Το 2019 ασχολήθηκα ιδιαίτερα με μια σειρά νεοέλληνες διηγηματογράφους του 19ου αιώνα. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, που πρόσφερε πολλά στον νεοελληνικό πολιτισμό. Το 2021, μάλιστα που θα «τιμήσουμε» τα 200 χρόνια από την ανολοκλήρωτη επανάσταση του 1821, πολλά θα έχουμε να πούμε για το έργο του.
Σε άρθρο που δημοσίευσα με τίτλο «Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ (1867 – 1945) ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ – ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821» αναφέρομαι σε άλλα και σε μία νουβέλα του που έχει σχέση με τη ζωή και την τέχνη των καραγκιοζοπαιχτών με τίτλο «Της Τέχνης τα Φαρμάκια».
Θα πω λίγα λόγια για τον Βλαχογιάννη και στη συνέχεια θα αναφερθώ στη νουβέλα αυτή.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1867. Ο πατέρας του Οδυσσέας Βλάχος καταγόταν από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη από το Σούλι. Οι αναμνήσεις του 1821 διατηρήθηκαν ζωντανές στη μνήμη του και διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά του. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ναύπακτο και για τα γυμνασιακά μαθήματα ταξίδεψε στη Ζάκυνθο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Το 1886 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στο τμήμα Φιλολογίας. Με την οικονομική συνδρομή ομογενών (μεταξύ άλλων και του Εμμανουήλ Μπενάκη) περισυνέλεξε τεράστιο σε όγκο αρχειακό υλικό του 19ου αιώνα κυρίως σχετικό με τον Αγώνα και κατόρθωσε να εκδώσει ένα μέρος του, (όπως τα αρχεία του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη και του Σπυρομήλιου, το Χιακό αρχείο, το Αθηναϊκό αρχείο και τη βιογραφία του Καραϊσκάκη). Στην ολοκλήρωση της αρχειακής του έρευνας ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Η εργασία του υπήρξε εξαιρετικά συστηματική και συνέβαλε αποφασιστικά στην καταγραφή της ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα. Το 1914 με δική του εισήγηση ιδρύθηκαν από τον Βενιζέλο τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου διετέλεσε και πρώτος διευθυντής ως το 1937. Πέθανε το 1945 στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται στα 1893 με το διήγημα Ο ξενιτεμένος και με τις Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη, συλλογή τριών ηθογραφικών διηγημάτων γραμμένων στη δημοτική. Έγινε γρήγορα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά. Οι οικονομικές δυσκολίες που τον συνόδευαν σ’ όλη τη ζωή του δεν του επέτρεψαν να εκδώσει παρά ένα μικρό μέρος του συνολικού έργου του. Με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από την ελληνική Ανεξαρτησία εξέδωσε με δικά του έξοδα τις συλλογές διηγημάτων Τα μεγάλα χρόνια (1930, πρώτη δημοσίευση του 1914) και Τα παλικάρια τα παλιά (1931). Ο Βλαχογιάννης επιχείρησε να συνδυάσει ιστορικά (ηρωικής θεματικής) και ηθογραφικά στοιχεία με βασικό στόχο του να συμβάλει στον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και στην ψυχολογική σύνδεση των νεοελλήνων με το παρελθόν τους.
Εμπνευσμένα τα νεότερα διηγήματα από τη βαθιά γνώση που είχε της ιστορίας του ‘21. Ανασταίνουν τον άνθρωπο των ηρωικών διαστάσεων και γενικότερα το πνεύμα εκείνης της εποχής και το προβάλλουν ως παράδειγμα και πρότυπο ζωής για τις νεότερες γενιές.
Λίγο πριν το θάνατό του το αφηγηματικό του έργο κορυφώνεται με την δημοσίευση ενός πραγματικού αριστουργήματος, της νουβέλας Της τέχνης τα φαρμάκια (Νέα Εστία 1943), έργο εμπνευσμένο από τη ζωή του Καραγκιοζοπαιχτών.
Θα παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από την αρχή της νουβέλας «Της τέχνης τα φαρμάκια», που έχει δημοσιευθεί σε βιβλίο και παίχθηκε στη σκηνή.
ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΙΑ
«Όταν την Κυριακή τ’ απόγεμα ο «διάσημος καραγκιοζοπαίχτης» Φούλιας έφτασε στον παράμερο τον καφενέ με το ξύλινο θεατράκι, γνωστά και τα δυο με τ’ όνομα «Η Ωραία Συνάντηση», σκοτείνιαζε πια στην αυλή· όμως ακόμα δεν είχαν ανάψει τα μεγάλα φανάρια του πετρέλαιου, που αστράφταν απ’ την πάστρα, όπως γυάλιζε κι όλος ο καφενές, όξω και μέσα. Και το θέατρο το σανιδοφραγμένο, εκεί κολλητά, ήταν έτοιμο κι αυτό, καθάριο και καταβρεμένο, να δεχτεί τον κόσμο στην παράσταση του «Κατσαντώνη». Η σκηνή του μοναχά, η παλιοπαράγκα μ’ άλλους λόγους, έμενε σκοτεινή, κατάκλειστη απ’ το περασμένο βράδυ, μόλο που μέσα ο χάρτινος θίασος του Φούλια ήταν έτοιμος κάθε στιγμή ν’ αρχίσει του «Κατσαντώνη» τη συνέχεια, καθώς ήταν αραδιασμένος στα τεντωμένα σκοινιά από το Βρακάκια, του Φούλια τον αχώριστο βοηθό, σαν κατάδικοι κρεμασμένοι στην κρεμάλα τους. Στην «Ωραία Συνάντηση», όπως και σε κάθε θέατρο καραγκιοζαίικο, παίζονταν κάθε Σάββατο και Κυριακή για τον πολύ λαό έργα ηρωικά που πιάναν τα δύο βράδια, ως τα μεσάνυχτα και πέρα. Ένα απ’ αυτά τα «ηρωικά» έργα ήτανε κι ο «λήσταρχος Γκρης», όνομα παράξενο στις ιστορίες των ληστών, μα ήτανε κι ο «Κατσαντώνης» ο περήφανος. […] Κυριακή είπαμε, κι ο κόσμος άρχισε να πλακώνει. Τραβούσε πολύ η παράσταση, μάλιστα τα παιδιά, του λαού εργατικά παιδιά, που ψοφάγανε για του Κατσαντώνη την παλικαριά και του Μπαρμπαγιώργου τα τερτίπια τα πολεμικά. Έβλεπες λοιπόν εκεί και φτάναν από κάθε μαχαλά τα χασαπάκια και τα μαναβάκια, τα λογής κοπής μαστοράκια, κι οι μαστόροι, κι οι κάθε εργατικοί με τις γυναίκες τους και τα μικρά τους, και φτάναν εκειπέρα με φωνές και ταραχή, ανυπόμονοι μη χάσουν την παράσταση, ενώ αυτή μισή ώρα ακόμα ήθελε ν’ αρχίσει. Και μόλις φτάναν, όλοι πέφτανε σε μια βαθιά σιωπή, σε σεβασμό βαθύτερο. Γιατί το θέατρο το καραγκιοζαίικο, νιώθει κανείς, χωρίς άλλος να του το ξηγήσει, πως θέλει μεγάλη προσοχή, άμα είναι σπουδαία παράσταση, όχι δηλαδή τ’ αστεία μοναχά του Καραγκιόζη, και το ξύλο του Ντερβέναγα, και τα παθήματα του σιόρ Διονύσιου, και τ’ άλλα κωμικά, που ο κάθε μάγκας, πα’ να πει το κάθε αλάνι – όπως τώρα τα φωνάζουνε αυτά του δρόμου τα στολίδια –, τα ξέρει απόξω κι ανακατωτά και μπορεί να σου τα ξαναπεί νεράκι. Σ’ αυτή του «σεβαστού» κοινού την προθυμία βάνανε Φούλιας και Κονταργύρης όλα τους τα δυνατά για να φανούνε άξιοι. Τι τα θέλετε όμως· τουτηδώ η βραδιά άρχιζε άσκημα· κακά ήταν τα σημάδια