Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η είδηση περί καταδίκης της Ελλάδας για την εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου (Σαρία) σε υπόθεση κληρονομικής διαφοράς μεταξύ Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 (προστασία της περιουσίας) της ΕΣΔΑ.Η υπόθεση αφορούσε στην εφαρμογή από τα ελληνικά δικαστήρια της Σαρία σε μία κληρονομική διαμάχη μεταξύ Ελλήνων μουσουλμάνων (μελών της μουσουλμανικής μειονότητας, σε αντίθεση με τη βούληση του διαθέτη ο οποίος είχε ορίσει με διαθήκη που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, τη σύζυγό του ως κληρονόμο του συνόλου της περιουσίας του. Ο Αρειος Πάγος είχε κρίνει ότι δεν είχε καμία σημασία η βούληση του διαθέτη διότι εφαρμοστέο στην υπόθεση δίκαιο, ήταν το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο (σαρία) που εφαρμόζεται ειδικά σε Έλληνες Μουσουλμάνους. Η σύζυγος σύμφωνα με το αστικό δίκαιο θα είχε κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία του ενώ με την σαρία την στερήθηκε. Ωστόσο, η οποιαδήποτε προσέγγιση της απόφασης με κριτήρια αμιγώς ανθρωπιστικά και ιδεολογικά, αποβαίνει επιδερμική και επιπόλαια, ενώ αδικεί την ίδια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία κατά την προσωπική μου άποψη είναι κορυφαία και πρωτοποριακή για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Αρχικά και ιστορικά θα πρέπει να αναφέρουμε τα εξής: Η ελληνική έννομη τάξη με πλέγμα νόμων, ορισμένοι από τους οποίους έχουν αυξημένη ισχύ κατά το άρθρο 28 Σ, έχει υιοθετήσει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, για τη ρύθμιση εννόμων σχέσεων που αφορούν την προσωπική κατάσταση, τη σύσταση και τη λύση γάμου, τις οικογενειακές σχέσεις και θέματα κληρονομικής διαδοχής των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας. Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης συνιστούσε προσωπικό δίκαιο, που εφαρμόζονταν στις βιοτικές έννομες σχέσεις των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, οι οποίες προσδιορίζονται από το άρθρο 4 §2 ν. 147/1914 και διατάξεις της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθ. Περιεχομένου που κυρώθηκε με το ν. 1920/1991.Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του κληρονομικού δικαίου του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου η κληρονομική διαδοχή αποβιώσαντα επέρχεται με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και όχι με διαδοχή από διαθήκη. Το μουσουλμανικό δίκαιο αγνοεί τον θεσμό της διαθήκης, όπως τον εννοεί το δίκαιο του Αστικού Κώδικα και επομένως η διαθήκη του κοινού αστικού δικαίου δεν αποτελεί λόγο κλήσης κάποιου στην κληρονομία αποθανόντα. Ετσι λοιπόν με την συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε μια υπόθεση που αφορούσε θανατο του 2008 και είχε κριθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια με βάση το νόμο που ίσχυε εκείνη την εποχή. Όμως ύστερα από την πρόσφατη τροποποίηση του Ν.4511/2018 «Στο τέλος του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄182) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄11) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4.α. Οι υποθέσεις της παραγράφου 2 ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις και μόνο κατ’ εξαίρεση υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτησή τους ενώπιόν του για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη διαφορά. Εάν οποιοδήποτε από τα μέρη δεν επιθυμεί την υπαγωγή της υπόθεσής του στη δικαιοδοσία του Μουφτή, δύναται να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τις κοινές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν το τεκμήριο της δικαιοδοσίας. Συνεπώς η ελληνική πολιτεία, πρόλαβε και άλλαξε το προϊσχύσαν δίκαιο και πριν την έκδοση της απόφασης έδωσε το δικαίωμα στα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας εφόσον το επιλέξουν, να ακολουθήσουν το κοινό δίκαιο όπως και όλοι οι κάτοικοι της χώρας που δεν είναι μέλη της μειονότητας. Αυτό πρέπει να πιστωθεί στα θετικά της και για αυτό η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναγνωρίζει και εκφράζει την ευαρέσκεια του για την ελληνική πολιτεία που έδωσε αυτό το δικαίωμα της επιλογής στα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας.
Η Ελλάδα επί σχεδόν 100 χρόνια παρείχε σε όλα τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης το προνόμιο της ειδικής δωσιδικίας για τις οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές σύμφωνα με τον ιερό μουσουλμανικό νόμο (σαρία) υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του ιεροδίκη Μουφτή. Για όλους όσους διαβιούμε μόνιμα στην Θράκη, η εφαρμογή της σαρία όχι με τα χαρακτηριστικά του ισλαμικού νόμου σε αυστηρά θεοκρατικά καθεστώτα, αλλά ως ένα σχετικά χαλαρό και βραδέως εξελισσόμενο πλαίσιο κανόνων θρησκευτικής πίστης, λειτούργησε κατά τρόπο σχετικά υποδειγματικό, καθώς οι δύο θρησκείες συμβίωναν αρμονικά, η δε μουσουλμανική μειονότητα που έχει μια μεγαλύτερη ευαισθησία στα θέματα της πίστης της ένιωθε μια δικαιωματική ανεξαρτησία στον τρόπο άσκησης των θρησκευτικών της καθηκόντων, που χωρίς υπερβολές ρύθμιζε και τις οικογενειακές και κληρονομικές σχέσεις της. Μόνη τροχοπέδη ήταν η εμμονή της ελληνικής πολιτείας στην απαξίωση του θεσμού του Μουφτή – Ιεροδίκη που καθιστούσε την νομολογιακή βελτίωση και εξέλιξη του δικαίου της σαρία, προβληματική. Υπήρχαν όμως φωνές από παλιά που έκαναν λόγο για θέσπιση της συντρέχουσας παράλληλης αρμοδιότητας του κοινού αστικού δικαίου (θυμάμαι την σχετική τοποθέτηση του συναδέλφου δικηγόρου Ροδόπης και νυν βουλευτή Ιλχάν Αχμέτ σε ένα συνέδριο στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας προ 4ετίας). Ετσι λοιπόν έσπευσε η ελληνική πολιτεία και καθιέρωσε το 2018, το δικαίωμα της επιλογής για τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας, πριν την έκδοση της απόφασης του Ευρωπαικού Δικαστηρίου. Εδώ λοιπόν ας σκύψουμε λίγο στο σκεπτικό της απόφασης: Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η προσφεύγουσα ως μέλος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως δικαιούχος διαθήκης που καταρτίστηκε βάσει του αστικού κώδικα από Έλληνα μουσουλμάνο διαθέτη, σε σύγκριση με δικαιούχο διαθήκης που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από Έλληνα διαθέτη μη μουσουλμάνο, δεν ήταν αντικειμενικά και εύλογα αιτιολογημένη. Το δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, το εξής πολύ σημαντικό που πρέπει να τύχει ιδιαίτερης ανάλυσης και προβληματισμού: Οτι η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο προκειμένου να παρασχεθεί στις θρησκευτικές κοινότητες, ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια. Δηλαδή το γεγονός ότι υφίσταται μια μειονότητα με συγκεκριμένα π.χ θρησκευτικά χαρακτηριστικά, δεν αποτελεί λόγο για να υποχρεωθεί ένα κράτος να θεσπίσει ιδιαίτερα προνόμια στα μέλη αυτής της μειονότητας, που να τα διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους πολίτες που δεν ανήκουν σε αυτήν την μειονότητα. Αν λοιπόν έχουμε ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς, όπως η Ελλάδα με την σαρία, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για το δικαίωμα της μειονότητας σε αυτό, εφαρμόζονται με τρόπο που δεν περιλαμβάνει διακρίσεις σε σχέση με την μη μέλη αυτή της μειονότητας. Επιπλέον, έκρινε ότι η άρνηση στα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να ωφεληθούν κατ’ επιλογή από το κοινό δίκαιο δεν συνιστά μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση ενός πρωταρχικής σημασίας δικαιώματος στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού. Εδώ λοιπόν είναι το κορυφαίο συμπέρασμα στην απόφαση. Ότι το γεγονός ότι ένας μουσουλμάνος ως μέλος της συγκεκριμένης μειονότητας, στα πλαίσια της συγκεκριμένης συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας, επιθυμεί να απολαύει ειδικά προνόμια που η δική του θρησκεία επιτάσσει και επιβάλλει, αυτό δεν σημαίνει ότι αφενός το κράτος πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα του ίδιου του μουσουλμάνου να αυτοπροσδιορίζεται ελεύθερα εκτός των συγκεκριμένων θρησκευτικά επιβεβλημένων υποχρεώσεων και αφετέρου ότι το κυρίαρχο κράτος είναι υποχρεωμένο να απαγορεύει την ελευθερία αυτού του ατόμου να ακολουθήσει το κοινό δίκαιο που εφαρμόζεται σε όλους όσους δεν ανήκουν σε αυτή την μειονότητα. Δηλαδή η Ελλάδα καταδικάστηκε όχι γιατί εφάρμοσε την σαρία, αλλά διότι δεν είχε θεσπίσει την δυνατότητα επιλογής στα μέλη της συγκεκριμένης μειονότητας να ακολουθήσουν το κοινό δίκαιο. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία, μέχρι την εποχή που έγιναν τα συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούσαν την υπό κρίση υπόθεση, εφάρμοζε το νόμο της Σαρία σε ένα τμήμα των πολιτών της χωρις να λαμβάνει υπόψη τις τυχόν διαφορετικές επιθυμίες τους.
Θα πρέπει λοιπόν, να εστιάσουμε όχι τόσο στην (ορθή κατά την άποψη μου) παροχή του δικαιώματος της απόλαυσης του ειδικού προνομίου της σαρία για τους μουσουλμάνους της Θράκης, ύστερα από επιλογή των ίδιων των μουσουλμάνων της περιοχής, όπως θεσμοθετήθηκε με τον Ν.4511/2018. Και την θεωρώ ορθή γιατί σέβομαι την επιθυμία των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής οι οποίοι στην συντριπτική πλειοψηφία τάσσονται υπέρ του δικαιώματος της σαρία και γιατί αξιολογώ ως θετική την συμβολή της εφαρμογής αυτού του ειδικού προνομίου στην ειρηνική συμβίωση των κατοίκων της περιοχής. Απόδειξη της άποψης αυτής είναι ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης επιμένουν στην συντριπτική πλειοψηφία τους να τελούν μέχρι σήμερα γάμους υπό τον Μουφτή και να υπάγονται στην δική του δικαιοδοσία. Όμως μείζον θεωρώ ότι θα πρέπει πλέον όλοι μας και κυρίως οι μουσουλμάνοι της Θράκης να αντιληφθούμε ότι ακόμη και ο όρος μειονότητα συνιστά από μόνος του δυσμενή διάκριση και θα πρέπει να εργαστούμε όλοι για την απάλειψη – εξαφάνιση του. Το γεγονός ότι κάποιος είναι μουσουλμάνος, όπως λεει η απόφαση, δεν σημαίνει ότι πρέπει το κυρίαρχο κράτος να θεσπίζει ειδικά προνόμια για αυτόν εκ μόνου του λόγου ότι ανήκει σε μια μειονότητα. Αν σκεφτούμε ότι η Τουρκία διαχρονικά εστιάζει στο δόγμα μουσουλμανική = τουρκική μειονότητα άρα όποιος ανήκει στην μουσουλμανική μειονότητα καθίσταται αφεαυτού Τούρκος, καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην διαχρονικά ακολουθούμενη πολιτική της και γι’ αυτό φρονώ ότι η γείτονα χώρα δεν θα είδε με καλό μάτι την απόφαση. Οσο πιο ευρωπαϊκά εξελίσσεται η χώρα και όσο περισσότερο απολαμβάνουν του ευρωπαϊκού κεκτημένου οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θράκης, τόσο περισσότερο θα απομακρύνεται η ιδέα της όποιας «ανάμιξης» της γείτονος στην περιοχή. Και η παροχή του δικαιώματος της επιλογής για το εφαρμοστέο δίκαιο όπως αποφάσισε η κυβέρνηση, κινείται προς αυτήν την (σωστή) κατεύθυνση. Μην ξεχνάτε ότι και η ισοκυρία πολιτικού και θρησκευτικού γάμου μεταξύ χριστιανών πέρασε από χρόνια δοκιμαστικής λειτουργίας και καθιερώθηκε ύστερα από την καταγραφή των τάσεων διαχρονικά. Ο μόνος προβληματισμός μου είναι στο γεγονός ότι ο νέος νόμος δεν προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα του κοινού αστικού δικαίου μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη των μερών. Διότι σε περίπτωση που ένα μέρος εκδηλώσει την επιθυμία να υπαχθεί στο κοινό αστικό δίκαιο, τότε το έτερο μέρος που επιθυμεί την εφαρμογή της σαρία, θα έχει ενδεχομένως το δικαίωμα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τους ίδιους ή όμοιους λόγους. Η άμεση εφαρμογή του Νόμου με την έκδοση των σχετικών Π.Δ καθώς και το Π.Δ που αφορά στον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των Μουφτειών στην περιοχή, θα συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της κατάστασης και στην εξάλειψη των όποιων «ανώμαλων» φαινομένων παρατηρούνται από παρείσακτους που αντιποιούνται την ιδιότητα του Μουφτή και δια του θρησκευτικού συναισθήματος παίζουν πολιτικά παιχνίδια στην περιοχή.
Εν κατακλείδι, εγώ κρατώ από την απόφαση, ότι μιλά για παραβίαση ενός πρωταρχικής σημασίας δικαιώματος στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού. Ο όρος μειονότητα κάποτε, εξυπηρέτησε κάποια σκοπιμότητα ως προς την διαμόρφωση συνθηκών ασφαλούς και ισότιμης μεταχείρισης ενώπιον του Νόμου, όταν οι συνθήκες το επέβαλλαν, όταν η ίδια η δημοκρατία τελούσε υπό αμφισβήτηση και προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί και εν συνεχεία να εξελιχθεί. Σήμερα που έχουμε την τύχή ως μέλη της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας να απολαμβάνουμε τα αγαθά της προηγμένης δημοκρατίας που κατέκτησαν οι λαοί ύστερα από τα βιωματικά δεινά τόσων μεγάλων πολέμων, απαλλαγμένοι από τα σύνδρομα της ενοχής και της τυραννίας της μεταμέλειας (που ο Πασκάλ Μπρυκνέρ περιγράφει στην πρόσφατη ευρωπαϊκή πραγματικότητα) μπορούμε να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της απαλλαγής από τις διακρίσεις της μειονοτικής αντίληψης και ανασφάλειας που απέμεινε ως κατάλοιπο από το επεισοδιακό μας, παρελθόν. Είμαστε όλοι φορείς των ίδιων δικαιωμάτων και των ίδιων υποχρεώσεων απέναντι στο ίδιο κυρίαρχο κράτος. Τι νόημα έχει πλέον ο όρος (θρησκευτική) μειονότητα όταν υπάρχει συνταγματικά κατοχυρωμένη η ανεξιθρησκεία και η θρησκευτική ελευθερία; Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε την κατάργηση των προνομίων που δημιουργεί η μειονοτική αντίληψη; Εμπιστευόμαστε το κράτος που ζούμε και αναπτυσσόμαστε σε ικανό βαθμό για να εμπιστευτούμε τις τύχες μας;
Υπό αυτήν την οπτική γωνιά, νιώθω ιδιαίτερη ικανοποίηση για την απόφαση αλλά δεν συμμερίζομαι τους πανηγυρισμούς των πολεμίων της σαρία και όλων όσων επιχειρούν να την αφορίσουν ως αιτία δεινών, διότι πολύ απλά δεν γνωρίζουν την περιοχή και δεν ζούν σε αυτήν. Η απόφαση του ΕΔΑΔ ανοίγει νέους ορίζοντες στην ιδεολογική μας εξέλιξη. Ας την καλωσορίσουμε λοιπόν.
Στέργιος Γιαλάογλου
Δικηγόρος