Η Ξάνθεια, αρχαία πόλη της Θράκης και ο λαός των Ξάνθων αναφέρονται από συγγραφείς της αρχαιότητας και από μεταγενέστερους χωρίς όμως τίποτα άλλο πέραν από το όνομα.
Από εκκλησιαστικές πηγές εξάλλου υπάρχουν πληροφορίες, έπειτα από μερικούς αιώνες μετά την πρώτη αναφορά στο όνομα της Ξανθείας, για την προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη και για τα ονόματα των επισκόπων και μητροπολιτών από τον 9ο αιώνα και επέκεινα.
Τέλος για τη βυζαντινή εποχή οι συγγραφείς έγραψαν για συγκρούεις γύρω από την Ξάνθεια και μέσα σ’αυτήν, βυζαντινών μεταξύ τους και με ξένους επιδρομείς για κατακτήσεις της πόλης και κατοχής της από βουλγάρους και Φράγκους και τέλος, είναι γνωστό ότι κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1361, και έμεινε υπό την κατοχή τους επί 560 χρόνια, σε πηγές των οποίων και διασώζονται ορισμένα δημογραφικά στοιχεία της Ξανθείας.
Μια στοματική παράδοση υπάρχει για εγκατάσταση κατά τον 18ο αιώνα στην Ξάνθη και ενσωμάτωση στον γηγενή πληθυσμό, Ελλήνων από τη Χαλκιδική και τη νότια Βουλγαρία.
Παρόλα αυτά, κατά το μακραίωνο χρονικό διάστημα από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει κανένα διαφωτιστικό στοιχείο για το λαό της πόλης αυτής, την κοινωνική συγκρότησή του, τις επαγγελματικές του απασχολήσεις, την οικονομική δραστηριότητά του, τον πολιτισμό του. Δεν διασώθηκαν αξιόλογα μνημεία (εξαίρεση μπορεί να γίνει για τα μοναστήρια της Ξάνθης), κάποιο όνομα Ξανθιώτη που να διέπρεψε σε έναν οποιονδήποτε τομέα ή να παρήγαγε κάποιο σημαντικό έργο.
Οι λόγοι του φαινομένου αυτού1 μπορούν ν’ αποδοθούν σ’ αυτήν την ίδια την πορεία της Ξανθείας ή Ξάνθης μέσα στη διαδρομή της ιστορίας: οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις από διάφορους λαούς και έθνη, οι βίαιες είτε «εθελούσιες» εκτοπίσεις του πληθυσμού, οι καταστροφές και διαρπαγές συνετέλεσαν ώστε να μην διασωθεί κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί ή να τεκμαίρει την ύπαρξη του πολιτισμού και όλων των στοιχείων του κοινωνικού βίου των Ξανθιωτών, κατά τις δύο χιλιετίες που προηγήθηκαν.
Αλλά και αν ακόμη τυχόν είχε διασωθεί κάτι μέχρι τον περασμένο αιώνα, που ενδεχομένως θα χρησίμευε στον πιθανό ερευνητή της ιστορίας της πατρίδας του Ξάνθης, τα συσσωρευμένα και αλληλοδιάδοχα πολεμικά γεγονότα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα δεινά της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, ήταν αρκετά να εξαφανίσουν και αυτά έστω τα στοιχειώδη που θα χρησίμευαν ως μίτος στον σημερινό ερευνητή. Και, συνακόλουθα, κατά το πρώτο αυτό μισό του αιώνα μας δεν είχε παρουσιαστεί κανείς εντόπιος ερευνητής να ενδιαφερθεί για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, ώστε να αξιοποιήσει τα όσα πιθανόν- αλά και σύμφωνα με ενδείξεις – υπήρχαν τότε.
Έτσι, οι Ξανθιώτες ερευνητές που ενδιαφέρθηκαν κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια της εποχής μας, βρίσκονται μπροστά σε σκοτάδι, σε ό,τι αφορά τους αιώνες πριν από τον 19ο. αλλά και τα όσα ελάχιστα μπορεί να συλλέξει κανείς για χρόνους τόσο κοντινούς μας, από τον 19ο αιώνα και δώθε, χρειάζονται περαιτέρω έρευνα, επεξεργασία και μελέτη.
Αλλά, έστω και με αυτά που υπήρχαν, ένα είναι βέβαιο: ότι από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα σημειώνεται μια ραγδαία οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ξανθιωτών.
