Το Τριμελές Εφετείο Θράκης απέρριψε εξ ολοκλήρου την έφεση της Μονής Βατοπεδίου και αναγνώρισε ως κύριο των 27.000 παραλίμνιων εκτάσεων το Ελληνικό Δημόσιο
Άκυρες οι «ιερές ανταλλαγές». Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της απόφασης. Ξυνίδης και Γιαλάογλου μιλούν για το περιεχόμενο και τα μηνύματα της απόφασης
Με περισσότερες από 250 σελίδες το Τριμελές Εφετείο Θράκης αποφάνθηκε τελεσίδικα για την πολύκροτη υπόθεση της κυριότητας των παραλίμνιων περιοχών της Λίμνης Βιστονίδας, απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου ως ουσία αβάσιμη την έφεση της Μονής Βατοπεδίου και αναγνωρίζοντας πλήρως την κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου στα 27.000 στρέμματα υπό διεκδίκηση. Ουσιαστικά, η απόφαση με αριθμό 197/2015 που εκδόθηκε στις 29-12-2015 δέχεται ότι για τα 24.000 στρέμματα τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα δεν ταυτοποιούνται με την εν λόγω περιοχή, ότι η Μονή δεν είχε ποτέ την κυριότητα και ότι το δημόσιο απέκτησε την κυριότητα κατά διαδοχή από το τουρκικό και βουλγαρικό δημόσιο μετά την απελευθέρωση. Τον δε συμβιβασμό ανάμεσα στη Μονή και το Δημόσιο για τις ανταλλαγές τον θεωρεί ανίσχυρο γιατί έλαβε χώρα μετά τη διάσκεψη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που συζήτησε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό στις 5.11.2013, αν και ποτέ δεν εξέδωσε απόφαση, παρά μόνο όταν μετά την αξιοσημείωτη καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης η πρόεδρος του Αρείου Πάγου έδωσε εντολή να εκδοθεί η απόφαση με άλλη σύνθεση (οπότε και δικαιώθηκε το Δημόσιο για τα 24.000 από τα 27.000 στρέμματα).
Επίσης, δεν δέχεται ότι με συμβιβασμό του 1930 ανάμεσα στη Μονή και το Ελληνικό Δημόσιο, που είχε ως έννομη συνέπεια να παραχωρήσει τεράστιες εκτάσεις η πρώτη στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής, παρέλαβε και την κυριότητα της Λίμνης, παρά μόνο την παραχώρηση και εκμετάλλευση χωρίς όμως χρονικό προσδιορισμό.
Για τα άλλα 3.000 στρέμματα που αφορούν τις περιοχές Αγίου Νικολάου, Αντά Μπουρού και τις εκβολές του ιχθυοτροφείου, που είχαν αναγνωριστεί κατά κυριότητα στη Μονή με βάση τα χρυσόβουλα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται ότι ούτε και σε αυτά υπάρχει δικαίωμα κυριότητας της Μονής γιατί δεν υπάρχουν διακατοχικές πράξεις, δηλαδή η Μονή αδρανώντας εκχώρησε τα δικαιώματά της στο Δημόσιο, αφού επέτρεψε αναδασμούς κλπ.
Στη δίκη παρέμβαση είχαν ασκήσει επίσης το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Εκκλησία της Ελλάδος, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και το ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου, υπέρ του κύρους των χρυσοβούλων ως τίτλου κυριότητας.
Άκυρος ο συμβιβασμός Δημοσίου και Μονής
Η απόφαση αυτή επισείει μια σειρά από έννομες συνέπειες που εγείρουν νέα νομικά ζητήματα. Η σημαντικότερη είναι ότι οι ανταλλαγές ανάμεσα στη Μονή και το Δημόσιο με την απόφαση αυτή είναι άκυρες, πράγμα που επηρεάζει άμεσα τις 30 περίπου δίκες που διεξάγονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (κρίθηκαν σε πρώτο βαθμό οι περισσότερες) με επίδικο ζήτημα την κυριότητα των εν λόγω εκτάσεων και με πολλές από τις εκτάσεις να έχουν πουληθεί ή παραχωρηθεί.
Ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι ο χρόνος εφαρμογής της απόφασης, αφού η Μονή Βατοπεδίου θα ασκήσει αναίρεση (εντός ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης), καλώντας τον Άρειο Πάγο να εξετάσει τα νομικά ελαττώματα που προκύπτουν, σύμφωνα με τους νομικούς της, από την απόφαση. Η ακυρότητα δηλαδή επιβάλλεται με την τελεσιδικία ή πρέπει να κρίνει πρώτα το θέμα αμετάκλητα το Ανώτατο Δικαστήριο; Οι νομικές απόψεις εδώ διίστανται, αλλά το ζήτημα θα διευκρινιστεί άμεσα με την άσκηση της αναίρεσης.
Επιπλέον, απασχολεί η τύχη του ποινικού δικαστηρίου, όπου κατηγορούμενοι είναι ο καθηγούμενος της Μονής γέροντας Εφραίμ, ο μοναχός Αρσένιος, οι νομικοί σύμβουλοι του Κράτους, η συμβολαιογράφος Πελέκη-Βουλγαράκη και υπηρεσιακοί. (Οι πρώην υπουργοί που ενεπλάκησαν Ρουσόπουλος, Δούκας, Κοντός έχουν απαλλαγεί με το νόμο περί ευθύνης υπουργών). Ναι μεν η ποινική δίκη είναι ανεξάρτητη από την πολιτική, ωστόσο οι νομικοί κύκλοι και από τις δύο πλευρές εξετάζουν τη βαρύτητα της απόφασης του αστικού μέρους και τα μηνύματα ενδεχομένως που δίνει στο ποινικό δικαστήριο. Η πλευρά του Δημοσίου θεωρεί ότι είναι αναπόφευκτο να επηρεάσει η επιχειρηματολογία του πολιτικού δικαστηρίου, ενώ η πλευρά της Μονής, αναφέροντας ως ενδεικτικό παράδειγμα την μη επιδίκαση δικαστικών εξόδων στη Μονή ουσιαστικά αποδέχεται την πολυπλοκότητα της ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων και άρα εμμέσως την έλλειψη δόλου.
Θ. Ξυνίδης: «Η απόφαση αυτή είναι μια δικαίωση, είμαι χαρούμενος»
Ως δικαίωση υποδέχθηκε την απόφαση ο Θανάσης Ξυνίδης και μαζί του όλοι όσοι είχαν βγει μπροστά, αναφορικά με το σκάνδαλο που ξέσπασε το 2003. Ο ίδιος σε δηλώσεις του στο «Ε» τονίζει ότι με την απόφαση δεν θίγονται τα χρυσόβουλα με βάση τα οποία διατηρούν δικαιώματα κυριότητας οι παρεμβαίνοντες, αλλά και η ίδια η Μονή, απλά στην προκείμενη περίπτωση δεν αναγνωρίζονται. Ακόμη, αναφορικά με τα ζητήματα που τίθενται για την εξέλιξη της υπόθεσης (κυρίως ως προς την ακυρότητα), θεωρεί ότι η απόφαση είναι λεπτομερής και λύνει τα ζητήματα αυτά πανηγυρικά.
Σ. Γιαλάογλου: «Ας αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κρίνει ανεπηρέαστη τη συνέχεια της δικαστικής αντιπαράθεσης»
Ο Στέργιος Γιαλάογλου, συνήγορος της Μονής από το 1999 οπότε και ξεκίνησε η δικαστική διεκδίκηση, σημειώνει ότι η απόφαση «επιτείνει τη σύγχυση στην υπόθεση» και εντοπίζει μια σειρά από νομικά ελαττώματα, δηλαδή από πτυχές που δεν κρίθηκαν από το δικαστήριο ή δημιουργούν αντιφατικά νομικά συμπεράσματα και που θα περιληφθούν στην αναίρεση της Μονής. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να μείνουμε στο νομικό σκέλος και να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη ανεπηρέαστη να αποφασίσει. «Είμαι δε βέβαιος ότι θα αποφασίσει ορθά και δίκαια», συμπληρώνει ο ίδιος. Καταληκτικά, επισημαίνει ακόμη ότι η πρόθεση της Μονής Βατοπεδίου είναι να φτάσει και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια αν δεν αναγνωριστούν τα δικαιώματά της, ενώ υπενθυμίζει ότι δεν θα είναι η πρώτη φορά που αυτά θα αποφανθούν για το κύρος των χρυσοβούλων.