Τι αναφέρει το Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας που κατέθεσε η επιτροπή
Μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χαμηλή παραγωγικότητα, λίγες παραγωγικές επενδύσεις, υστέρηση σε τεχνολογία και καινοτομία, περιορισμένος βαθμός εξωστρέφειας, χαμηλό επίπεδο ανταγωνισμού, απαρχαιωμένο μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης. Είναι οι επτά πληγές της ελληνικής επιχειρηματικότητας, πληγές διαχρονικές και όχι απότοκο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Η τελευταία μπορεί απλώς να βάθυνε κάποιες από αυτές τις πληγές, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που λειτούργησε ως επιταχυντής επούλωσής τους, όπως συνέβη –τουλάχιστον έως έναν βαθμό– στην περίπτωση των εξαγωγών αγαθών.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», γνωστό ως έκθεση Πισσαρίδη, το 99,6% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (στοιχεία 2018) αφορά μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν το 88% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα. Το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν διαφέρει με αυτό που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο είναι 99,8% και σε αυτές απασχολείται το 66,6% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα. Η κρίσιμη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το ποσοστό της υποκατηγορίας των πολύ μικρών επιχειρήσεων, επιχειρήσεων δηλαδή με 0-9 άτομα προσωπικό, είναι 97,4% –έναντι 93,2% στην Ε.Ε.– και το κυριότερο είναι ότι σε αυτές απασχολείται το 62% των εργαζομένων στην Ελλάδα, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου στην Ε.Ε.-27 (29,7%), κάτι που υποδηλώνει κατακερματισμό της απασχόλησης. Το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, βάσει στοιχείων του 2019, αφορά αυτοαπασχολούμενους, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Η κυριαρχία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Αυτομάτως το μικρό μέγεθος επιχειρήσεων, ειδικά μάλιστα καθώς ο βαθμός καινοτομίας και ψηφιακού μετασχηματισμού παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, συνεπάγεται χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας. Ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα παράγονται 21.100 ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, στις μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα η παραγωγικότητα είναι μόλις 7.900 ευρώ ανά εργαζόμενο, ποσό που κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Το μικρό μέγεθος της πλειονότητας των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό και με την επικρατούσα αντίληψη σε σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων –ειδικά στην προ κρίσης περίοδο– που ήθελε πολύ μεγάλο μέρος των κερδών να καταλήγει στους μετόχους και όχι να επανεπενδύεται, αποτελεί μία ακόμη μεγάλη πληγή της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Ετσι, ακόμη και την εποχή των «παχιών αγελάδων», την περίοδο 2001-2009, οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο που προέρχονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευαστικών και της οικοδομής ανέρχονταν κατά μέσον όρο την περίοδο 2001-2009 μόλις στο 6,9% του ετήσιου ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με μέσο αντίστοιχο ποσοστό 11,9% στην Ε.Ε. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση χρέους, το 2009, η Ελλάδα κατέγραφε το χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 5,9% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 11%. Παρά τη μικρή ανάκαμψη των εταιρικών επενδύσεων την περίοδο 2016-2019, το επίπεδό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 5,4% και παρέμενε το χαμηλότερο στην Ε.Ε.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην έκθεση Πισσαρίδη γίνεται λόγος και για απαρχαιωμένο υπόδειγμα εταιρικής διοίκησης (είναι πολλά άλλωστε τα παραδείγματα για την τύχη που είχαν γνωστές οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα με ηγετική μάλιστα θέση στον κλάδο τους), με αναφορά στη World Management Survey, όπου η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη βαθμολογία μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Οι λιγοστές επενδύσεις αφορούν και τον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, κάτι που με τη σειρά του έχει ως συνέπεια οι ελληνικές επιχειρήσεις να υστερούν σε ανταγωνιστικότητα στη διεθνή σκηνή. Η Ελλάδα βρίσκεται στο 75% του μέσου όρου της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στον επιχειρηματικό τομέα η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στο 39,3% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Με μικρές επιχειρήσεις, που είναι προσανατολισμένες μόνο στην εγχώρια κατανάλωση, μη εκσυγχρονισμένες και με λιγοστές επενδύσεις, είναι αναμενόμενη σημαντική απόκλιση όχι από χώρες όπως η Γερμανία, αλλά αναλόγου μεγέθους ή και μικρότερες. Για να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτει η έκθεση Πισσαρίδη απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές αλλά και επενδύσεις 65 δισ. στους κλάδους εξαγωγών προϊόντων.