Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ “Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι τον Σεπτέμβρη του 1944″

“Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι τον Σεπτέμβρη του 1944″

0

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Τσούργιαννη “Ξαναδιαβάζοντας τις ζωές μας”

Προχθές συνομιλώντας με τον πιο αγαπημένο μου εξάδελφο, τον Γιώργο τον Μισιρλή, σκεφτήκαμε περιστατικά σαν παιδάκια που μας έκαναν μεγάλη εντύπωση. Έτσι:

Το Φθινόπωρο του 1944, στο χωριό μας είχε πέσει ένα πράγμα σαν βραχνάς. Από τις προηγούμενες μέρες, οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας, είχαν μια ασυνήθιστη δραστηριότητα. Άλλες έπλεναν, άλλες ζύμωναν, όλοι μικροί- μεγάλοι άδειαζαν τα σπίτια, κουβαλούσε ότι μπορούσε ο καθένας, τα πήραν και τα έκρυβαν στους μπαξέδες, σε κάποιους λάκκους που είχαν ανοίξει, στους αχυρώνες και όπου αλλού ο καθένας μπορούσε να φανταστεί. Μικρά παιδάκια και εμείς κουβαλούσαμε ότι μπορούσαμε και ενοχλητικά ρωτούσαμε συνεχώς γιατί; Η απάντηση ήταν «σκάσε και τρέχα».

Αυτό το πράγμα έγινε κάνα δυο μέρες. Την τρίτη ή τέταρτη ημέρα, πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος, δεν θυμάμαι καλά. Ο Ηλίας ο Σπυράκος που ήταν πιο μεγάλος από μας και ασχολείται με τα γεγονότα από παιδάκι, μας είπε ότι ήταν σίγουρα Σεπτέμβρης και ο καιρός ήταν ζεστός. Την τρίτη ή τέταρτη μέρα ακολούθησε η μεγάλη έξοδος.

Το Άνω, το Πέρα και το Κάτω Ιωνικό, ακολούθησε μια μεγάλη έξοδο. Όλοι κατευθύνθηκαν προς τα βουνά. Γέμισαν τα φαράγγια από κόσμο. Το Άνω Ιωνικό είχε μαζευτεί στο Μεγάλο Ρέμα. Είναι το ρέμα, που για όσους ξέρουν, κυλάει Ανατολικά από το Κάστρο της Καλύβας.

Σε ένα σημείο που είχε πελώριες φτελιές και αγριοφουντουκιές και σχηματιζόταν ένα πλάτωμα, άπλωσαν κουρελούδες και ότι άλλο είχαν και καθόμασταν δίπλα στο ποταμάκι. Μείναμε δυο-τρεις νύχτες σε αυτό το μέρος. Δεν μιλούσε και δεν φώναξε κανένας. Τα μικρά παιδιά μας είχαν ορμηνεύσει και δεν μιλούσε κανένας. Οι μωρομάνες κρατούσαν αγκαλιά τα παιδιά τους και με την πρώτη φωνή, τους σκέπαζαν με την παλάμη το στόμα τους για να μην ακουστεί τίποτα. Οι μόνοι που χαίρονταν την συγκυρία ήταν μερικοί σκύλοι που βρήκαν παρέα να παίξουν. Ακόμα και οι γάιδαροι είχαν κόψει το γκάρισμα. Όλοι συνεννοούνταν με νοήματα και οι λογαριασμοί των πιτσιρικάδων που δεν κάθονταν καλά «άμα πάμε στο σπίτι να δεις τι ξύλο έχεις να φας», ανέβαιναν κανονικά.

Την τρίτη μέρα, από την κορυφή της πλαγιάς, ακούστηκε μια φωνή. Αντριάνα! Αντριάνα! Η θεία μου απάντησε. Αυτός που φώναξε ήταν ο Δημήτρης Ο Ασπροπούλης, μπατζανάκης  της θείας μου. «Τι θέλεις βρε Δημητρό;» , «Έλα στο χωριό. Ήρθε ο Βαγγέλης.» Μερικοί από το πλήθος πήγαν να συναντήσουν τον Ασπροπούλη που είχε μείνει στο χωριό και είχε αναλάβει την υποχρέωση να ειδοποιήσει τον κόσμο που είχε πάει στο βουνό αν συνέβαινε κάτι. Η φήμη που είχε προκαλέσει όλη αυτή την κινητοποίηση, ήταν ότι οι Βούλγαροι που ήταν στο Νεοχώρι, θα έρχονταν να μαζέψουν τον κόσμο και να τον πάρουν από τα χωριά και να αδειάσουν την περιοχή. Ο ίδιος ήξερε να τους πει κάτι. Αλλά όπως του είπε ο Βαγγέλης που γύρισε από την εξορία γιατί ήταν όμηρος στη Δοβρουτσά κοντά στον Δούναβη και τον άφησαν ελεύθερο, δεν υπήρχε ούτε ένας Βούλγαρος στον σταθμό. Πιθανώς οι Βούλγαροι διέδωσαν ότι θα μαζέψουν τον κόσμο. Ο κόσμος φοβήθηκε και πήρε τα βουνά και οι ίδιοι μπήκαν ανενόχλητοι στο τρένο και έφυγαν.

Δόθηκε εντολή να τα μαζέψουν σιγά-σιγά οι οικογένειες, αλλά να περιμένουν μέχρι να ξεκαθαρίσει το πράγμα.

Η θεία μου η Αντριάνα σαμάρωσε γρήγορα-γρήγορα τον Μπούρο τον γάιδαρο, φόρτωσε την Κική και τον Γιώργο τα παιδιά της, ανέβηκε και έτρεξε να συναντήσει τον άντρα της. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο θείος ο Βαγγέλης καθόταν στο πλατύσκαλο της σκάλας και φοβισμένος και σαστισμένος περίμενε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Όταν έφθασε η θεία και τα παιδιά και σηκώθηκε ο Βαγγέλης να τους απαντήσει, στην θέση που καθόταν ένας σωρός κιτρινόμαυρες ψείρες είχε σχηματισθεί. Κρατήθηκαν μακριά τα παιδιά και άρχισε η διαδικασία να ξεψειριάσουν τον όμηρο της Βουλγαρίας.

Σε λίγο όμως κάποιοι από το χωριό επιβεβαίωσαν την είδηση ότι οι Βούλγαροι είχαν φύγει και ειδοποίησαν τις οικογένειες να εγκαταλείψουν το βουνό και να έρθουν στα σπίτια τους.

Χάρηκε η μαμά μου, η αδελφή του Βαγγέλη, η γιαγιά μου και ο παππούς μου, οι γονείς του. Χάρηκα και εγώ γιατί πίστευα ότι τώρα που ήρθε ο θείος μου ο Βαγγέλης, θα ερχόταν και ο πατέρας μου. Αυτό δεν έγινε, γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν όμηρος, ήταν αντάρτης. Είχε βοηθήσει να φύγουν οι Βούλγαροι αλλά ο ίδιος είχε ακόμα χρόνο. Τον θυμάμαι όταν έφευγε για το βουνό, λίγο μετά τα Χριστούγεννα καβάλα στο άλογο μας τον Ντορί, από τον δρόμο προς την κρύα βρύση.

Πριν μια μέρα, ο Βούλγαρος πρόεδρος του Νεοχωρίου, ένα σκληρό καθίκι και φανατικός Βούλγαρος, παρήγγειλε στον πατέρα μου να κατέβει στο Νεοχώρι γιατί τον ήθελε. Ο πατέρας μου ξέροντας ότι αυτό θα συμβεί, είχε συμβουλεύσει ένα βούλγαρο αγροφύλακα από το χωριό μας, να του πει ότι ο Λάμπρος είχε φύγει από το χωριό μην ξέροντας που. Έτσι και έγινε. Και όταν με την πρώτη ευκαιρία έμαθε ο πατέρας μου την επιθυμία του προέδρου, πήρε μερικά πράγματα και μερικά τρόφιμα, φυσικά και το τουφέκι του, που δεν το παρέδωσε όταν ήταν στρατιώτης και βγήκε στο βουνό.

Ο πατέρας μου το περίμενε, γιατί τις προηγούμενες μέρες στο σπίτι μας στο Άνω Ιωνικό, είχε γίνει μια μεγάλη μάζωξη των ανταρτών. Πάντα περνούσαν αντάρτες από το σπίτι μας, γιατί το χωριό μας ήταν ορεινό και τους τροφοδοτούσαμε όπως μπορούσαμε και ήταν κοινό μυστικό. Τη φορά όμως αυτή, ήταν άλλο πράγμα. Κυρίως καπετάνιοι χωρίς τα παλικάρια τους μετείχαν σε αυτή την συγκέντρωση. Ο καπετάν Σόφος από το Κοτζά Ορμάν, ο καπετάν Γιώργης από την Ξάνθη, ο Υπαρχηγός του Αντών Τσαούς, δεν θυμάμαι το όνομά του, ο Γιάννης Ρίζος και ο ανεψιός του ο Παντελής, ο Μανώλας ο Φραγγούλιας και ο Γιώργος Μπέρτος από τον Δαφνώνα ο καπετάν Βαγγέλης από την Καβάλα και άλλοι πολλοί. Αλλά η ψυχή της συγκέντρωσης ο γνωστός Εγγλέζος Μίλερ, ο Κίτ Χάτ και ο Στίγγας από τα Κομνηνά κάτι σαν υπασπιστής τους.

Γέμισε το μεγάλο δωμάτιο με το τζάκι, και οι Εγγλέζοι και ο Στίγγας φιλοξενήθηκαν στο διπλανό δωμάτιο από όπου έβλεπαν την εξώπορτα, ενώ στο μεγάλο δωμάτιο υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο διαφυγής στην από πάνω αυλή και από εκεί στο βουνό.

Ο πατέρας μου είχε ειδοποιηθεί μέσω του αδελφού του, που ήταν κεχαγιάς και διατηρούσε πολύ μεγάλο κοπάδι από γίδια στον Δαφνώνα. Ο θείος μου του παρήγγειλε να τους ταΐσει καλά γιατί πεινάνε. Ο πατέρας μου, που δεν ήταν τόσο μεγάλος κτηνοτρόφος όπως ο θείος μου, αλλά είχε ένα καλό κοπάδι, έσφαξε δυο μπουρμάδια (ευνουχισμένα τραγιά) που έχουν καλό κρέας και βράζουν εύκολα, και τα έβραζε από νωρίς.

Ήρθαν οι αντάρτες, τους μίλησαν οι Εγγλέζοι, τον διερμηνέα έκανε ο Στίγγας, συνεννοήθηκαν για το πώς θα πορευθούν και μέχρι τα ξημερώματα ξεκουράστηκαν μέχρι να εγκαταλείψουν το σπίτι.

Σαν παιδάκι δυο από αυτούς μου έκαναν εντύπωση και τους θυμάμαι. Ο καπετάν Σόφος, που ήταν ένας πανύψηλος άνθρωπος, δεν μιλούσε με ευχέρεια τα Ελληνικά και ο καπετάν Γιώργης, ένας μετρίου αναστήματος άνδρας που μέσα από την χλαίνη του φορούσε μια εικόνα της Παναγίας από χοντρό σανίδι και που την θυμάμαι ακόμα.

Όλοι έφαγαν από το κρέας που έβρασε στο καζάνι, ξοδεύτηκε και αρκετή μπομπότα. Οι Εγγλέζοι και ο Στίγγας, όταν τους πληροφόρησε ο πατέρας μου ότι υπήρχε έτοιμος κόκορας, προτίμησαν τον κόκορα αυγολέμονο, έγινε με λεμόντοζου (κιτρικό οξύ). Τις λεπτομέρειες τις περιγράφω, γιατί πολλές φορές έγινε συζήτηση με τους γονείς μου για αυτή την συγκέντρωση. Υποθέτω ότι η συγκέντρωση αυτή καθόρισε την συμπεριφορά των ανταρτών έναντι των Βουλγάρων, μια και σε αυτή μετείχαν όλοι οι αντάρτες της περιοχής, μόνο σαν αντίσταση κατά των κατακτητών και ακόμα δεν είχαν ξεχωρίσει σε Ελλασίτες και Εθνικιστές.

Σχεδόν όλους αυτούς συνέβη όταν μεγάλωσα να τους γνωρίσω, γιατί στο σπίτι μας στην Ξάνθη, πηγαινοερχόταν σαν παλιοί φίλοι. Άλλωστε ο πατέρας μου, όταν έφυγαν οι Βούλγαροι, κατέθεσε το όπλο του και δεν συνέχισε να αγωνίζεται ούτε με την μια ούτε με την άλλη πλευρά. Λέγω όλοι ότι συμμετείχαν σε αυτή την συγκέντρωση γιατί το διαπίστωσα όταν μεγάλωσα.

Θυμάμαι έναν δικηγόρο που μου διαφεύγει το όνομα του, ότι υπήρξε αρχηγός των Χιτών. Ο Γιάννης Ρίζος λοχαγός αργότερα του Ελλάς, βυρσοδέψης από την Θεσσαλονίκη, εκπαιδεύτηκε στο Μπούρκες αργότερα από τον Τίτο και ήταν σοβαρό στρατιωτικό μέλος του ΕΛΑΣ και πολιτικός καθοδηγητής. Όλοι οι άλλοι είναι γνωστοί καπεταναίοι. Όλοι αυτοί ύστερα από κανένα ενάμιση χρόνο στη μάχη του ΝΤΕΜΙΡ ΚΑΠΟΥ, εκεί που περίπου είναι η διασταύρωση του Λυκοδρομίου, πυροβολούσαν οι μισοί τους άλλους μισούς, γιατί είχε αρχίσει ήδη ο Εμφύλιος πόλεμος.

Ξανασυνέβη να γνωρίσω αντάρτες ύστερα από δύο χρόνια. Όχι σαν γιος του πατριώτη που τους φιλοξενούσε και που παιδάκι γύριζα ανάμεσα τους, από αγκαλιά σε αγκαλιά. Όταν την άλλη μέρα έφυγαν για το βουνό, όπως ακουμπούσαν στα ντουβάρια του δωματίου, είχαν σχηματισθεί οι σκιές τους, και πρέπει να ήταν παραπάνω από δεκαέξι καθισμένοι εκείνη την νύχτα.

Θυμάμαι ένα γεγονός που δεν μπορώ να ξεχάσω, όταν βούλγαροι μπήκαν στο χωριό μας και από τους δυο δρόμους για να εγκλωβίσουν πιθανώς κάτι για το οποίο είχαν πληροφορία. Η γιαγιά μου έλυσε τις αγελάδες, τις έβγαλε έξω από την αυλή και μου είπε να τις κυνηγήσω να φύγουν προς την βοσκή, νομίζοντας ότι οι Βούλγαροι ερχόταν από την πλευρά της εκκλησίας. Εγώ τις κυνήγησα για να τις γλυτώσουμε από τους Βουλγάρους, αλλά στα εκατόν πενήντα μέτρα, έπεσα επάνω σε ένα απόσπασμα Βουλγάρων που ερχόταν από την άλλη πλευρά. Ο Βούλγαρος αξιωματικός κατάλαβε τι έγινε, με άρπαξε, με σήκωσε ψηλά, με αγκάλιασε, με φίλησε, άφησε τα ζώα να φύγουν και μου είπε : «Ητα μπαμάικα τα γκρέτσικα». Όταν το είπα στην γιαγιά μου τι μου είπε και την ρώτησα τι θα πει μου απάντησε «γαμω την μάνα σου Έλληνα».

Θα επαναλάβω ότι η ιστορία αυτή διαδραματίζεται σε ένα χωριό το Ιωνικό, τρία χιλιόμετρα, πιο πάνω προς το βουνό από το Νεοχώρι Σταυρούπολης Ξάνθης και ειδικά στο Πέρα Ιωνικό που ήταν ο μαχαλάς που μέναμε εμείς.

