Α. Οι συζητήσεις στην Χώρα μας μετά την εξαναγκαστική επιβολή και αποδοχή προ μηνός του 4ου Μνημονίου για το μέλλον της Εθνικής Οικονομίας, ζοφερό ή ζουμερό (!), για πολλοστή φορά κινούνται στο μανιχαϊστικό δίπολο του άσπρου-μαύρου. Εκτιμήσεις για το τι θα ισχύσει το 2021, εικασίες για το πώς θα καταλήξει το 2057 η Βασική Δανειακή Σύμβαση της Χώρας μας με την τρόϊκα, βεβαιότητες για το ότι το σύνολο της προσοδοφόρας σημερινής Εθνικής Περιουσίας έχει υποθηκευθεί στους “Ευρωπαίους” έως το έτος 2115 (ναι, 99 έτη από το 2016!…). Και όμως, όλος αυτός ο “διάλογος”, επιστημονικός ή μη, νηφάλιος ή έντονος, πολιτικός ή τεχνικός, έχει επαναληφθεί υπό όμοιες, ακραίες, συνθήκες περί που προ … 30ετίας (!) στην Πατρίδα μας την περίοδο 1989-1991, όταν εν μέσω πλήρους δημοσιονομικής κατάρρευσης της Οικονομίας της Χώρας και επανειλημμένων υποτιμήσεων της δραχμής και των κοσμογονικών ανατροπών στον υπαρκτό σοσιαλισμό των Βαλκανίων, της τ. Ανατολικής Ευρώπης και της τ.ΕΣΣΔ η Χώρα μας έπρεπε να αντιμετωπίσει το περίφημο …”1992″! Όσοι ζήσαμε την περίοδο, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τους νεώτερους ότι τα προβλήματα τότε ήταν πιο σοβαρά από σήμερα. Μα συγκρίνονται όσα τραβάμε σήμερα με το “1992”; Ας θυμηθούμε τι γινόταν τότε.
Β. 1. Η προοπτική της Εσωτερικής Αγοράς (ΕΑ) με την αναγωγή του “1992” σε ορόσημο μίας καταληκτικής πορείας αποτέλεσε es sentialium της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η “Εσωτερική Αγορά” ως όρος καθιερωμένος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 1982) απέδωσε με συνέπεια και στοχοπροσήλωση έκτοτε την βούληση των Ευρωπαϊκών Κρατών Μελών για την σφυρηλάτηση του κοινού μέλλοντός τους αρχικά με την εξάλειψη των εσωτερικών οικονομικών συνόρων τους, την οσημέραι διεύρυνση των επιχειρηματικών τομέων, που εντάσσονται στη χάραξη της διαρθρωτικής στρατηγικής της Κοινότητας, αλλά ταυτόχρονα και τη με ταφορά ουσιαστικών κυριαρχικών εξουσιών στους κεντρικούς Κοινοτικούς Θεσμούς ως αποτέλεσμα συγκερασμού των επιμέρους εθνικών συμφερόντων.
Η επιδίωξη του ” Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ” (ΕΟΧ) αποτέλεσε νοητή συνέχεια της κοινοτικής ΕΑ και την πλέον βραχυπρόθεσμη τότε προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης (χώρες Κοινότητας EFTA) με σκοπό την οικοδόμηση του μεγαλύτερου οικονομικού χώρου, που ποτέ σχεδιάσθηκε. Έχοντας επιλεγεί το καθεστώς της ΕΑ για την λειτουργία του ΕΟΧ δινόταν η ευκαιρία για την ανάδυση ενός νέου τύπου σχέσεων, που θα ερείδονταν σε ένα γερά δομημένο θεσμικό επίπεδο και θα συνοδεύονταν από την εύρυθμη λειτουργία κοινών οργάνων λήψης αποφάσεων και διοικήσεως προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών.