της. Ο Κονταργύρης ήτανε πολύ «βρεμένος», κι ήταν έτοιμος ν’ αρπαχτεί με το παραμικρό, και μια ώρα να μαλώνει. Ο Φούλιας πάλι ήτανε «στεγνός», κι έλεγε πολλά η ανορεξιά κι η αμιλησιά του. Τέλος δεν τα πηγαίνανε πολύ καλά οι δυο τους, εδώ και κάμποσες μέρες. Κι είχανε το λόγο τους. – Ακόμα, ρε Θανάση, είπε ο κυρ Αντρέας, δεν πήγες στην παλιοπαράγκα; Ούτε τα φώτα έχεις ανάψει… Εσείς, ρε (στα παιδιά), τι καθέστε και κοιτάζετε; Γιατί δε σηκώνετε τα φώτα της πλατέας; Πού ’ν’ οι μουζικάντηδες; Γιατί δεν τους λέτε, ρε, ν’ αρχίζουν; Αυτοί δεν το ξέρουν το καθήκο τους;
– Λείπει ο Μπεντιβόλιας! είπε ένα παιδί. Οι άλλοι δε μπορούνε ν’ αρχίσουνε χωρίς την κλαμπαδόρα…
– Ν’ αρχίσουν όπως μπορούνε, ρε, σύρε πες τους… Ρε Θανάση, δεν ακούς; Δεν πας να κοιτάξεις την παράγκα σου;
– Εσύ έρχεσαι φαγωμένος, κι εγώ είμαι αφάγωτος… και θα ’μαι ως τις δυο από τα μεσάνυχτα. Το λοιπόν, πώς μπορεί να συνεννοηθεί ένας νηστικός μ’ ένα χορτάτο; είπε βαρύς ο Φούλιας. Άσε με εμένα, ξέρω γω τη δουλειά μου… Βρε, δεν έχω το κλειδί μαζί μου! Είπε ο Φούλιας, και σηκώθηκε, και ψαχνόταν αμίλητος.
– Δε σου τα λέω γω; είπε ο κυρ Αντρέας. Τι καθέστε σεις, ρε, και κοιτάζετε; Στο διάολο, τι κοιτάζετε; Τώρα τι κάνουμε, ρε Θανάση; Το σπίτι σου είναι μακριά· όσο να τρέξει το παιδί – πού είσαι, ρε Δημοσθένη; Να σπάσουμε την πόρτα, λέω, καλύτερα.
– Ας τρέξει ένα παιδί! είπε ο Φούλιας. Πώς να σπάσουμε την πόρτα; Ύστερα ν’ αφήσω τα πράγματα στην παλιοπαράγκα μ’ ανοιχτή την πόρτα; Ας πάει ένα παιδί!
– Μπαίνουμε από την ποδιά, είπε μια φωνή παιδιού που στεκόταν πίσω από τ’ άλλα τα παιδιά. Ο Φούλιας γύρισε απότομα και κοίταξε. Ήταν ο Τσιμπλής ο μάγκας, που ’κανε θελήματα στο θέατρο, βοηθός του βοηθού, μ’ άλλα λόγια του Βρακάκια.
– Ποιος σε ρώτησε σένα, ρε κερατόσπορε; είπε ο Φούλιας· κοίταξε το μπαγάσα, μου πήρε την κουβέντα από το στόμα… Ναι, μπορούμε ν’ ανοίξουμε την ποδιά… όμως ας πάει κι ο Δημοσθένης! Δε μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε από την ποδιά μπροστά στον κόσμο!
– Τρέχα, Δημοσθένη! φώναξε ο κυρ Αντρέας κατά το Δημοσθένη που ’τρεχε».
Ο Κωστής Παλαμάς που πρωτοποριακά ασχολήθηκε, μελέτησε και πρόβαλε τη νεοελληνική λογοτεχνία, σημειώνει ότι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, με το ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης, εκφράζει ένα γνήσιο τμήμα του βίου του ελληνικού λαού, επαινώντας την πλούσια χρήση της δημοτικής.
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής