Φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από τον τερματισμό του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908). Ένας αγώνας σκληρός και απάνθρωπος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για την επικράτησή τους και τον έλεγχο της περιοχής της Μακεδονίας και αργότερα της Θράκης.
Με την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 και τις προσπάθειες το βουλγαρικού στοιχείου για αυτονόμηση της Μακεδονίας, έχουμε και τις πρώτες αντιδράσεις του ελληνικού στοιχείου με την ίδρυση του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα από τον Δημήτριο Καλαποθάκη, διευθυντή της Εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». Σκοπός του Κομιτάτου ήταν η άμυνα του Ελληνισμού στη Μακεδονία και στη Θράκη και στην αύξηση της Ελληνικής επιρροής στις περιοχές αυτές. Μετά βέβαια και το φόνο του Ήρωος αξιωματικού του Ελληνικού στρατού, Παύλου Μελά (Μίκης Ζέζας), ήρθε εντολή και προς όλους τους Μητροπολίτες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης να οργανώσουν την εθνική άμυνα κατά των Βουλγάρων.
Η έκρηξη οργής που προκάλεσε ο θάνατος του Μελά που φούντωσε και την ιδέα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας με οποιοδήποτε κόστος. Στην Ξάνθη οργανώνεται κίνημα αντιστάσεως με αρχικό πυρήνα τον Μητροπολίτη Ξάνθης Ιωακείμ Σγουρό, τον Έλληνα πρόξενο Άγγελο Άννινο Καβαλιεράτο και τον Ηπειρώτη γιατρό, Γιώργο Μαλετσίδη. Αποκορύφωμα της δράσης τους ήταν η δολοφονία του Βούλγαρου καπνεμπόρου και κομιτατζή Ηλία Χατζηγεωργίεφ στην Ξάνθη. Σε αυτή την ταραγμένη περίοδο για τη Μακεδονία και Θράκη, έρχεται να εγκατασταθεί στην Ξάνθη το 1902 ο Φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Σνώκ (Συνώκας) όπου και έμεινε μέχρι το 1913. Κατά τη διαμονή του στην πόλη μας, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα τόσο πατριωτική όσο και πολιτιστική. Επιδόθηκε στην λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία, ασκώντας παράλληλα και το επάγγελμα του φαρμακοποιού. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1879. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Βιέννη άλλαξε το επίθετό του από Συνώκας σε Σνωκ. Ήταν γιος και εγγονός Ιατρών, καταβολές που του εξασφάλισαν μια άνετη ζωή. Το 1913 συλλαμβάνεται από τους Βούλγαρους για την πατριωτική του δράση και μαζί με άλλους πρόκριτους της πόλης οδηγείται ως όμηρος στη Βουλγαρία. Μετά την ομηρία του και την απελευθέρωσή του εγκαταλείπει την Ξάνθη και εγκαθίσταται στην Θεσσαλονίκη.
Στο βιβλίο του Τέο Ρόμβου «Γεώργιος Κηπιώτης, ένας φίλος των παιδιών», ο Γιώργος Κηπιώτης, ο οποίος και ο ίδιος είχε συλληφθεί ως όμηρος την 26η Ιουνίου του 1913, μας αφηγείται ότι μετά τη φυγή τους από την πόλη μας, ο Κωνσταντίνος Σνωκ κατείχε ικανοποιητική θέση πλησίον του τότε Διοικητή της πόλης της Θεσσαλονίκης Στέφανου Δραγούμη, στον οποίο και παρουσίασε προσπαθώντας να του εξασφαλίσει θέση εργασίας. Από εδώ προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος Σνωκ ήταν ενταγμένος στο Μακεδονικό Κομιτάτο αλλά ήταν και ο σύνδεσμος μεταξύ του Δραγούμη και των τοπικών ανά των πόλεων μελών.
Στη Θεσσαλονίκη, διορίζεται Γραμματέας της Νομαρχίας και έπειτα Υποδιοικητής Πολυγύρου, Λαγκαδά και Κατερίνης. Όντας ταγμένος στο πλευρό του Βενιζέλου κατά τη Διασυμμαχική κατοχή της Θράκης το 1919-1920, διορίζεται Πολιτικός Διοικητής του Κάραγατς, της Αδριανούπολης και μετά της Αλεξανδρούπολης, όπου επίσημα ο ίδιος παραλαμβάνει την διοίκηση από τους Γάλλους το Μάιο του 1920.
Στη συνέχεια διετέλεσε Νομάρχης Αλεξανδρούπολης, Καβάλας και Γενικός Επιθεωρητής Εποικισμού Θράκης. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της Εφημερίδας «Νέα Αλήθεια», την οποία κρατά από το 1927 μέχρι το 1935. Από το 1936 έως το 1940 εκδίδει στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό «Μήνες» και το 1942, ύστερα από τη σύλληψη και την αποφυλάκισή του από τους Γερμανούς, εκδίδει το βιβλίο «Μακεδονία-Θράκη». Σε αυτό το βιβλίο, στις πρώτες σελίδες, διαβάζουμε μια συγκινητική αφιέρωση προς τους νεκρούς της Μακεδονίας: Αφιερώνεται στη μνήμη εκείνων που έπεσαν για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της Μακεδονίας και στο αίσθημα εκείνων που ζουν για να ΤΗΝ φυλάξουν εις αιώνας αιώνων. Τιμημένοι νεκροί, το να ρίχνει κανείς τη σκέψη του σε Σας, αποτελεί μια ευγενική ανάταση. Δεν μοιάζετε Σεις τους νεκρούς, που η ενθύμησή τους προξενεί το ρίγος και την φρίκην. Δεν αφήσατε Σεις την εντύπωση του αποτροπιασμού, τον οποίον αφήνουν οι αποθνήσκοντες κοινά και άχαρα επάνω στο κρεβάτι της αρρώστιας. Εσείς πετάξατε ελαφρά, χαθήκατε στο άπειρο, με κίνηση γεμάτη χάρη, με το θρόισμα της αναχωρήσεως ψυχών, των οποίων οδηγός προς τα ουράνια είναι μια ωραία ιδεολογία. Πίσω Σας, εις ουράν ατελεύτητον ανεβαίνουν προς τα ύψη, όλα τα συναισθήματα ημών των γηΐνων, ο θαυμασμός, η λατρεία, η αποθέωσις. Ανέρχεσθε, ανέρχεσθε, κατακτάτε τον ουρανόν αφού κατεκτήσατε την γην με τον ηρωϊσμόν σας. Ναι! Τιμημένοι νεκροί! Τη σκέψη μας αέναα καθηλώνομε σε Σας!»
Τελειώνοντας την εργασία μου και το αφιέρωμα για τον Πατριώτη, αγωνιστή, μέλος του Μακεδονικού Κομιτάτου, Φαρμακοποιό, Πολιτικό, Λογοτέχνη, δημοσιογράφο, Κωνσταντίνο Σνωκ, θα ήθελα να παραθέσω και ένα μήνυμά του προς τις επόμενες γενεές πάλι από το βιβλίο του «Μακεδονία –Θράκη», το οποίο όμως αφορά όλους! Απευθύνεται προς όλους τους Έλληνες: «Λέγω σ’αυτούς, το ιερόν αίμα με το οποίον ζυμώθηκε η πανένδοξη Ελληνική Γη μας επιβάλλει υποχρεώσεις πολλές. Το αίμα αυτό επεφόρτισε τη νέα γενεά με το μέγα καθήκον. Να ιδρύση όλη την εθνική ζωή της απάνω στις αρχές της ελευθερίας, και μαζί, μιας εργασίας άοκνης για την ηθική μας ανύψωσι. Οιαδήποτε υπολείμματα νωχελούς ασιατισμού που τυχόν παρεισέφρησαν κατά τη διάρκεια της υποδουλώσεώς μας σε μοιραίες καταστάσεις, θα αποτελούσαν ύβριν κατά της Ιεράς Μνήμης των πεσόντων Ηρώων, περιφρόνησιν της μεγάλης των θυσίας. Με το αίμα τους αυτοί υπέγραψαν γραμμάτιον δι’ όλας τας μελλούσας γενεάς των απογόνων των. Πρέπει να αισθανθή η παρούσα και μέλλουσα γενεά τον ιστορικόν κληρονομικόν αυτόν δεσμόν του μελλοντικού της έργου, με τα ευκλεή τρόπαια των πατέρων της. Πρέπει να λάβη συναίσθησιν του υψηλού και επιπόνου προβλήματος του οποίου την λύσιν ανέθεσεν είς αυτήν όλον το εθνικόν παρελθόν» (Το κείμενο αποτυπώνεται όπως έχει αποδοθεί από το Κωνσταντίνο Σνωκ. Τυχόν ορθογραφικά λάθη οφείλονται στον ίδιο.)
Ο Κωνσταντίνος Σνωκ πέθανε τον Νοέμβριο του 1931 στη Θεσσαλονίκη. Κλείνοντας θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα προς την Τοπική Αρχή. Έχουμε τιμήσει αυτόν τον άνθρωπο; Την ώρα που στην πόλη μας έχουμε αποδώσει τιμές, ακόμη και στα άλογα του Διομήδη δίνοντας τα ονόματά τους σε οδούς, θα αποτελούσε έλλειψη πολιτισμού και γνώσης ιστορίας, ύβρις και αγνωμοσύνη στο να μη δώσουμε το όνομα αυτού του ανδρός σε οδό της πόλης μας, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής!
Κώστας Μαυρομάτης – συλλέκτης