Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα Τα Θεοφάνια στην Ξάνθη το 1925

Τα Θεοφάνια στην Ξάνθη το 1925

0

Μια φωτογραφία πολλές ιστορίες- του Σταύρου Τσακίρη

Ένας ζωντανός σχολιασμός ιστορικών ή «ιδιωτικής» σημασίας εικόνων που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη

 Όσο συναρπαστική κι αν είναι μια φωτογραφία, όσες ιστορίες κι αν σε ωθεί να συνθέσεις, ο λόγος είναι πάντα αυτός που αναπαριστά με ακρίβεια, στερεώνει, δίνει μια προοπτική, που ακόμη κι αν υπήρξε διαφορετική σε σχέση με ό,τι ακολούθησε έχει καταχωριστεί ως μια προίκα στο συλλογικό ασυνείδητο. Ποιος θα το φανταζόταν αλήθεια, αν δεν διάβαζε το τόσο ακριβολόγο λυρικό κείμενο του σκηνοθέτη Σταύρου Τσακίρη, ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ένα γεφύρι να συγκεντρώσει πάνω του την ημέρα των Θεοφανίων του 1925 τόσο πολλή ιστορία ώστε το ποτάμι Κόσυνθος που εξακολουθεί να διασχίζει σήμερα την Ξάνθη να μπορεί να λογαριαστεί ως ένα σημείο αναφοράς ενός πολύ ευρύτερου ιστορικού ορίζοντα;

Η περιγραφή μιας φωτογραφίας ομοιάζει με την εξιστόρηση ενός ονείρου. Ένα στατικό κάδρο που ένας άλλος φακός, αυτός του ματιού, εντοπίζει εκατοστό με εκατοστό, συνειδητοποιεί ο εγκέφαλος και ο λόγος περιγράφει το -μετά- και το «ύστερα». Ο χρόνος σ’ ένα χρονικό αμετακίνητο. Αυτό διατυπώνεται σαν μια αφήγηση υποκειμενική και επικίνδυνη. Εκθέτει τα αισθήματα, τις σκέψεις, τους συνειρμούς του αφηγητή και ποτέ το γεγονός, άρα επικίνδυνη στην αλήθεια της και για τον ακροατή και τον αναγνώστη. Πάντα οι υποκειμενικές αφηγήσεις έχουν μοναδικό στόχο να γοητεύσουν και όχι την πληροφορία. Η γοητεία όμως είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι που προϋποθέτει θύτη και θύμα.

Ήταν, λέει, αρχές του 1925, των Θεοφανίων και οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατέβει στο ποτάμι για να συμμετάσχουν στον εορτασμό του αγιασμού των υδάτων αλλά και να θαυμάσουν το γεφύρι. Μόλις είχαν αποπερατωθεί οι εργασίες ανακατασκευής του. Ένα σχεδόν τοξωτό γεφύρι με τρεις καμάρες πέτρινες για βάση και γερμανικό σίδερο για το οδόστρωμα, που θα ένωνε τη δυτική πλευρά με την ανατολική.

Η πλευρά της Δύσης ήταν η παλιά πόλη. Οι κάτοικοι της, έμποροι καπνού οι περισσότεροι, σιταρέμποροι, μεταπράτες μικρέμποροι, επιτηδευματίες. Καλοβαλμένοι αστοί, παρόλη την αναιμική εποχή που αναριγούσε ανάμεσα στη δροσερή φρέσκια απελευθέρωση και την εύκρατη ανάμνηση της σιγουριάς που έδινε η σκλαβιά.

Η πόλη μόλις είχε απελευθερωθεί, το 1919, από τους Βούλγαρους αυτή τη φορά. Τους προηγούμενους αιώνες είχαν περάσει και άλλοι, πολλοί κατακτητές που έμεναν για πολλά χρόνια, έτσι που δεν έμοιαζαν πια για κατακτητές. Οι Έλληνες, άλλωστε, ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτήν την εναλλαγή της υποταγής.

Στην ανατολική πλευρά, μόλις τα δύο τελευταία χρόνια είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες που ήρθαν από την Ανατολή. Θρακιώτες, Πόντιοι, Ρωμύλιοι, Καραμανλήδες, Καππαδόκες και γύφτοι που πάντα σαν τα κοράκια ακολουθούν τα καραβάνια των προσφύγων.

Οι κάτοικοι των δύο όχθεων δεν είχαν ως εκείνη την ημέρα καμία συναλλαγή. Η δυτική πλευρά φοβόταν αυτό τον ερχομό. Οι καινούργιοι ήταν αναγκασμένοι, δύο χρόνια συναπτά, να θρέφονται με αγριόχορτα και φρούτα, από  την ελάχιστη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και από την πραμάτεια των βούλγαρων λαθρεμπόρων που νέμονταν την περιοχή. Τι καινούργιο θα έφερνε αυτό το γεφύρι, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί, αλλά ούτε κανείς ήθελε να το προβλέψει.

Έφτασαν πρώτοι οι πρόσφυγες. Στάθηκαν ως το χείλος του γεφυριού και περίμεναν υπομονετικά. Άλλωστε ήταν ξημέρωμα ακόμη και αυτοί ήταν ξένοι. Μια όποια πρωτοβουλία θα μπορούσε να κακοχαρακτηριστεί. Κάθισαν ανακούρκουδα οι άντρες, ανατολίτικα, όπως ήταν συνηθισμένοι, και οι γυναίκες στις ρίζες των πλατανιών με σκεπασμένα τα πρόσωπα από ντροπή αλλά και για να ισορροπήσουν την εικόνα από τις πλουμιστές, πολύχρωμες φορεσιές τους.

Θα είχαν περάσει δύο ώρες αναμονής όταν φάνηκε η πομπή να έρχεται από την πόλη. Μπροστά ο δεσπότης με τα εξαπτέρυγα και πίσω του ακολουθία οι ντόπιοι κάτοικοι με προεξάρχοντα τον δήμαρχο. Ακολουθούσαν οι δημογέροντες, οι πλούσιοι, τα σχολεία με τις σημαίες τους και το ανώνυμο πλήθος. Με ψαλμωδίες και μεγάλα σίγουρα βήματα μπήκαν στο γεφύρι και σταμάτησαν μόνο όταν κατάλαβαν ότι το κάλυψαν ως την άλλη άκρη. Άρχισε η λειτουργία του αγιασμού των υδάτων. Οι πρόσφυγες για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν κατηφόρισαν την πλαγιά της όχθης κι έφτασαν μέχρι δίπλα στο νερό. Τότε κάποιοι τολμηροί, δειλά στην αρχή, αλλά γρήγορα με την προτροπή των άλλων, μπήκαν στα νερά για να σταθούν στα μεγάλα βράχια που αναδύονταν από τα παγωμένα νερά. Ακολούθησαν κι άλλοι, για να γίνουν όλοι μαζί ένα «κάτω» εκκλησίασμα. Σύντομα η γενική εικόνα παρουσίαζε ένα μεγαλείο. Γεμάτο ανθρώπους το γεφύρι από ψηλά να κοιτούν με θαυμασμό το ποτάμι αλλά και να γεύονται την προνομιούχα θέση τους.

Άλλοι άνθρωποι κάτω ν΄ ακροβατούν πάνω στους μυτερούς βράχους για να μην πέσουν στο νερό και άλλοι στην όχθη να κοιτούν μια τους επάνω, μια τους κάτω και να επευφημούν για το γεφύρι που τους ένωσε και έκανε την πόλη μεγάλη.

Τι όμορφη, αλήθεια, φωτογραφία από μια πόλη που βιώνει τον πληθυντικό αριθμό! Είναι για να χλευάζεις και να εξορκίζεις τη μοναχικότητα, όσο μοναδική κι αν είναι.

Ο φωτογράφος αποτύπωσε τη στιγμή με τη βαριά μηχανή του που έτρεμαν από την πολλή χρήση τα ξύλινα πόδια της, αν κρίνει κανείς από τις παραμορφώσεις που έχει η φωτογραφία στα άκρα της.

Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ κάποιο πρόσωπο σ” αυτή τη φωτογραφία. Έβλεπες πάντα ένα πλήθος που γιορτάζει.

Μπορεί να μοιάζει με σχολαστικότητα αν διακρίνεις και επισημάνεις τις διαφορές στη στάση των επάνω από τους κάτω. Οι θέσεις στις τελετές, τις γιορτές, τις συνάξεις αποτελούν πάντα μια άλλη φωτογραφία, ανύπαρκτη με την πρώτη ματιά, αλλά φριχτά απάνθρωπη, ανορθόγραφη, έξω από κάθε συνείδηση του θνητού προορισμού μας, όμως ταυτόχρονα ασάλευτα πραγματική και άχρονη.

Οι επέτειοι συνεχίζουν να μας ενώνουν και να μας διαχωρίζουν. Οι μεν και οι δε.

Το ποτάμι λέγεται ακόμη Κόσυνθος και συνεχίζει να διασχίζει την Ξάνθη.

Ο Σταύρος Τσακίρης είναι Ξανθιώτης στην καταγωγή και γνωστός σκηνοθέτης θεάτρου. Τα πρώτα του βήματα ξεκίνησε από το «Θεατρικό Εργαστήρι» της ΦΕΞ. Ζει εδώ και χρόνια στην Αθήνα

tsakiris-st

Επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος – ΤΑ ΝΕΑ

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση της Παρασκευής: «Η χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα

Ιούλιος 1965. Ο Αντρέας, δεκαοχτώ χρόνια πολιτικός πρόσφυγας, επιστρέφει επιτέλους στην πα…