Το μοναδικής αισθητικής κτήριο δέχεται επιφανειακές σωστικές παρεμβάσεις και αναμένει την ολοκληρωτική του αποκατάσταση
Χρόνιες γραφειοκρατικές εμπλοκές το κατέστησαν ετοιμόρροπο και επικίνδυνο για τους διερχόμενους
Ο Παναγιώτης Στάλιος αποτελεί μία από τις εξέχουσες μορφές της ιστορίας της Ξάνθης κατά τον 19ο αιώνα. Μέλος της Δημογεροντίας της ελληνορθόδοξης κοινότητας Ξάνθης, μέγιστος καπνέμπορος και ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της πόλης. Στην Ξάνθη, πέραν των άλλων, άφησε δύο αρχοντικά, πραγματικά κοσμήματα. Το νεοκλασσικό αρχοντόσπιτό του, της νότιας πλευράς της οδού Βενιζέλου, χτίστηκε γύρω στο 1880 με στοιχεία νεοαναγεννησιακά και με πολλές επιρροές εκλεκτικισμού, κατά πάσα πιθανότητα από μπουλούκι κουδαραίων Ηπειρωτών μαστόρων. Σήμερα το χρησιμοποιεί ο Ερυθρός Σταυρός, αφού προηγουμένως πέρασαν απ’ αυτό ο Ανάργυρος Σιγάλας, η Βουλγάρικη Κομαντατούρα και η Τράπεζα της Ελλάδας. Το δεύτερο αρχοντικό με το καμπυλόσχημο αέτωμα, της βόρειας πλευράς της Βενιζέλου, χτίστηκε την ίδια περίπου εποχή ή λίγο αργότερα από μπουλούκι μάλλον Θρακιωτών δουλγέρηδων, αφού τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία παραπέμπουν σε ανάλογες κατοικίες της Βόρειας Θράκης. Οι παλιοί κάτοικοι το θυμούνται και σαν “ποτοποιία Σαμουρίδη”.
Ένα ακόμη οικοδομικό κόσμημα αφημένο στην τύχη του
Και ενώ το πρώτο κτίσμα χρησιμοποιείται και διατηρείται σε καλή κατάσταση, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το δεύτερο, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην γωνία των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, σαν μια άτυπη είσοδος των επισκεπτών από την Κεντρική Πλατεία στην Παλιά πόλη. Έχουν περάσει περισσότερα από 10 χρόνια από τότε που η τεχνική υπηρεσία του Δ.Π.Θ, στο οποίο ανήκει το κτήριο, κατέθεσε μελέτη αποκατάστασής του προς έγκριση από την υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων. Η μελέτη είχε κριθεί τότε ελλιπής, καθώς ζητήθηκαν συμπληρωματικές παρεμβάσεις αναφορικά με την αποκατάσταση του ζωγραφικού διακόσμου στο εσωτερικό του. Το έργο της συντήρησης του διακόσμου είναι ιδιαίτερα κοστοβόρο, αφού οι εργασίες αποκάλυψης μόνο ενός μικρού μέρους για την πιστοποίηση ύπαρξής του κόστισαν αρκετές χιλιάδες ευρώ. Έκτοτε, το όλο θέμα έχει παγώσει, και η όποια μελέτη υπάρχει χρειάζεται επικαιροποίηση. Όπως ανέφερε στο «Ε» ο πρόεδρος του ΤΕΕ Θράκης, Αργύρης Πλέσιας, πρόκειται για ένα κτήριο που είναι ανοιχτό τουλάχιστον 15 χρόνια, με τον κάθε χρόνο να προσθέτει προβλήματα και φθορές. «Η όποια παρέμβαση για αναστήλωση του κτηρίου χρειάζεται επανατύπωση και νέα προσέγγιση, αφού πολλά έχουν αλλάξει από τότε που συντάχθηκε η αρχική μελέτη», δήλωσε ο ίδιος. Για το όλο θέμα υπάρχει ένας φάκελος αλληλογραφίας μεταξύ του ΔΠΘ και της υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων, και παρότι αρχικά είχε φανεί πως θα δοθεί λύση από το υπουργείο Πολιτισμού, στη συνέχεια ‘’μπλόκαρε’’ εκ νέου.
Σωστικές παρεμβάσεις για την διάσωση του κτηρίου και την ασφάλεια των πολιτών
Στην πρόσοψη του κτηρίου τοποθετήθηκε πριν από λίγες μέρες σκαλωσιά και προστατευτικό πανί, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος για τους διερχόμενους πολίτες, σε συνέχεια των παρεμβάσεων που έγιναν πριν λίγο καιρό με μεταλλικό κιγκλίδωμα για την απαγόρευση στάθμευσης μπροστά από το κτήριο. Πριν δύο περίπου χρόνια το ΔΠΘ είχε προχωρήσει σε παρεμβάσεις συντήρησης της στέγης, η οποία παρουσίασε προβλήματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την διατήρηση όλου του κτίσματος. Όπως πληροφορηθήκαμε από την Πολυτεχνική Σχολή, οι επεμβάσεις που έχουν προγραμματιστεί σε αυτή την φάση είναι επιφανειακές με καθαρά σωστικό χαρακτήρα για το αρχοντικό, αλλά και για λόγους ασφάλειας των πολλών διερχόμενων πολιτών από το σημείο, ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο να βαφεί εξωτερικά το κτήριο.
Ποιο θα είναι το μέλλον του Αρχοντικού Στάλιου;
Καμιά επίσημη απάντηση προς το παρόν για το μέλλον ενός κτηρίου σπάνιας αρχιτεκτονικής αισθητικής, παρά τις πολλές προτάσεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής. Το θέμα ανακινείται από καιρού εις καιρόν, κυρίως μέσα από παρεμβάσεις που έκαναν οι άνθρωποι του ΠΑΚΕΘΡΑ, όπως και πριν από τρία χρόνια, όταν ο νυν πρόεδρος του ΤΕΕ Θράκης κ. Πλέσιας κατέθεσε πρόταση παραχώρησης του κτηρίου από το ΔΠΘ στον δήμο, ώστε να προωθηθεί η αναπαλαίωσή του μέσω προγράμματος στο οποίο ο δήμος μπορούσε να το εντάξει. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και το αρχοντικό παραμένει έρμαιο σε δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Όπως σημείωσε ο κ. Πλέσιας: «Υπήρχαν τότε οι δυνατότητες χρηματοδότησης, γι’ αυτό και προτείναμε να υπάρξει αυτή η συνεργασία για το καλό της Παλιάς πόλης, μέσω της ανάδειξης ενός από τα σημαντικότερα κτίσματά της, που είναι ξεχωριστό γιατί αποτελεί ένα κράμα ανατολικής και δυτικής αρχιτεκτονικής, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά».
Ας ελπίσουμε τα προβλήματα που παρουσιάζει το κτήριο να μην προχωρήσουν και υποστεί μη αναστρέψιμες φθορές, καθώς θα μπορούσε να στεγάσει την κοσμητεία, την βιβλιοθήκη του ΔΠΘ ή να φιλοξενήσει τις πολιτιστικές δράσεις του Πανεπιστημίου. Εξάλλου, θα είναι λυπηρό να αναστηλωθεί ακόμη ένα διατηρητέο κτήριο της πόλης και να παραμείνει χωρίς χρήση και σκοπό ύπαρξης. Αυτό σημείωσε με πικρία και ο κ. Άγγελος Σαβανίδης του ΠΑΚΕΘΡΑ, θυμίζοντας το αρχοντικό του Μουζαφέρ Μπέη και το Μουσείο Καπνού. Όπως τόνισε: «Σε αυτή την χώρα το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν την ‘’πληρώνει’’ ποτέ κανείς. Όλοι είναι άμοιροι ευθυνών, γι’ αυτό και τίποτα δεν προχωρά».
ΧΑΡΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΔΗΣ