει στον αφανισμό και στην ανυπαρξία.

Και ήταν μόνο 538 νοματαίοι οι Εβραίοι της Ξάνθης μας .-

*Με αφορμή την επέτειο της σύλληψης των Ισραηλιτών συμπολιτών μας από τις Βουλγαρικές αρχές κατοχής το Μάρτη του 1943.

 

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Δημήτριος Ν. Κασαπίδης
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …