Το «Ε» ανοίγει τον φάκελο και παρέχει βήμα για την αποτύπωση των τάσεων στο πλαίσιο του ευρύτερου κοινωνικού διαλόγου
Από τον θρησκευτικό χώρο εκφράζουν τις απόψεις τους, ο Μητροπολίτης Ξάνθης κ. Παντελεήμων και ο Καθηγητής Θεολογίας και συγγραφέας κ. Πέτρος Γεωργαντζής. Από τον νομικό χώρο οι δικηγόροι της Ξάνθης κύριοι Σωκράτης Ξυνίδης και Κώστας Γούναρης
Ένα «καυτό» θέμα επιχειρεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση ανοίγοντας τον φάκελο: «Αναδιάρθρωσης των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους». Μια θεσμική οριοθέτηση των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία με ζητούμενο την αποσύνδεσή τους και την μετεξέλιξή τους όταν και εφόσον υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση. Στο πλαίσιο αυτό το «Ε» παρέχει βήμα σε γνωστές προσωπικότητες της πόλης μας, από τον θρησκευτικό και τον νομικό χώρο προκειμένου να καταθέσουν τις απόψεις τους και τα επιχειρήματα τους αναφορικά με την αναγκαιότητα του εγχειρήματος ή τις σκοπιμότητες που ενδεχομένως υποκρύπτει αλλά και τον βαθμό που η ελληνική κοινωνία όπως είναι διαρθρωμένη και «γαλουχημένη» μπορεί να αποδεχτεί. Η χρησιμότητα του διαλόγου που επιχειρεί το «Ε» έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει ένα «πλοηγό» των τάσεων που υπάρχουν και που θα συνδιαμορφώσουν σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο κοινωνικός διάλογος.
Από τον θρησκευτικό χώρο εκφράζουν τις απόψεις του ο Μητροπολίτης Ξάνθης κ. Παντελεήμων και ο Καθηγητής Θεολογίας και συγγραφέας κ. Πέτρος Γεωργαντζής. Από τον νομικό χώρος οι δικηγόροι της Ξάνθης κύριοι Σωκράτης Ξυνίδης και Κώστας Γούναρης.
Μητροπολίτης Ξάνθης , Παντελεήμων: «Αυτοί οι οποίοι μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας να διευκρινίσουν πρώτα τι εννοούν. Εκκλησία δεν είναι το κτίσμα, ο ναός αλλά το σύνολο των πιστών . Αυτοί αποτελούν το «σώμα» της εκκλησίας. Μ΄ αυτή την έννοια, θέλουν να χωρίσουν τον λαό από την πολιτεία; Μήπως ότι θα πάψει η πολιτεία να καταβάλλει την μισθοδοσία των κληρικών; Μα αυτό έγινε κατόπιν συμφωνίας όταν η Εκκλησία έδωσε στο κράτος το 96% της περιουσίας της για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες με μοναδική υποχρέωση της πολιτείας να αναλάβει την μισθοδοσία των κληρικών και τα λειτουργικά έξοδα των ναών. Αν θέλουν να αθετήσουν την συμφωνία αυτή ας πιστέψουν την περιουσία της εκκλησίας. Αν δε εννοούν ότι δεν θα έρχονται σε Δοξολογίες και παρελάσεις ας μην το κάνουν Εμείς θα κάνουμε ότι κάναμε. Η εκκλησία δεν αναμειγνύεται σε θέματα πολιτικής αλλά σε θέματα που αφορούν τον πολίτη. Εκεί έχει λόγο γιατί ο πολίτης είναι μέλος της εκκλησίας».
Σ. Ξυνίδης, Δικηγόρος: Είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα που η κοσμική εξουσία προσπάθησε να επιβάλει στους πολίτες την αποστασιοποίησή τους από τη θρησκευτική τους πίστη και εν πολλοίς από την οργανωμένη της μορφή, την Εκκλησία. Από τα κομμουνιστικά καθεστώτα μέχρι την κεμαλική εκδοχή του τουρκικού κράτους, από την κινεζική επιβολή του εξοστρακισμού του Δαλάι Λάμα από το Θιβέτ μέχρι την επιρροή της καθολικής εκκλησίας στα πολιτικά δρώμενα των καθολικών χωρών, παντού η πολιτική εξουσία απέτυχε να δαμάσει τη δύναμη της οργανωμένης θρησκευτικής έκφρασης. Μάλλον συμβιβάστηκε και ισορρόπησε μαζί της. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι περιπτώσεις που στην κατάρρευση των πολιτικών καθεστώτων, η οργανωμένη θρησκευτική εξουσία ανέλαβε την πολιτική εξουσία, στο όνομα βέβαια του… Θεού και της θέλησής του (πχ Χομεϊνί στο Ιράν). Είναι όμως συμβατό με την εποχή να μιλούμε για θεοκρατικά καθεστώτα; Για θρησκευτικούς ηγέτες που αναλαμβάνουν την πολιτική εξουσία; (όπως κάποτε ο Μακάριος στην Κύπρο). Το συντηρητικό ελληνικό δόγμα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», μπορεί να εκφραστεί μέσα από την ταύτιση του πατριωτικού καθήκοντος με την ορθόδοξη πίστη και τα πρότυπά της; (περίπτωση μακαριστού Χριστόδουλου). Κατά τη γνώμη μου -και ελπίζω κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού- όχι. Είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία ένας θρησκευτικός ηγέτης να αναλαμβάνει να εκφράσει και την πολιτική εξουσία, όσο σοφός και ανιδιοτελής κι αν είναι. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πατριωτικό ό,τι είναι ταυτόσημο και αρεστό με τα δόγματα ή τα διδάγματα της ορθόδοξης ή οποιασδήποτε άλλης πίστης. Δεν μπορεί η πολιτική εξουσία να επιβάλλει θρησκευτική ή οποιαδήποτε άλλη πίστη στους πολίτες αλλά ούτε και να τους επιβάλλει την άρνηση αυτών.
Η ορθόδοξη Εκκλησία συνδιαμόρφωσε την πορεία του ελληνικού λαού και του ελληνικού Κράτους. Το σύγχρονο ελληνικό Κράτος οφείλει σεβασμό για την προσφορά αυτή. Η ορθόδοξη Εκκλησία όμως οφείλει πάντα πρώτη να κάνει, οικειοθελώς, το βήμα. Βήμα φιλελευθεροποίησης ως προς την ιστορική και σύγχρονη εμπλοκή της με τα του ελληνικού Κράτους. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα αναγκάζεται να επιζητά την αναγνώριση του αναντίρρητου ρόλου και προσφοράς της, μέσα από σκοταδιστικά, μεσαιωνικού τύπου, συλλαλητήρια. Οφείλει να αξιοποιήσει τη μεγάλη της περιουσία, χάριν των πολιτών, χωρίς διακρίσεις, αναπτύσσοντας το φιλανθρωπικό της έργο και αναλαμβάνοντας πλήρως τις υποχρεώσεις συντήρησης του κλήρου και των δομών της. Άλλως θα πρέπει να θέσει την περιουσία της στη διάθεση του ελληνικού κράτους, το οποίο και θα αναλάβει τις υποχρεώσεις απέναντι στον κλήρο και τη συντήρηση και ανάπτυξη των ανθρωπιστικών δομών της Εκκλησίας. Τα υπόλοιπα είναι εύκολα και θα τα λύσει η ζωή. Μπορεί κάποιοι, δήθεν προοδευτικοί, να θέλουν να τελειώνουν τους λογαριασμούς της πολιτικής εξουσίας με την ορθόδοξη Εκκλησία εδώ και τώρα. Μπορεί και να συμφωνούσα πλήρως μαζί τους πριν μερικά χρόνια. Πιστεύω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε δυνατόν ούτε δέον. Ας ακολουθήσουμε τον βηματισμό της ελληνικής κοινωνίας η οποία, εύκολα ή δύσκολα, ωριμάζει και εξελίσσεται. Δεν είναι ώρα για συγκρούσεις αλλά μόνο για περίσκεψη και ομοψυχία. Με υπομονή και ισορροπία στην έκφραση των αναγκών και της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού».
Κ. Γούναρης, Δικηγόρος Ξάνθης: «Η συζήτηση για το χωρισμό κράτους και εκκλησίας επανέρχεται κάθε τόσο και δυστυχώς πολλές φορές χρησιμοποιείται από πολλές πλευρές (κυβερνήσεις, κόμματα αλλά και εκκλησία) περισσότερο για επικοινωνιακούς και λιγότερο για λόγους ουσίας.
Όμως το θέμα του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας ή καλύτερα το πρόβλημα της θεσμικής οριοθέτησης των ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας είναι υπαρκτό και αρκετά σύνθετο.
Ο κοσμικός χαρακτήρας της Πολιτείας ή διαφορετικά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους πρέπει να είναι αυτονόητο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Από την άλλη πλευρά είναι αναμφισβήτητο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει διαχρονικά δεσπόζουσα θέση στην ελληνική κοινωνία.
Το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να πιστεύει σε όποιον Θεό θέλει αλλά εξίσου δικαιούται και να μην πιστεύει, χωρίς καμία από τις παραπάνω επιλογές του να αποτελεί αιτία διακρίσεων σε βάρος του. Υποχρέωση της Πολιτείας είναι να κατοχυρώνει και να προστατεύει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να θρησκεύεται ή να μην θρησκεύεται, όπως επίσης και το δικαίωμά του να μην υφίσταται οποιαδήποτε διάκριση από την όποια επιλογή του.
Η κατοχύρωση ταυτόχρονα στο άρθρο 3 του Συντάγματος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας ως επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα προκαλεί συγχύσεις για τα θεσμικά όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η επιρροή της Εκκλησίας επί της Πολιτείας έχει να κάνει τόσο με το θεσμικό πλαίσιο, αλλά κυρίως με την (πολιτική) δύναμη της Εκκλησίας. Πολιτικός γάμος, μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, καύση νεκρών, σύμφωνα συμβίωσης, πολιτικός όρκος, βιβλία θρησκευτικών στα σχολεία είναι μερικά από τα ζητήματα, στα οποία η ηγεσία της Εκκλησίας αναμίχθηκε έντονα και πολλές φορές με σαφή πολιτική στόχευση.
Θυμόμαστε όλοι την ιστορία των ταυτοτήτων πριν 15 περίπου χρόνια, όπου με αφορμή ένα τριτεύον ζήτημα (την μη αναγραφή του θρησκεύματος σε ένα διοικητικό έγγραφο) η τότε ηγεσία της Εκκλησίας (με φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις) πρωτοστάστησε με συλλαλητήρια και συγκέντρωση υπογραφών σε μία πολιτική αντιπαράθεση με την τότε Κυβέρνηση και με την αμέριστη υποστήριξη της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν μετά τις εκλογές του 2004 η αξιωματική αντιπολίτευση έγινε κυβέρνηση, τόσο η ίδια όσο και η ηγεσία της Εκκλησίας «ξέχασαν» δια μαγείας το «μείζον εθνικό» θέμα, μιας και ο πολιτικός τους στόχος είχε επιτευχθεί. Αλλά και πρόσφατα, το 2016, η αποπομπή του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από αντιπαράθεση με την ηγεσία της Εκκλησίας για το ζήτημα των βιβλίων των Θρησκευτικών στα σχολεία δείχνει ότι οι ρόλοι μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας είναι κάθε άλλο παρά διακριτοί.
Η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση δίνει τη δυνατότητα να οριοθετηθούν μετά από δημόσιο διάλογο οι σχέσεις και οι θεσμικοί ρόλοι Πολιτείας και Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό όλοι θα βγουν ωφελημένοι».
Π. Γεωργαντζής, Θεολόγος, συγγραφέας: «Το θέμα του διαχωρισμού Εκκλησίας –Κράτους είναι πολύ παλιό που κατά καιρούς επανέρχεται στην επικαιρότητα. Ήδη από τα χρόνια της Ελλην. Επανάστασης είχε αρχίσει μια τέτοια σκέψη που γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Έκτοτε πολλάκις και κατά καιρούς κάποιοι πολιτικοί, αποβλέποντες σε ίδια πολιτικά-ψηφοθηρικά συμφέροντα, πρότειναν τον διαχωρισμό Εκκλησίας –κράτους, χωρίς όμως να τολμούν να το θέτουν σε δημοψήφισμα αλλ΄ ούτε να μπορούν να εισακουσθούν από τη συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων βουλευτών και στις κατά καιρούς επιχειρηθείσες τροποποιήσεις του «Συντάγματος».
Τελευταία, αν θυμάμαι καλά, επί Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργού Παιδείας του Αντ. Τρίτση είχε επιχειρηθεί να ανοίξει το θέμα αλλά γρήγορα ναυάγησε και εξέπεσε στις καλένδες.
Σήμερα, σαν ξαναζεσταμένο φαγητό, επανέρχεται στην επιφάνεια το θέμα. Μετά από τη «λύση» του Σκοπιανού θέματος, με την γαλαντόμο δωρεοδότηση προς τους Σλαβο-Βουλγαρο-Αλβανούς της ονομασίας «Βόρεια Μακεδονία», ο Πρωθυπουργός μας, ρίχνει την πρόταση του διαχωρισμού Ε –Π., ωσάν όπως λέγει ο λαός «Όλα τά έχει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει» ἤ τα άλλα «Τι σου λείπει Κασιδιάρη;, σκούφια με το μαργαριτάρι! » και «Ο κόσμος καίγεται και εμείς χορεύουμε»!!!
Είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός και η παρέα-σύμβουλοί του, είχαν αυτή τη φαεινή ιδέα μετά από όσα είδαν στα κατά καιρούς και τόπους διάφορα πρόσφατα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για την εκχώρηση, ως μη ώφειλε, απαράγραπτων ελληνικών αξιών και δικαιωμάτων στους άσχετους και άκληρους (χωρίς καμιά ιστορική, γλωσσική, γενεαλογική, συνειδησιακή ή και εδαφική σχέση έχοντες με τη Μακεδονία) γείτονές μας.
Καθώς είδαν λοιπόν σ΄ όλα αυτά τα συλλαλητήρια ότι οι φορείς της Εκκλησίας (από αρχιερείς μέχρι μοναχούς και μοναχές) όχι μόνον να συμπράττουν με τους διαμαρτυρόμενους πατριώτες Ἐλληνες (μακριά από κάθε είδος φασισμού) αλλά και πολλάκις να είναι μπροστάρηδες και ταγοί του γενικού ψυχικού αναβρασμού όλων των πιστών μελών της Εκκλησίας-Ελλήνων, όπως τους επιτάσσει η θέση τους, παρά τις «συστάσεις» του Αρχιεπισκόπου, που στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων.
Θέλοντας λοιπόν ο Πρωθυπουργός και η ομήγυρή του να πάρουν μια ρεβάνς εκδίκησης προς την Εκκλησία, αποφάσισαν να προέλθουν στην συνταγματική τροποποίηση για τον διαχωρισμό Π.-Ε.
Δυστυχώς αποδεικνύονται ανιστόρητοι και αγνώμονες !
Και εξηγούμαι Πρώτα απ΄όλα η πρόταση είναι εντελώς κάθετα αντίθετη με την ιστορική προσφορά της Εκκλησίας προς το Ελληνικό Έθνος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το νεότερο τουλάχιστον ελληνικό κράτος οφείλει την ύπαρξη του στην Εκκλησία, η οποία καθ΄όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» ως φιλόξενη κλώσα πήρε κάτω από τις φτερούγες της τους κατατρομαγμένους Ρωμιούς και ενώ όλοι οι εκάστοτε έχοντες και κατέχοντες έφευγαν προς την ελεύθερη Δύση αυτή αγκάλιασε όλους του κατατρεγμένους και αλαφιασμένους Ρωμιούς και τους εμφύσησε κουράγιο και ελπίδα ότι «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα΄ναι». Αυτή κράτησε γλώσσα, αυτή συνείδηση, αυτή συνοχή των Ελλήνων. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον κατακτητή και τον ραγιά ήταν η θρησκεία. Και όσοι κρατούσαν τη θρησκεία εξακολουθούσαν να είναι Έλληνες, ενώ όσοι έχαναν την πίστη έχαναν και τον ελληνισμό τους. Και όχι μόνον τούτο. Και όταν ξεσπούσαν επαναστατικά κινήματα οι κληρικοί της είτε ήταν τα πρώτα θύματα της εκδικητικής μανίας των Τούρκων είτε συνέπρατταν και ανακηρύσσονταν αρχηγοί των επαναστατών (βλέπε τον επίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο τον Φιλόσοφο).
Και κατ΄αυτήν την επανάσταση του 21 οι κληρικοί της συνέπραξαν σε όλους τους αγώνες. Ήταν εκείνοι πού πάντα πρωτοστατούσαν ή ήταν οι πρώτοι που συλλαμβάνονταν ως όμηροι και οδηγούνταν στις φυλακές (μεταξύ των οποίων και ο τότε Ξάνθης Σεραφείμ) ή και στις κρεμάλες (με πρώτο τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄). Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν ονόματα και ποσοστά. Τούτο μόνον να σημειωθεί ότι έχει ήδη αναγνωρισθεί και διακηρυχθεί επίσημα από προηγούμενη Βουλή ότι «ΕΣΩΘΗΜΕΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Το ίδιο συνέβη και στην σχετικά πρόσφατη Γερμανο-βουλγαρο-ιταλική κατοχή (1941-1944) κατά την οποίαν ενώ όλοι οι πολιτικοί δείλανδροι έφυγαν εκτός Ελλάδος, η Εκκλησία με πρώτο τον τότε Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στάθηκε αρωγός, αντιλήπτορας, προστάτης, τροφοδότης και μπροστάρης του ανώνυμου Ελληνικού λαού, συμμετέχοντας και στις αντιστασιακές ομάδες κατά των κατακτητών.
Επομένως η σημερινή Πολιτεία-Κράτος με την πρότασή της για διαχωρισμό Ε.-Π. δεν δείχνει μόνον ότι είναι επιλήσμων της ιστορίας και της προσφοράς της Εκκλησίας σε όλες τις φάσεις της ζωής της πατρίδας αλλά και ότι είναι και αγνωμονούσα.
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ο λόγος «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος», ή το « Σηκώνονται τώρα τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι» Αντί τα παιδιά της να δείξουν φιλοστοργία, τιμή και σεβασμό προς τους «γονείς», αυτά με περισσή και άφρονα αναίδεια και αγνωμοσύνη εκδιώκουν τους γονείς από το σπίτι που οι ίδιοι με κόπους, στερήσεις και ιδρώτες έως και αίματα έκτισαν. Αν είναι δυνατόν !
Αν θεωρηθεί όμως ότι οι καιροί και οι άνθρωποι άλλαξαν και ότι είναι απαίτηση των καιρών (βλέπε Ν.Τ.Π.) και των Ελλήνων ο διαχωρισμός Ε.-Π. τότε ας προβούν σε μια απόλυτα δημοκρατική ενέργεια, στην οποίαν κανείς δεν θα μπορέσει να αντιλέξει.
Ας κάνουν λοιπόν ένα δημοψήφισμα (όπως βέβαιο και για το Σκοπιανό) ανεπηρέαστο και ελεύθερο, χωρίς πλύσεις εγκεφάλων «ειδημόνων» από τα Μ.Μ.Ε και μάλιστα τα κρατικά και ας αφήσουν το λαό ελεύθερα να εκφρασθεί. Και εάν δώσει στην κυβέρνηση την πλειονότητα των ψήφων του 50+1 % τότε να προχωρήσει στην τροποποίηση του Συντάγματος.
Η Εκκλησία δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Ξέρει και να παλεύει και να νικά. Δοκιμάσθηκε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν σε πολύ δυσμενέστες συνθήκες και όπως λέγει ο Ι. Χρυσόστομος «Η Εκκλησία πολεμουμένη νικά, επιβουλευομένη περιγίνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών, κλυδωνίζεται αλλ΄ ου καταποντίζεται, χειμάζεται αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει, παλαίει αλλ΄ούχ ηττάται, πυκτεύει αλλ’ ου νικάται»
Να υπομνησθεί και ο λόγος του Χριστού προς τον διώκτη Σαούλ «Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν!»
Γρήγορα και οι σημερινοί κρατούντες θα αντιληφθούν το σφάλμα τους. Ίσως μάλιστα το συνειδητοποίησαν ήδη και γι΄ αυτό μάλλον αλλάζουν ρότα. Επειδή αντιλαμβάνονται ότι δεν διαθέτουν την πλειοψηφία των Ελλήνων για το λόγο αυτό «δειλοί και άνανδροι» μάλλον δεν θα προχωρήσουν στην διενέργεια δημοψηφίσματος για αναθεώρηση του Συντάγματος για ολοκληρωτικό και πλήρη διαχωρισμό Ε.-Κ. Φοβούμενοι μήπως αποκαλυφθεί η γύμνια τους θα αρκεσθούν μάλλον σε κατάρτιση ενός ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΥ μόνον και όχι ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, με το οποίο απλά θα διευκρινίζονται οι αρμοδιότητες της Εκκλησίας, δίχως να υπάρξει άμεση ρήξη με αυτή όπως βέβαια ούτε και με την συντριπτική πλειονότητα της Ελληνικής κοινωνίας, εν όψει μάλιστα και των επικειμένων εκλογών. Σ’ αυτή τη λύση μάλλον συγκλίνει και εκείνο που είπε ο Πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 2016 ότι «πρέπει να αποφευχθούν οι συγκρούσεις και να αναζητηθούν οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις μεταξύ της Πολιτείας, της Εκκλησίας και των πολιτών». Υπογραμμίζοντας ότι «είναι ώριμο το αίτημα για τη ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους με διατήρηση όμως για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης της Ορθοδοξίας ως κρατούσας Θρησκείας».
Έτσι ελπίζουν να έχουν «και την πίττα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο».
Οψόμεθα !».
Μαριάννα Ξανθοπούλου