2. Η “Λευκή Βίβλος” της Επιτροπής/Κομισιόν της τότε ΕΟΚ, που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής στο Μιλάνο (Ιούνιος 1985), αποτέλεσε τον κύριο μοχλό για την ολοκλήρωση της ΕΑ. Η “Βίβλος” ήταν το συγκροτημένο, κεντρικό, Πρόγραμμα μέσω της κατάργησης των τεχνικών, φορολογικών και φυσικών εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και την κυκλοφορία κεφαλαίων, υπηρεσιών, προϊόντων και προσώπων και αποσκοπούσε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, στην υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών ικανών να παρακολουθήσουν τις διεθνείς εξελίξεις σε νέους τότε τομείς με την άσκηση ρυθμιστικής βιομηχανικής πολιτικής και γενικά την βελτίωση των μακροοικονομικών οικονομετρικών μοντέλων της κοινοτικής Οικονομίας in globο.
Η “Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη” (Λουξεμβούργο 1986) αποτέλεσε την πρώτη τροποποίηση της ιδρυτικής Συνθήκης της Ρώμης (1957) και προέβη σε καινοτομίες στο πλαίσιο της τότε ΕΟΚ ιδίως σε ό,τι αφορούσε τον στόχο της ΕΑ. Εισήγαγε την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας για θέματα ΕΑ στη λειτουργία του Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου με αναβάθμιση του ρόλου του τελευταίου, ενέγραψε ως στόχο την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή μέσω της αναδιανεμητικής λειτουργίας του Κοινοτικού Προϋπολογισμού προς τα λιγότερο ανεπτυγμένα Κράτη ΕΕ ή ακόμη και μέσω της δυνατότητας προσωρινών παρεκκλίσεων στην οικονομική πολιτική με την προοπτική της σύγκλισης, επεξέτεινε την κοινοτική αρμοδιότητα σε νέους τομείς (περιβάλλον, έρευνα, τεχνολογία),πάνω από όλα όμως ενισχύθηκε η ρυθμιστική λειτουργία της Επιτροπής σε ένα ευρύτατο φάσμα οικονομικής δραστηριότητας με την ανάθεση του κεντρικού συντονισμού των επιμέρους Προγραμμάτων χωρίς όμως να αντιτωπίζεται ριζικά το ζήτημα της διατήρησης της ηγεμονικής θέσης των τεχνολογικά προηγμένων Κρατών Μελών σε βάρος του Ευρωπαϊκού Νότου.
Γ. 1. Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών ως στόχος της ΕΑ υπολογιζόταν ότι θα προσεπόριζε μεγάλα οφέλη στις Οικονομίες, που θα ήταν βέβαια έτοιμες να τά αποκομίσουν και που θα διέθεταν ικανότητα αποτελεσματικής λειτουργίας σε έντονα ανταγωνικό περιβάλλον σε τομείς έντασης κεφαλαίου και νέων μορφών υπηρεσιών. Την ίδια στιγμή οι Οικονομίες με παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, αν διατηρούσαν τις τότε υπάρχουσες δομές, θα υφίσταντο σοβαρές απώλειες, χωρίς να πληγούν μεν ως προς το γενικότερο οικονομικό επίπεδό τους, αλλά και χωρίς να απολαύσουν τα οφέλη της ΕΑ. Ο σχεδιασμός αφορούσε την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων οικονομικών πόρων για την δικαιότερη κατανομή των ωφελειών με την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των εργαζομένων κατά το παράδειγμα του Schengen, για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας διά της καθιέρωσης σε όλα τα επίπεδα διαδικασιών “κοινωνικού διαλόγου” και της ελάχιστης έστω εναρμόνισης των εργασιακών συνθηκών, για τις προοπτικές απασχόλησης με την αντιμετώπιση και μείωση της ανεργίας, για την ευημερία των πολιτών με την οικονομική και κοινωνική συνοχή, για την δημιουργία του “ευρωπαϊκού πολιτιστικού χώρου”, για την αναζήτηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Σύγκλισης ως την ανάδραση της Ευρώπης των πολιτών στην στενά οικονομικώς νοούμενη Ενοποίηση.
2. Η πορεία για την ισχύ της ΕΑ δεν έταμε το “γρίφο” της ανάληψης του οικονομικού κόστους, καθώς και το ζήτημα των επιπτώσεων της διατήρησης των οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ Ευρωπαϊκού “Βορρά” και Ευρωπαϊκού “Νότου”. Αν και ο βασικός όρος της πολιτικής ενοποίησης ήταν ο σεβασμός της ισόρροπης ανάπτυξης μεταξύ των διάφορων Περιφερειών, εντούτοις ο συνεχιζόμενος προβληματισμός μεταξύ των κοινωνικών και των κοινοτικών εταίρων δεν έπαυσε να εξετάζει την πιθανότητα επιδείνωσης των μακροοικονομικών μεγεθών των λιγότερο ανεπτυγμένων και δυσχερέστερα προσαρμόσιμων Οικονομιών λόγω της μετατόπισης δραστηριοτήτων το ανεπτυγμένο οικονομικά Ευρωπαϊκό Κέντρο. Την πολιτική και όχι μόνο ανησυχία αυτή δεν φάνηκε να διασκεδάζει ούτε η εκθείαση των αναμενόμενων τότε ωφελειών, που θα προέκυπταν από την αξιοποίηση των νέων ευκαιριών και την “επιθετική” διαχείριση της αναδιανομής των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός της ΕΑ για τη βελτίωση της θέσης των Οικονομιών του Νότου στον παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό.
Οι ασθενέστεροι βρίσκονταν ενώπιον διλήμματος μεταξύ της πρόκλησης για μία “φυγή προς τα εμπρός” και μιάς υπολογισμένης βραχύχρονης περιόδου εγκόλπωσης του “πλήγματος” της Ενοποίησης. Η αναμενόμενη αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας στην Κοινότητα και οι συνακόλουθες θετικές μακροικονομικές συνέπειες ήταν προφανές ότι θα οδηγήσουν στην ένταση της διαδικασίας ενοποίησης του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χώρου κυρίως με την απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου και της κίνησης των παραγωγικών συντελεστών οδηγώντας σε μία εξισορροπημένη και αρμονική ανάπτυξη. Προς αυτή την κατεύθυνση βασική προϋπόθεση ήταν η λήψη στρατηγικής σημασίας και μακρόπνοου σχεδιασμού αποφάσεων για την εστίαση των προσπαθειών στους τομείς δράσης, για τους οποίους υπήρχαν δυνατότητες γοργής καταπολέμησης της υπανάπτυξης και των περιφερειακών ανισοτήτων.
Δ. 1. Ενώ λάβαιναν χώρα στον κοινοτικό χώρο όλα τα παραπάνω, η … ηρωϊκή Ελληνική Οικονομία αντιμετωπίζοντας χρόνια και εγγενή, αν όχι και διαρθρωτικά, προβλήματα κλήθηκε να αποδεχθεί την ονομασθείσα τότε “πρόκληση του 1992” χωρίς να απαλλαγεί από την αναχρονιστική αντίληψη στη διάρθρωση της, να αποκτήσει την αναγκαία πάγια υποδομή και να εκσυγχρονίσει έστω την εξοργιστική γραφειοκρατική λειτουργία των Δημοσίων Υπηρεσιών, να φανεί ικανή να βελτιώσει τους προβληματικούς δείκτες της, να τιθασεύσει τα υπέρογκα ελλείμματα και τον δυσθεώρητο πληθωρισμό, να εξυπηρετήσει το εσωτερικό χρέος, να διαβαθμίσει τις προτεραιότητές της σε πάγιους στρατηγικούς άξονες, να αποφύγει να καταχραστεί την “κοινοτική αλληλεγγύη”. Η σημειωθείσα αδυναμία της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να ανταποκριθεί στις συνθήκες του διαμορφωνόμενου περιβάλλοντος με την επικράτηση λαϊκιστικών αντιλήψεων στη χάραξη “ευρωπαϊκής πολιτικής” συνέβαλαν στη διατήρηση των διαπεριφερειακών ανισοτήτων και στις αποτυχημένες απόπειρες ανάσχεσης της πορείας συρρίκνωσης, αν όχι μαρασμού του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού. Από την αρνητική εικόνα δεν θα μπορούσε ωστόσο να παραληφθεί και το “μερίδιο ευθύνης” της Κοινότητας και των οργάνων της στη διαπλοκή των σχέσεών της με την Ελλάδα.
Η στα όρια της υπεροψίας άρνηση, αν όχι αδυναμία, κατανόησης των Ελληνικών ιδιαιτεροτήτων, η ανικανότητα εξειδικευμένης βοήθειας στην Ελληνική Οικονομία κατά την προσαρμογή της, η αλαζονική υποτίμηση της Ελληνικής κοινωνίας και των αντανακλαστικών της στο “σοκ” της Ενταξης (1981), η προώθηση αλυσιτελών, διαβρωτικών και επιρρεπών στην διαφθορά μορφών ενίσχυσης (λχ ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις) δε θα πρέπει να διαλάθουν της προσοχής κατά τον επιμερισμό των ευθυνών.
Κομβικό πρόβλημα τότε κατέστη η ανάληψη του κόστους της ταχείας προσαρμογής της Ελληνικής Οικονομίας. Η μετακύλιση του πολιτικού κόστους για τα αναγκαία σκληρά μέτρα στα Οργανα της Κοινότητας και των οικονομικών βαρών στους κοινωνικούς εταίρους οδήγησε σε ισχυρές αντιδράσεις και αντιστάσεις των τελευταίων στις απόπειρες ορθολογικότερης διάρθρωσης των δημοσίων δαπανών. Η χωρίς την απαραίτητη συναίνεση προσπάθεια ομαλής εγκόλπωσης του μακροοικονομικού “πλήγματος” πέρα από τα όρια της κοινωνικής αντοχής και ανοχής οδήγησε στην παταγώδη αποτυχία της όλης προσπάθειας με απροσμέτρητα αρνητικές συνέπειες. Η αναπτυξιακή διαχείριση της σημερινής κρίσης και η πρόκληση του ταχέως εκσυγχρονισμού και της ανύψωσης της θέσης της χώρας μας διεθνώς με ρωμαλέα διαρθρωτικά, μεταρρυθμιστικά, μέτρα και την ένταση της προσαρμογής, που απαιτεί ο μη εξοβελισμός από την “Ευρώπη”, μπορούν σκοπιμότερα να επιτευχθούν με μέτρα υποδομής, που θα χαρακτηρίζονται εν γένει από μεθόδους υψηλής εντάσεως, που όμως αποδίδουν αποτελέσματα μακροπρόθεσμα, αφού γίνει απολύτως αντιληπτό το θεμιτό των “οριζόντιων” κυβερνητικών λύσεων με την ταυτόχρονη συνεργασία και συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων.
Αν και οι προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας αξιοποιώντας τις δυνατότητες, που προσέφερε η ΕΑ, παρουσιάζονταν εξαιρετικά περιορισμένες, η προτεραιότητα για την Ελλάδα καθίστατο η ορθολογική οργάνωση του εσωτερικού παραγωγικού δυναμικού και η σύνδεση των μακροοικονομικών εξελίξεων με την πορεία των τομέων παραγωγής διά της κατάλληλης πολιτικής νομισματικής και δημοσιονομικής πειθαρχίας με τελικό σκοπό την αναδιάταξη των τομέων αυτών με πλαίσιο ανάπτυξης και δράσης την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια Αγορά. Κατευθύνσεις για αυτό τότε αποτελούσαν η χάραξη νέας βιομηχανικής πολιτικής οριζόντιου προσανατολισμού και οι νέες αντιλήψεις περί την εγχώρια προστιθέμενη αξία, η επαναδραστηριοποίηση της Ελληνικής θέσης εντός της Κοινότητας και η εγκατάλειψη της μοιρολατρικής αποδοχής των ερήμην συντελεσθέντων μέσω Πρωτοβουλιών για την περιβαλλοντική, την κοινωνική, την πολιτιστική πολιτική, για τη Μεσογειακή οικονομική προσέγγιση και σύγκλιση, την προστασία των Ευρωπαϊκών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και όλα αυτά προσανατολισμένα προς μία δυναμική προοπτική μετασχηματισμού της Ελληνικής Οικονομίας.
