Ψάχνοντας πρόχειρα, βρήκα ότι ο Κώστας Βάρναλης σε δύο κείμενά του αναφέρεται στον Καραγκιόζη και στο θέατρο σκιών. Υποθέτω ότι στα χιλιάδες χρονογραφήματά του, που τα περισσότερα άλλωστε είναι ακόμη αδημοσίευτα, και κάπου αλλού θα μιλά για το θέατρο σκιών στην Αθήνα. Οι αναφορές του προέρχονται από τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» και από τον δεύτερο τόμο του έργου «Αισθητικά – Κριτικά».
Ο Κώστας Βάρναλης στο διάστημα 17 Φεβρουαρίου ως τις 11 Αυγούστου 1935 δημοσίευσε μια σειρά κειμένων στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» με τη μορφή επιφυλλίδων. Στα κείμενά του αυτά παρουσιάζονται αυτοβιογραφικά στοιχεία που συνδέονται με την πολιτική και λογοτεχνική ιστορία της χώρας. Τα κείμενα τούτα συγκεντρώθηκαν και με την επιμέλεια του Κ.Γ. Παπαγεωργίου εκδόθηκαν το 1980 («Κέδρος») με τον τίτλο Φιλολογικά Απομνημονεύματα.
Σε δύο σημεία του βιβλίου συναντούμε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Καραγκιόζη.
Το πρώτο σχετικό κεφάλαιο τιτλοφορείται: «Η Φιλολογική Μποέμ της Δεξαμενής» (σελ. 75 – 83).
Ως γνωστόν, ο Κ. Βάρναλης έρχεται στην Αθήνα με υποτροφία της πατρίδας του πατέρα του Βάρνας (απ’ όπου και το επώνυμό του), ώστε το 1903 είναι φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον οι πρώτες εντυπώσεις του από την πηχτή σκόνη και καβαλίνα – «Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, τι απογοήτεψη!».
Το 1906 ανέβηκε στη Δεξαμενή, «Είναι μια κρίσιμη στιγμή της πνευματικής μου ζωής» γράφει. Γνωρίζει ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, Παπαδιαμάντη, Κονδυλάκη, Βλαχογιάννη και άλλους, νέους ποιητές, την μποέμ της εποχής, «μαλλιαρούς»…
Ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα που διαδραματίζονταν στα δύο καφενεία, μετά στο ένα καφενείο του κυρ Σωτήρη του Αργυρόπουλου, ήταν και ο Καραγκιόζης.
«Κάθε καλοκαίρι μας έκανε το βίο αβίωτο. Σήκωνε ξύλινο τείχος ανάμεσα σε μας και στη θάλασσα και έστηνε το υπαίθριο θέατρό του, όπου έπαιζε κάθε βράδυ ή ο Κονιτσιώτης με τις κούκλες του ή ο Μόλλας με τον Καραγκιόζη του. Κι η απαίσια μουσική, που ‘επαιάνιζε’ αδιάκοπα, μας ξέσκιζε τ’ αφτιά και την ψυχή με τα παράφωνα στριγγλίσματα των μπρούντζων της. Και τότες άρχιζε κι η βασιλεία του πασατέμπου.
– Πασατέμπος εδώ! Τσίκι-τσάκας εδώ! Όλο το καλοκαίρι».
Το επόμενο κεφάλαιο που αναφέρεται στον Καραγκιόζη είναι «Ο Ψυχάρης» (σελ. 219 – 232). Να σημειώσουμε ότι ο Βάρναλης ασχολήθηκε με το έργο του Γιάννη Ψυχάρη σε άλλα κείμενά του. Στα «Αισθητικά – Κριτικά», τ. Β΄ (σελ. 140 – 153) γράφει πολλά και ενδιαφέροντα, λέγει μάλιστα ότι είναι «Σοφός ελληνιστής, βυζαντινολόγος, γλωσσολόγος, λογοτέχνης και μαχητής». Θα μας δοθεί άλλη ευκαιρία να παρουσιάσουμε τις απόψεις του Βάρναλη. Τώρα θα περιοριστούμε σε κάποια στοιχεία από τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα και τον Καραγκιόζη.
O Βάρναλης το 1919 παίρνει υποτροφία για το Παρίσι, όπου μετεκπαιδεύεται στη νεοελληνική φιλολογία και αισθητική. Εκεί γνωρίζεται με τον Ψυχάρη. Με την πτώση του Βενιζέλου τον επόμενο χρόνο ανακαλείται και επιστρέφει στον Πειραιά. Στο Παρίσι με υποτροφία βρίσκεται και το 1923 – 24.
Ο Ψυχάρης ήταν λίγο περίεργος άνθρωπος. Η γαλλική γερουσία του είχε παραχωρήσει χώρο στο μέγαρό της, όπου είχε εγκαταστήσει τη βιβλιοθήκη του και εργαζόταν. Τον πρωτογνώρισε εκεί, και αργότερα, σε λίγο καιρό, θέλησε ο Βάρναλης με δύο άλλους να παρακολουθήσουν μάθημά του στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών, όπου δίδασκε νέα ελληνικά. Του είπαμε ότι θέλουμε να παρακολουθήσουμε το μάθημά του, και απαντά:
« – Τι το πήρατε το μάθημά μου, για καραγκιόζη; Όποιος έρχεται στο μάθημά μου, έρχεται να μάθει κι όχι να διασκεδάσει και να παίξει».