Ξαναγυρίζω στην εποχή που ακόμα οι Βούλγαροι δεν είχαν φύγει αμέσως μετά την συγκέντρωση των καπεταναίων στο σπίτι μας. Είχε γίνει φανερό ότι οι Βούλγαροι θα έφευγαν. Οι αντάρτες είχαν βγει στο βουνό, είχε ανοίξει το κλαρί όπως έλεγαν και οι Βούλγαροι το είχαν πάρει χαμπάρι ότι φεύγουν. Τα γεγονότα στο Δοξάτο και στο Καριόφυτο επιβεβαίωναν την παροιμία ότι «το σκυλί όταν ψοφάει δαγκάνει». Στα πιο ορεινά χωριά οι αντάρτες είχαν κρεμάσει δυο-τρεις δωσίλογους και τους είχαν βάλει ταμπέλες στο στήθος που έγραφαν «Έτσι πεθαίνουν οι προδότες». Αρκετοί Βούλγαρο-προδότες, οι περισσότεροι Βουλγαρικής καταγωγής, αλλά και μερικοί δικοί μας εξαφανίστηκαν. Οι πρώτοι πήγαν στην Βουλγαρία, οι δεύτεροι στην Αθήνα ή κάπου αλλού.

Ο Βούλγαρος πρόεδρος του Νεοχωρίου Κοσποντίν Κοσμά, ένας φασίστας τύπος και μερικοί στρατιώτες έφυγαν τελευταίοι. Ο υπαρχηγός του, έτσι θα έλεγα τον δεύτερο μετά από αυτόν, έφυγε πολύ νωρίς για την Βουλγαρία. Την ιστορία του μου την διηγήθηκε ο πατέρας μου που χωρίς να θέλει μπλέχτηκε.

Από νωρίς κάποιος κάτοικος από τα πολύ ορεινά χωριά, πιθανόν από τη Ντάλια ή την Καλύβα, ήρθε με ένα μουλάρι και ένα γάιδαρο και στάθμευσε στην αυλή μας. Αυτό ήταν συνηθισμένο, γιατί οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν να ταξιδέψουν με τον τρένο, δεν προλάβαιναν να ξεκινήσουν το πρωί από το χωριό τους και να φθάσουν στην ώρα τους, ώστε να προλάβουν το τρένο.

Ο πατέρας μου έχοντας ένα κοπάδι με αρκετά γίδια, έφτανε βοσκώντας τα ως τα χωριά τους και με αυτό τον τρόπο είχε επαφή με πολλούς από αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο, το σπίτι μας πολλές φορές μετατρέπονταν σε χάνι και ο πατέρας μου ήταν φίλος με όλους αυτούς. Το δεύτερο σπίτι που έπαιξε το ρόλο αυτό, ήταν το σπίτι του μπακάλη στον άλλο μαχαλά που φυσικά ήταν πελάτες και φίλοι του. Σε λίγο εμφανίσθηκε με το άλογο του ο αντιπρόεδρος θα έλεγα της κοινότητας. Από ότι φάνηκε, οι δύο άνθρωποι ήταν συνεννοημένοι. Εξήγησαν στον πατέρα μου τι θα συνέβαινε, ότι δηλαδή ο Βούλγαρος θα έφευγε για την Βουλγαρία με την βοήθεια του κοντοχωριανού μας και ότι θα ξεκινούσαν πολύ πρωί για να προλάβουν να περάσουν τα σύνορα. Μάλιστα ο Βούλγαρος πληροφόρησε τον πατέρα μου, ότι θα έπρεπε να πάει το άλογο στην κοινότητα και μια επιστολή για τον πρόεδρο. Ο πατέρας μου δεν δέχτηκε γιατί ήταν αντάρτης και τυχαία βρέθηκε εκείνο το απόγευμα στο σπίτι για να αλλάξει και να πάρει κάποια προμήθεια μαζί του.

Θέλοντας ο πατέρας μου να ξεφύγει, τον συμβούλευσε το άλογο και την επιστολή το ξημέρωμα να τα πήγαινε στον Αλκή, έναν αγροφύλακα από τον μαχαλά μας και έτσι να μάθει ο πρόεδρος το τι συνέβη και να μην μπλέξουν χωριανοί και την πληρώσουν. Εκείνο το βράδυ έμειναν οι δυο μουσαφιρέοι στο σπίτι μας.

Η μαμά μου και εγώ, κοιμόμασταν στης γιαγιάς. Το πρωί ο πατέρας μου τους έβρασε γάλα και όλοι μαζί ετοιμάστηκαν να φύγουν. Πριν φύγουν ο Βούλγαρος ζήτησε ένα τσουβάλι από τον πατέρα μου ο οποίος νόμισε ότι το χρειαζόταν για να βάλει πράγματα που κουβαλούσε το κατάφορτο άλογο του. Αλλά γελάστηκε. Ο Βούλγαρος μάζεψε όλη την προίκα σε ρουχισμό της μαμάς μου, σεντόνια, κουρτίνες, μαξιλάρια, και ότι άλλο είχε και είπε στον πατέρα μου, που φυσικά δεν μπορούσε να αντιδράσει γιατί δεν ήξερε και τον ρόλο του κοντοχωριανού μας, ότι τα πήρε για να μας θυμάται. Δεν ξέρω αν οι Βούλγαροι έχουν «Ξένιο Δία» αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν τους χρειάζεται και καλά που δεν έχουν.

Εν συνεχεία ο Βούλγαρος έβγαλε τη στολή του και τις αρβύλες του, τα έβαλε σε ένα τσουβάλι, φόρεσε πολιτικά ρούχα, κατέβηκαν στην αυλή, φόρτωσαν το μουλάρι και τον γάιδαρο του κοντοχωριανού, χαιρέτισαν και έφυγαν.

Η διοίκηση όπως καταλαβαίνω στις υπό κατοχή κοινότητες των Βουλγάρων, γινόταν από τον πρόεδρο, μερικούς στρατιώτες και τους αγροφύλακες, οι οποίοι οι περισσότεροι ήταν Ελληνικής καταγωγής και όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, ειδοποιούσαν οι πρόεδροι τον στρατό και επέβαλε την τάξη.

Την εποχή εκείνη τα Ντουρντουβάκια έφτιαχναν τον δρόμο Νεοχώρι-Παρανέστι. Σιτίζονταν ελάχιστα, έτρωγαν ότι μάζευαν. Κυρίως την είχαν πληρώσει οι χελώνες, οι σκαντζόχοιροι, τα βατράχια, τα σαλιγκάρια, τα καβούρια και ότι άλλο εύρισκαν. Οι χωρικοί απαγορεύονταν να τους δώσουν οτιδήποτε και να τους πλησιάσουν. Τα παιδάκια των χωριών που βλέποντας το δράμα τους, ήθελαν να βοηθήσουν. Μόλις αποκτούσαν οπτική επαφή με τα Ντουρντουβάκια, σήκωναν ψηλά το χέρι τους με ότι κρατούσαν, το άφηναν κάτω και κάποιος από τους καταδικασμένους έτρεχε να το συμμαζέψει. Για πολλά χρόνια οι σωροί από τα καύκαλα των χελωνών έδειχναν την Βουλγαρική παρουσία και θύμιζε τα Ντουρντουβάκια. Να σκεφτείς με την επικράτηση του Κομμουνισμού, αμέσως μετά τον πόλεμο τα Ντουρντουβάκια έγιναν η εξουσία και δεν θέλω να ξέρω πως ξεπλήρωσαν τους φασίστες.

Στο Δαφνώνα υπήρχε ένας άλλος πρόεδρος. Ήταν πιο ηλικιωμένος και ίσως πιο έμπειρος ο Κοσποντίν Ντημήτρη. Αυτός βρήκε άλλο τρόπο να την κοπανίσει. Όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα άλλαξαν, από καιρό σε ένα μαντρί μάζεψε αρκετά κατσίκια και έφτιαξε ένα αξιόλογο κοπάδι. Μια κάποια μέρα, κάποιοι βοσκοί τον βοήθησαν να περάσει στην Βουλγαρία. Σε κανέναν δεν είπε ότι έφυγε εκτός από αυτούς που τον γνώριζαν.

Η επικοινωνία την εποχή εκείνη με την Βουλγαρία ήταν καθημερινή. Οι κάτοικοι των χωριών μας, κουβαλώντας ότι πολύτιμο είχαν, το πήγαιναν και το αντάλλασαν με τρόφιμα κυρίως ή και με φάρμακα. Άλλωστε είχαν μάθει στον ποδαρόδρομο. Να φανταστεί κανείς ότι είχαν φθάσει μέχρι την Ξυλαγανή και το ταξίδι ως την Κεραμωτή ήταν μια νύχτα, γιατί νύχτα γινόταν το περπάτημα από φόβο μην τους τρακάρουν οι χωροφύλακες και τους τα πάρουν όλα. Αγόραζαν καλαμπόκι, στάρι, λάδι, ελιές, αλάτι, καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες και τις εντριβές και ότι άλλο τρωγόταν.

Στην περιοχή μας δεν είχε πολύ μαύρη αγορά, γιατί δεν είχε εμπόρους. Οι πελάτες αγόραζαν κατευθείαν από τους παραγωγούς. Όλα τα πολύτιμα αντικείμενα της περιοχής βρέθηκαν ως δια μαγείας στα χέρια των σιτοπαραγωγών και άλλων παραγωγών, τα οποία ξεπουλιόταν για ελάχιστα τρόφιμα.

Αλλά ένας άλλος αέρας άρχισε να φυσάει. Ήταν φανερό ότι τελειώναμε με τους Βούλγαρους. Στον μαχαλά μας δεν υπήρχε καφενείο και οι χωριανοί που συναντιόντουσαν στην βρύση στα όρθια και γρήγορα, μέχρι να πιεί ο γάιδαρος νερό από την γούρνα της βρύσης, αντάλλασαν λιγοστές κουβέντες. Στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου, με το δρομάκι που οδηγούσε στα νότια σπίτια της γειτονιάς, εκεί στο σταυροδρόμι ήταν το σπίτι του παππού μου, διώροφο και στην κάτω μεριά, είχε μια πελώρια μουριά. Από την δυτική πλευρά, μερικά ψηλά καραγάτσια. Με τη σκιά τους, τη σκιά του σπιτιού και της μουριάς, έφτιαχναν ένα τούνελ σκιάς. Αριστερά και δεξιά στο δρόμο, κάτι πελώριοι κορμοί λαξευμένοι με το τσεκούρι, τοποθετημένοι σαν πάγκοι, φιλοξενούσαν ευρύχωρα καμιά τριανταριά ανθρώπους. Σε λίγο έμελε να χωρέσει όπως παλιά όλους τους συγχωριανούς και αποτελούσε σημείο συνάντησης.

Άρχισαν να εμφανίζονται ξανά διάφοροι τύποι του παρελθόντος. Ο Σταύρακας, ο Βίγκικης, ο Μήτσος, ο Σκαφίδας και ο νεαρός Μπάμπης ή Χαράλαμπος. Συζητήσεις, ομιλίες, αυτοσχέδιοι λόγοι, άρχισαν να εκφωνούνται. Οι Βούλγαροι την είχαν κάνει.

Τα σχολεία ξανάνοιξαν με την διαφορά ότι εκεί, του Άνω Ιωνικού, κατεβαίναμε στο Κάτω Ιωνικό γιατί για το σχολείο μας δεν είχε βρεθεί δάσκαλος.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Σπύρος Γραμμένος: «Ο κόσμος χρειάζεται γέλιο για να ανταπεξέλθει στην πραγματικότητα»

Ο πολυπράγμων performer μιλά στο «Ε» με αφορμή την εμφάνισή του στο Nostos σήμερα στις 21:…