2. Η περιαφή με το ιδιαίτερο κρατικό θεσμικό ενδιαφερόντων τομέων της τουριστικής βιομηχανίας, της ναυτιλίας, των μεταφορών, αφού η Ελλάδα ως ο μόνος πόλος οικονομικού δυναμισμού στα Βαλκάνια μπορούσε να καθιερωθεί ως διαμετακομιστικό κέντρο του μεσογειακού εμπορίου και ως “κοινοτικό” εφαλτήριο για τις νέες αγορές της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης και Απω Ανατολής λόγω της θέσης της στις υπό χάραξη νέες οικονομικές οδούς “Βορρά” – “Νότου” δίχως να παραμεληθούν ταυτόχρονα νέοι κερδοφόροι τομείς της αγροτοβιομηχανικής παραγωγής, κυρίως της ελαφράς και συμβατής προς το περιβάλλον βιομηχανίας, και ορισμένων νέων τεχνολογιών, εφόσον επιδιωκόταν η προώθησή τους, αποτελούσαν τους άξονες της δυνητικής ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας και της αντίστοιχης συνεισφοράς στην ΕΑ.
Η δημιουργία επενδυτικού κλίματος με σταθερότητα των νομοθετικών επιλογών με σκοπό την Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη εντός της ΕΑ θα έπρεπε να απολήγει στο μαρασμό του κρατικού παρεμβατισμού δίνοντας στο Κράτος ένα νέο ρόλο εποπτικό της εφαρμογής των ρυθμίσεων της ΕΑ θέτοντας σε άρδην αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα των κρατικών ενισχύσεων εν γένει. Ο συντονισμός της νομισματικής πολιτικής λόγω της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, η προωθούμενη αντίληψη για το ρόλο των κρατικών προμηθειών στην ΕΑ, η φορολογική εναρμόνιση ειδικώς υλοποιούμενες και εφαρμοζόμενες θα συνέβαλαν στην καταπολέμηση της μετάθεσης της λύσης των χρόνιων προβλημάτων “ίδιον” της Ελληνικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα η σύσταση Διαρθρωτικού Ταμείου για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την απελευθέρωση της διακίνησης των εργαζομένων και η αξιοποίηση των διευρωπαϊκών δικτύων με την κινητοποίηση χρηματοοικονομικών μέσων θα σίγαζαν τις όποιες “ευρώφυγες” δυνάμεις και θα συνέβαλαν στην κοινωνική συνοχή.
Ε. Κατά παράδοξο τρόπο και προ 30ετίας τα προβλήματα και οι προκλήσεις στην Χώρα μας ήταν τα …ίδια με σήμερα! Δυστυχώς η θέση της Ελληνικής Οικονομίας εντός της ΕΕ σήμερα εξαρτάται από τη συμμετοχή της στη δυναμική του μετασχηματισμού της Κοινοτικής Οικονομίας εν γένει με πρωτοβουλίες κυρίως του ιδιωτικού Τομέα. Την περίοδο 1989- 1992 το παιχνίδι χάθηκε, διότι η ανάγκη για ολόψυχη συστράτευση όλων γενικά των εθνικών και παραγωγικών δυνάμεων της Χώρας πέρα από κοντόφθαλμες και συντεχνιακές θεωρήσεις δεν υιοθετήθηκε ως Εθνικός Στόχος. Πλέον μετά από τόσα δεινά την περίοδο 2010-2017 οι διέξοδοι από τη σημερινή κατάσταση απερίσκεπτης και παθητικής ακροβασίας οφείλουν να καταπολεμούν κάθε υπόνοια αυτοπεριθωριοποίησης εντός ΕΕ της Ελληνικής Οικονομίας στο νέο περιβάλλον οικονομικών επιλογών με οικουμενική χροιά, που διαμορφώνεται. Το Έθνος δεν θα έχει άλλη ευκαιρία.
Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΣΑ Νομική Υπηρεσία ΟΑΕΔ
email: ioanniskymionis@yahoo.gr