Δεν μπορώ να ξέρω – αλλά πιστεύω ότι ο διάλογος είναι ακριβής. Τον ανέφερα για τη χρήση του όρου «καραγκιόζης» με την αρνητική του σημασία, που το ακούω πολλές φορές και το θεωρώ ρατσιστικό.
Στον δεύτερο τόμο του έργου «Αισθητικά – Κριτικά», εκδ. Κέδρος, 1958, εντύπωση κάνει ένα κείμενο με τίτλο «Κωμωδία για κούκλες», σε. 298 – 300. Αναφέρεται στη μονόπραχτη κωμωδία του Β. Ρώτα «Το πιάνο» «μια κωμωδία α-λά-Καραγκιόζη» όπως τη χαρακτηρίζει ο Βάρναλης.
Ας πάρουμε το κείμενο κατά σειρά, είναι ενδιαφέρον.
«Όταν – είναι πολλά χρόνια – είπα μια μέρα στο Μόλλα που καθότανε κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής – τα ίδια πεύκα, που σκιάσανε μιαν ολάκερη γενιά μεγάλων ποιητών και συγγραφέων – :
– Ο Φώτος Πολίτης έγραψε ένα «Καραγκιόζη». Τον διάβασες;
Ο Μόλλας χωρίς να κινηθεί μου απάντησε αδιάφορα:
– Ο Καραγκιόζης δε γράφεται, λέγεται».
Ο Βάρναλης θυμάται και ξαναθυμάται τη φράση αυτή στο διάβα του χρόνου, και τώρα διατυπώνει τη θέση του / την εξήγησή του καλύτερα:
«Το ξαναλέω: ο Μόλλας περιόριζε το ‘δόγμα’ του στο λαϊκό δράμα των σκιών, που βγαίνει από την παράδοση, ζωγραφίζει τύπους ζωντανούς με χοντρές γραμμές – με την ταβανόβουρτσα, είπε κάποιος μεγάλος ανακαινιστής του λαϊκού θεάτρου – ο Ρομαίν Ρολλάν – κι αποτείνεται σ’ ανθρώπους απλούς».
Και παρατηρεί στη συνέχεια ο Βάρναλης ότι όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί ξεκινούν από την παράδοση της χώρας τους. «Φυσικά ένας μεγάλος ‘εθνικός’ τεχνίτης δεν είναι μονάχα κείνος, που αποκορυφώνει μια παράδοση στο μεγαλύτερο δυνατό ύψος. Είναι και κείνος που πραγματώνει τα μελλούμενα της φυλής του: που μπορεί μέσα στην τυπική ζωή του τώρα να ξεχωρίσει τις δυνάμεις, που θα γεννήσουν το αύριο και τις πραγματώνει με το έργο του σαν ιδανικά».
Στη συνέχεια του κειμένου του παρατηρεί ο Βάρναλης ότι αυτές οι σκέψεις είχαν ως αφορμή η μονόπραχτη κωμωδία «Το πιάνο» του Β. Ρώτα, που τη χαρακτηρίζει μικρό αριστούργημα.
Το έργο από το θίασο του Καραγκιόζη έχει μόνο τον Μπαρμπαγιώργο. Δεν έχει ήρωες του θεάτρου σκιών, αλλά «Υπάρχει άφθονο το πνεύμα του λαϊκού αυτού θεάτρου. Πλούσιο χρώμα, ζωντάνια της γλώσσας και των τύπων, μπόλικο λαϊκό (= αττικό) αλάτι». Ένα νέο στοιχείο στο έργο αυτό είναι ο Χορός που προλογίζει και παρουσιάζει τα πρόσωπα.
Η υπόθεση: δύο πεινασμένοι αλήτες ο Γαρδέλης και ο Σπουργίτης πουλάνε μια παλιά φυσαρμόνικα στον Μπαρμπαγιώργο που ήθελε να αγοράσει πιάνο. Του παίρνουνε το γάιδαρο με τα πράγματα, μαλώνουν στη μοιρασιά, γυρνά ο Μπαρμπαγιώργος και τους σπάζει στο ξύλο.
Το δέσιμο της υπόθεσης και η ζωντάνια του λόγου συγκινούν τον Βάρναλη, που θυμάται τον Μόλλα.
«Η κωμωδία αυτή δε γράφηκε, λέγεται∙ δε λέγεται, γίνεται. Και να που ύστερ’ από πολλά χρόνια η κουβέντα του Μόλλα επαληθεύεται κι ο δάσκαλος βρήκε το μάστορή του».
Θα κλείσουμε με λίγους στίχους του Χορού που παρουσιάζει τα τρία πρόσωπα του έργου:
«Ο πρώτος ρεμπετόμαγκας κι ο δεύτερος τεμπέλης
που θέλουν οι ακαμάτηδες στην τόση δυστυχία
με πονηριές και ψέματα να βρούνε σωτηρία.
Και τρίτος είναι ο Γιώργαρος, ο βλάχος, ο τσοπάνης,
που κάνει μαύρο εμπόριο με πράματα της στάνης».
Λίγες οι πηγές που μπορέσαμε να βρούμε για τον κόσμο του Καραγκιόζη στα έργα του βορειοθρακιώτη δημιουργού Κώστα Βάρναλη. Νομίζω όμως ότι είναι ποικίλες σε πληροφορίες και πλευρές του θεάτρου σκιών.
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής