Η υπερβολική φορολόγηση καταστρέφει τα μικρομεσαία νοικοκυριά
Με το εισόδημα των νοικοκυριών να διαμορφώνεται σε 153,2 δισ. ευρώ (χωρίς παροχές σε είδος) και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα των νοικοκυριών σε 74 δισ. ευρώ περίπου (στο οποίο πληρώνουν 8,7 δισ. ευρώ σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ή 11,8% μέσο φορολογικό συντελεστή), το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φοροδιαφυγή παραμένει τεράστια.
Αυτό τονίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, προειδοποιώντας παράλληλα για κίνδυνο κατάρρευσης της μεσαίας τάξης λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.
«Είναι επιτακτική η ανάγκη να επεκταθεί η φορολογική βάση ώστε να πάψουν να επιβαρύνονται υπέρμετρα οι μισθωτοί στα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, που είναι η κοινωνική τάξη που στηρίζει ουσιαστικά όλο το κοινωνικό εποικοδόμημα και που η κατάρρευσή της δεν μπορεί να αγνοηθεί», αναφέρει συγκεκριμένα ο Σύνδεσμος.
«Συνεπώς, προσθέτει, την ώρα που συζητιέται η παραπέρα αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην «υψηλά αμειβόμενη» εργασία, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη και οι επιπτώσεις των υφιστάμενων στρεβλώσεων στις δυναμικές επιχειρήσεις που δημιουργούν καλά αμειβόμενες δουλειές. Όταν ο μέσος πολίτης αποθαρρύνεται από την προσπάθεια για καλύτερη εργασία τελικά αποψιλώνεται η μεσαία τάξη. Η επακόλουθη κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής οδηγεί βέβαια σε οικονομική στασιμότητα και σταδιακά σε πολιτικό ριζοσπαστισμό, που με τη σειρά του υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ευημερία των πολλών. Κυρίως όμως η φτωχοποίηση της κοινωνίας οδηγεί στην ανυπαρξία πόρων που σε μια ευημερούσα κοινωνία με ισχυρή, οικονομικά και πολιτικά, μεσαία τάξη μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και ουσιαστικές πολιτικές εισοδηματικής ενίσχυσης των πλέον αδύναμων».
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι οι αυξήσεις φόρων θα εξωθήσουν είτε στην παραοικονομία είτε στη μετανάστευση και άλλα παραγωγικά τμήματα της μεσαίας τάξης και τονίζει την ανάγκη για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, φορολογικά κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις, καθολική χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για πάταξη της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Σύνδεσμος, σήμερα 4 εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους και εισφορές ώστε να πληρώνονται οι συντάξεις 3 συνταξιούχων και να καλύπτονται οι ανάγκες σε παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, άμυνας κ.λ.π., μοντέλο που προφανώς δεν είναι βιώσιμο.
Τέλος, για τη φορολογική κλίμακα που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, ο ΣΕΒ αναφέρει ότι σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ στην Ελλάδα το αφορολόγητο αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό όχι ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως προς το όριο φτώχειας.
Ενδεικτικά στη Γερμανία το αφορολόγητο είναι 8354 ευρώ με όριο φτώχειας 11.840, στην Αυστρία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 11.000 και 13.929 ευρώ, στην Ολλανδία το αφορολόγητο είναι 5443,8 ευρώ με όριο φτώχειας 12.535 ενώ στην Ελλάδα το αφορολόγητο είναι 9.545 ευρώ για τους μισθωτούς με όριο φτώχειας τα 4608 ευρώ.
Επιπλέον, σε αντίθεση με πολλές χώρες, η έκπτωση φόρου δεν εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση ή την ηλικία, καθώς σε πολλές χώρες τα παιδιά και η ηλικία άνω των 65 ή και 75 ετών είναι προϋπόθεση για την απόκτηση αυξημένης, πέρα μιας χαμηλής ως προς το όριο φτώχειας, έκπτωσης φόρου.
Μες αφορμή τη συζήτηση που γίνεται για αύξηση των συντελεστών ο ΣΕΒ αναφέρει:
-Οι συντελεστές φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι δομημένοι με τέτοιο τρόπο που επιβαρύνουν ειδικά την παραγωγική μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας και το αντίστοιχο αντικίνητρο. Από την άλλη, ειδικά η μισθωτή εργασία στο δημόσιο και τα εισοδήματα από σύνταξη ευνοούνται καθώς για τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων το εισόδημα αυτό παραμένει αφορολόγητο ή καταβάλλει ελάχιστο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνεπώς, την ώρα που συζητιέται η παραπέρα αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην «υψηλά αμειβόμενη» εργασία, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη και οι επιπτώσεις των υφιστάμενων στρεβλώσεων στις δυναμικές επιχειρήσεις που δημιουργούν καλά αμειβόμενες δουλειές.
-Όταν ο μέσος πολίτης αποθαρρύνεται από την προσπάθεια για καλύτερη εργασία τελικά αποψιλώνεται η μεσαία τάξη. Η επακόλουθη κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής οδηγεί βέβαια σε οικονομική στασιμότητα και σταδιακά πολιτικό ριζοσπαστισμό, που με τη σειρά του υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ευημερία των πολλών. Κυρίως όμως η φτωχοποίηση της κοινωνίας οδηγεί στην ανυπαρξία πόρων που σε μια ευημερούσα κοινωνία με ισχυρή, οικονομικά και πολιτικά, μεσαία τάξη μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και ουσιαστικές πολιτικές εισοδηματικής ενίσχυσης των πλέον αδύναμων.