Χρονικό όριο της νέας αυτής περιόδου αποτελεί το έτος 1829, οπότε ένας καταστρεπτικός σεισμός συνοδευόμενος από μεγάλη πυρκαγιά, ανάγκασε τον πληθυσμό της Ξάνθης να μετοικήσει σχεδόν στο σύνολό του στη γειτονική Γενισέα. Που τότε ήταν ένα μικρό καπνικό κέντρο, χωρίς να αναπτύξει αξιόλογο εμπόριο. Την εποχή εκείνη περίπου, ορισμένοι Ηπειρώτες που είχαν οσμιστεί ότι ο καπνός ως προϊόν προσφέρεται για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητάς τους, μεταναστεύουν και εγκαθίστανται στη Γενισέα. Από το έτος του σεισμού ως το 1850 περίπου, οι Ξανθιώτες επιστρέφουν στην πατρίδα τους και ανοικοδομούν τις εστίες τους και ανορθώνουν τις επιχειρήσεις τους και γενικώς δραστηριοποιούνται στις επαγγελματικές τους ασχολίες, που ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από την επεξεργασία και την εμπορία του καπνού.
Μαζί τους ήρθαν στην Ξάνθη και οι Ηπειρώτες από τη Γενισέα (αργότερα τους ακολούθησαν και άλλοι συντοπίτες τους) και αυτοί θεμελιώνουν στην Ξάνθη, μαζί με τους εντόπιους μεγάλους οικογενειακούς οίκους, που κλάδοι τους επέζησαν μέχρι τη σημερινή εποχή.
Ο πληθυσμός της Ξάνθης λοιπόν υπό τη νέα σύνθεσή του, δραστηριοποιείται γενικά και οι ασχολούμενοι με την εμπορία του καπνού αποκτούν μιαν αξιόλογη ευημερία και παράλληλα παρατηρείται και μια λαμπρή πολιτιστική δραστηριότητα.
Πρώτιστο ενδιαφέρον των Ξανθιωτών υπήρξε η εκπαίδευση και η ανέγερση διδακτηρίων, που κατέστησαν ονομαστά. Εμφανίστηκαν «φιλοπάτριδες, νοήμονες και φιλομαθείς» Ξανθιώτες (κατά τα έντυπα της εποχής, της Κων/πολης και της Σμύρνης) που ιδρύουν και με δαπάνες τους λειτουργούν διδακτήρια – υπό το καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτή η ανοδική πορεία της Ξάνθης στην οικονομία και τον πολιτισμό ανακόπηκε το 1912 με την έναρξη των πολέμων. Τα γεγονότα καλπάζουν: Τον Ιούλιο του 1913 εισέρχονται στην Ξάνθη τα ελληνικά στρατεύματα (πρώτη απελευθέρωση της πόλης – για τρεις μήνες), τον Οκτώβριο του 1913 η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους και εγκαθίσταται η δεύτερη μετά 700 χρόνια κατοχή της από τη Βουλγαρία. Το 1919 αποχωρούν οι Βούλγαροι και εισέρχονται τον Οκτώβριο του 1919 ελευθερώτριες οι συμμαχικές της Ελλάδας δυνάμεις με επικεφαλής ελληνική μεραρχία, και το καλοκαίρι του 1920 μετά την παράδοση της Θράκης από τους συμμάχους στην Ελλάδα, εγκαθίστανται πια οι ελληνικές αρχές. Μέσα στο χρονικό διάστημα των οκτώ ετών των πολεμικών περιπετειών οι Ξανθιώτες είχαν πάρει επανειλημμένως το δρόμο της προσφυγιάς και η Ξάνθη δηώθηκε παντοιοτρόπως.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 γίνεται η πρόσμειξη του παλιννοστήσαντος ξανθιώτικου ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού με πρόσφυγες της Ανατολής και νοτιοελλαδίτες που επάνδρωσαν όλες τις δημόσιες υπηρεσίες.
Τέλος, πρέπει να προστεθούν οι μειονότητες των μουσουλμάνων, που παρέμειναν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει διεθνών συνθηκών, μερικές εκατοντάδες εβραίων και αρμενίων. Αρχίζει μια νέα περίοδος οικονομικής ανάτασης και πολιτισμικής – σε πολλούς τομείς- δραστηριότητας.
Τον Απρίλιο του 1941 η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς και αμέσως εγκαθίσταται η Τρίτη βουλγαρική κατοχή: εκτοπίσεις, διαρπαγές, βουλγαροποίηση του δημόσιου βίου. Τον Σεπτέμβριο του 1944 αποχωρούν οι Βούλγαροι με ταυτόχρονη εγκαθίδρυση εαμικής αυτοδιοίκησης και τον Απρίλιο του 1945 αναλαμβάνουν τη διοίκηση στην Ξάνθη οι επίσημες ελληνικές αρχές.
Αυτές οι τελευταίες τρεις δεκαετίες (1912-1945) μπορούν να χαρακτηριστούν ως μικρογραφία – γνωστή αυτή – των περιπετειών της Ξάνθειας ή Ξάνθης επί είκοσι αιώνες.
- Και τα στοιχεία που κομίζουν οι πρόσφατες έρευνες εδραιώνουν την άποψη για την ύπαρξη του φαινομένου αυτού
Στέφανου Ιωαννίδη Οκτώβριος 1999
Συγγραφέα – εκδότη των Θρακικών Χρονικών