Πέρασε περίπου ένας μήνας από το συμβάν με τον απάνθρωπο βασανισμό του σκύλου στην Κρήτη και ο αρμόδιος Υπουργός, κινούμενος με μεγάλη ταχύτητα εισάγει σήμερα (σ.σ. χθες) προς συζήτηση και ψήφιση την τροπολογία σχετικά με αυστηροποίηση των ποινών που προβλέπονται για το αδίκημα της κακοποίησης ζώων, με σκοπό την τιμώρηση των παραβατών με ποινή κάθειρξης 5-10 ετών.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα προβληματική απόφαση που κατ’ εμέ αποτυγχάνει του ουσιαστικού σκοπού της που είναι η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση και τιμώρηση των παραβατών αυτών των επιθέσεων με την φυλάκισή τους. Αντί να στοχεύσουν στην παραδειγματική και ουσιαστική τιμώρηση του δράστη, αξιοποιώντας το ήδη υπάρχον – επαρκές- νομοθετικό πλαίσιο επιλέγουν την πάγια τακτική του πυροτεχνήματος και του εντυπωσιασμού, εργαλειοποιώντας έτι μια φορά την ποινική δικαιοσύνη.
Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα η κακοποίηση ζώου σύμφωνα με το α. 20 σε συνδ. με το α. 16 του ν. 4039/2012 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε εως και δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Είναι αρκούντως ικανοποιητική αν αναλογιστούμε ότι με τις προβλέψεις του νέου Ποινικού Κώδικα, το προηγούμενο καθεστώς όπου παρατηρούσαμε ακόμα και μεγάλες ποινές να αναστέλλονται ανήκει στο παρελθόν και πλέον σε περίπτωση καταδίκης σε ποινή φυλάκισης άνω των 3 ετών, δεν χορηγείται αναστολή. Μάλιστα, δεν αποκλείεται οι ιδιαίτερες συνθήκες της πράξης να οδηγήσουν με αιτιολογημένη απόφαση σε έκτιση ακόμη και μικρότερης των τριών ετών ποινής. Η επιλογή μιας εξοντωτικής ποινής κακουργήματος αποδείχθηκε ότι δεν συμβάλλει τόσο καθοριστικά στην αποτροπή της τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων, αλλά το μείζον είναι ο δράσης να συλληφθεί να οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης και τελικώς να εκτίσει την ποινή του. Το πρόβλημα με λίγα λόγια δεν είναι η επάρκεια της ισχύουσας διάταξης αλλά η εφαρμογή της από τα αστυνομικά όργανα και τις δικαστικές αρχές. Ακόμα και αν ήθελε προκύψει ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι επαρκές θα μπορούσε να αυξηθεί το κατώτερο όριο της επαπειλούμενης ποινής.
Τολμώ να πω ότι πρόκειται περί μιας ρύθμισης που περισσότερο προβληματίζει παρά ικανοποιεί. Δεν έχει στεγνώσει ακόμα το μελάνι από την τροποποίηση του νέου ΠΚ και του εξορθολογισμού που, ομολογουμένως, αυτός έφερε στην δυσαναλογία δικαίου που είχε διαμορφωθεί με την ακραία συγκυριακή νομοθέτηση των προηγούμενων χρόνων. Η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης και ειδικά του ποινικού δικαίου από την εκάστοτε κυβέρνηση, η εκμετάλλευση της «καταστροφικής» δύναμης του ποινικού κατασταλτικού μηχανισμού αποτέλεσε ισχυρό όπλο για την κάθε κυβέρνηση προκειμένου να επιδίδεται σε κινήσεις εντυπωσιασμού χάριν του λαικισμού παρέχοντας στον λαό την ευχαρίστηση των χειροπέδων. Σε βάθος χρόνο παρατηρήσαμε μια κακότεχνη άρον άρον τυποποίηση ή τροποποίηση αδικημάτων, που είτε αποτελούσαν ομολογία των κυβερνήσεων περί της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν ορθώς και αποτελεσματικώς τα προβλήματα της χώρας, όπως για παράδειγμα συνέβη με την ποινικοποίηση πλείστων διοικητικών παραβάσεων είτε ανταποκρίνονταν στην ικανοποίηση της βούλησης των «νομοθετών του πεζοδρομίου», παραγκωνίζοντας κάθε αρχή περί καλής νομοθέτησης και αναλογίας δικαίου.
Η αξιολόγηση της επαπειλούμενης ποινής της κακοποίησης ζώου με αυτήν της της εμπορίας ανθρώπου, της αποπλάνησης ανηλίκου ή του βιασμού που έλαβε χώρα χωρίς τη συναίνεση του παθόντος προσβάλλει βάναυσα την αναλογία δικαίου και δημιουργεί ερωτηματικά για την κρίση του νομοθέτη και του λαικού αισθήματος όσον αφορά στην αξιολόγηση της ιεραρχίας στην προστασία των εννόμων αγαθών της κοινωνίας μας. Αντιλαμβάνομαι και συναισθάνομαι πλήρως την ανάγκη για αποτελεσματική τιμωρία των βασανιστών ζώων αλλά αυτό δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται ανορθόδοξα, με αντιφάσεις και χωρίς ίχνος νομικής διαβούλευσης και κυρίως με παρορμητική διάθεση.
Αλέξανδρος Γιαλάογλου
Δικηγόρος ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου
και Εγκληματολογικών Επιστημών