Καθαρή Δευτέρα στην όχι τόσο καθαρή-δικαιολογημένα-μικρή μας πόλη, με μια ερμαφρόδιτη-ωστόσο λαχταριστή-λιακάδα για τις εκατοντάδες των επισκεπτών μας. Εκείνων που σκέφτηκαν να καλωσορίσουν τη Σαρακοστή κάτω απ το εμβληματικό ρολόι, στους πρόποδες της παλιάς πόλης, στα φιλόξενα σοκκάκια της, με τον αντίλαλο ενός ακόμα εποχικού μεταίχμιου πάνω στα υπομονετικά πλακόστρωτα.
Τραπεζάκια παντού. Τραπεζάκια νόμιμα, τραπεζάκια παράνομα. Ζευγάρια παντού. Ζευγάρια νόμιμα, ζευγάρια παράνομα. Και οικογένειες, με παιδιά κάθε ηλικίας και ηλικιωμένους γονείς κάθε ανάμνησης, απ το καρναβάλι. Από τότε, απ την εποχή Ασημομύτη, Στάθη και λοιπών πρωτοπόρων σ ένα παραδοσιακό γίγνεσθαι εξευρωπαϊσμένο κι αυτό με το πέρασμα των χρόνων.
Σερβιτόροι παντού. Σερβιτόροι πτυχιούχοι, σερβιτόροι ανασφάλιστοι.
Παρέες-παρέες σε μια προσπάθεια ν ανασάνουν όλοι κάτω από μιαν ανακωχή του καιρού και των Ευρωπαίων ελεγκτών μας. Αυτοί δεν μας έλειψαν ποτέ. Μπερδεμένοι ακόμα και με τις σερπαντίνες μας, να γλιστράν ασφυκτικά ανάμεσα στην κακόγουστη μπριγιαντίνη τους-σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής… “ευταξίας”.
Κουράστηκε ο κοσμάκης! Μπούκωσε..!
Ένα τριήμερο μ έναν αφειδόλευτο ήλιο, έναν ήλιο Έλληνα ξεχασμένο χουβαρντά.
Ένα τριήμερο με πολλή κούραση απ τους επαγγελματίες-της εστίασης κυρίως-και με διάφορα που και που-ευτυχώς-τιμολογιακά πάλι παιχνίδια στην πλάτη των ανύποπτων πεινασμένων και διψασμένων οδοιπόρων μας.
Όλα αυτά μαζί και μαζί μ αυτά η διακριτική φειδώ του Δήμου. Δεχόμαστε την εκδοχή, πως τα λεφτά χρειάζονται για τα σπουδαία. Κι ας ήταν βουβή η πόλη μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι. Κι ας ξεχείλιζαν οι κάδοι πρωί πρωί του Σαββάτου σε προσβάσιμα σημεία. Ο κόσμος ήταν τόσος… Μα κι άλλες τόσες στάθηκαν οι φιλότιμες προσπάθειες όλων εκείνων, που επωμίστηκαν την εικόνα της πόλης. Προσπάθειες κόντρα σε μια λαοθάλασσα και στις κακές συνήθειες μεγάλου μέρους της, που συνειδητά και με μιαν άλλη παράδοση πετάει όπου βρει, ό,τι δεν χωράει στις τσέπες του. Προσπάθειες για μια εικόνα που ορίζουν τα φιλόξενα αισθήματα του τόπου. Κι ύστερα να συμπορεύονται ντόπιοι κι επισκέπτες. Νέοι κυρίως, που επαναπατρίστηκαν παρενθετικά για το καρναβάλι, απ τις χώρες όπου εξασφάλισαν ένα ευρωπαϊκό μεροκάματο με… ελληνικές και κει αμοιβές.
Συμπορεύτηκαν όλοι σε μια πόλη χαρούμενη, γεμάτη με κείνα τα πλουμίδια να κρέμονται αδιάψευστη μαρτυρία μιας ταυτότητας, μ αποτυπώματα τα γλέντια, τη γαστριμαργία, μα πάνω κι απ αυτά την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό σε μια “ξενία γη”…
Χρύσα Μπαΐρα