Κάθε φορά που επισκέπτομαι μια άλλη πόλη στην Ελλάδα, όταν αναφέρω τον τόπο καταγωγής μου, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ανταλλάζω απόψεις, αναφέρεται στην πόλη μου με σημείο αναφοράς την ποδοσφαιρική μας ομάδα. Πραγματικά είναι η καλύτερη διαφήμιση, αρχή κάθε ενδιαφέρουσας συζήτησης, καθώς όλοι εκφράζονται με θαυμασμό και ίσως με μια μικρή ζήλεια για τα κατορθώματά της.
Ναι πράγματι είμαστε πολύ τυχεροί ως Ξανθιωτες. Διότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια (σχεδόν 30) έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε την πολυτέλεια να παίζει η τοπική ομάδα μας στην πρώτη επαγγελματική κατηγορία και ζούμε με την πολυτέλεια να βλέπουμε τόσο κοντά μας, όλα τα μεγάλα αστέρια που φιλοξενούνται στην χώρα μας και διαφημίζουν το ποδόσφαιρο.
Σε αυτό τον όμορφο κόσμο του ποδοσφαίρου, όπως τον μάθαμε κοντά στην τοπική μας ομάδα, μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, τα κάναμε αγνούς και θερμούς (όχι φανατικούς) φιλάθλους. Και παίκτες διαμάντια όπως ο Μάκης Τζατζος, ο Ζήσης Βρύζας, ο Χρήστος Μαλαδένης ήταν που μας έκαναν να αγαπήσουμε το ποδόσφαιρο και να γευτούμε τις συγκινήσεις που απλόχερα αυτό προσφέρει. Αυτοί μαζί με άλλους μεγάλης ποιότητας διεθνείς ποδοσφαιριστές όπως ο Βραζιλιάνος Έμερσον, ο Πολωνός Ρατζίνσκι, ο δικός μας Μαρτσέλο, σε ένα μίγμα με άλλους κορυφαίους Έλληνες όπως ο Καραγεωργιου, ο Ουζουνίδης, ο Κωστούλας, δόξασαν την επαρχιακή μας ομάδα, την έκαναν διάσημη, σημείο αναφοράς στον ποδοσφαιρικό χάρτη.
Ποιος θα ξεχάσει στιγμές όπως τα τρία γκολ του Ρατζίνσκι κόντρα στον Παναθηναϊκό, την επέλαση Βρύζα όταν γκρέμιζε τον μεγάλο Καλιντζακη, τις νίκες με τριάρες και τεσσάρες κόντρα στις ομάδες του κέντρου, τις εμπειρίες από τα ταξίδια στην Ευρώπη. Ποιος θα φαντάζονταν ότι κάποτε θα παρακολουθούσαμε την Λάτσιο στο γήπεδο της πόλης μας, κόντρα στην τοπική μας ομάδα.
Αυτή η ομάδα που αναπτύχθηκε με όραμα και νοικοκυροσύνη άντεξε στο χρόνο, γιατί είχε την τύχη να βρίσκεται στο τιμόνι της ένας σοβαρός και μετρημένος επιχειρηματίας που την ανέδειξε σε πόλο έλξης ικανών ποδοσφαιριστών λόγω της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του. Είναι λοιπόν λυπηρό να βλέπεις σήμερα αυτήν την ομάδα που μας πρόσφερε τόσες συγκινήσεις, να αγωνίζεται κάθε Κυριακή μπροστά σε 100-200 φιλάθλους. Είναι άδικο και δεν της αξίζει τέτοια απαξίωση.
Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε όλοι τι έφταιξε και η ομάδα έπαψε πλέον να συγκινεί. Γιατί έπαψε πλέον να αποτελεί την κρυφή προσμονή κάθε Κυριακής. Ίσως επειδή πλέον δείχνει απρόσωπη, απόμακρη, αδιάφορη, σαν να αρνείται να συγχρωτισθεί με τον κόσμο της πόλης. Κι όμως αυτός ο κόσμος κινητοποιήθηκε όταν κινδύνευσε με υποβιβασμό. Άρα κάτι λείπει για να υπάρξει πάλι αναθέρμανση της σχέσης. Ίσως οι δέκα ξένοι της ενδεκάδας να είναι μια αιτία. Ίσως το γεγονός ότι έπαψε πλέον να τροφοδοτεί με Έλληνες παίκτες την εγχώρια αγορά, ίσως έπαψε πλέον να αποτελεί όνειρο κάθε επαρχιώτη Έλληνα ποδοσφαιριστή να γίνει ευρύτερα γνωστός.
Δεν είμαι και ούτε θέλω να γίνω ειδικός. Ένας αγνός φίλαθλος είμαι που μεγάλωσα τον γιο μου με την αγάπη για την ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης του, που τον άκουγα με καμάρι και ενθουσιασμό να απαντά σε όσους τον ρωτούσαν ποια ομάδα υποστηρίζει, ότι είναι Ξάνθη και όχι ΑΕΚ, ΠΑΟ, Ολυμπιακός ή ΠΑΟΚ. Ένας απλός φίλαθλος είμαι που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια στηρίζω την ομάδα γιατί αναγνωρίζω τι μου έχει προσφέρει.
Πιστεύω ότι όλοι όσοι την αγαπάμε ψάχνουμε μια ευκαιρία να της το αποδείξουμε. Κάποιος πρέπει να μας σκουντήσει, να μας τραβήξει. Είναι κρίμα να χαθεί αυτό το όνειρο που διαρκεί τόσες δεκαετίες. Γιατί δε θέλω να σκέφτομαι τι θα συμβεί αν χαθεί το όνειρο, δε θέλω να νιώσω την απόγνωση μεγάλων γειτονικών μας ομάδων. Η ιστορία και το όνειρο αυτό αξίζει να συνεχιστεί.
Στέργιος Γιαλάογλου