Στις περιοχές με τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων η περιφέρειά μας
Στις περιοχές με υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων περιλαμβάνεται και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το ποσοστό των “κόκκινων” δανείων στην ΑΜΘ φτάνει το 45%, ίδιο με εκείνο της Κρήτης και μόλις μία μονάδα κάτω από το αντίστοιχο ποσοστό της Πελοποννήσου, όπου καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (46%).
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η “Καθημερινή”, το αξιοσημείωτο είναι πως περιφέρειες όπως η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα Ιόνια Νησιά εμφανίζονται μεταξύ των περιοχών της χώρας που παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για περιοχές που τα τελευταία χρόνια έχουν επωφεληθεί από την εξαιρετικά θετική πορεία του τουρισμού.
Αντίθετα, σε περιοχές “φτώχειας”, όπως η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία και τα νησιά του βορείου Αιγαίου, που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση και την ανεργία σε σχέση με άλλες περιφέρειες, τα ποσοστά “κόκκινων” δανείων δεν ξεπερνούν το 34%.
Οι παράδοξες αυτές αποκλίσεις μπορούν να αποδοθούν σε στρατηγικούς κακοπληρωτές, δηλαδή σε άτομα που, εκμεταλλευόμενα τη νομική αναποτελεσματικότητα, είδαν την κρίση ως ευκαιρία για να αποφύγουν την αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους στις τράπεζες, στα χαλαρά κριτήρια με τα οποία οι τράπεζες έδιναν δάνεια τις ημέρες της ευφορίας, αλλά και στο γεγονός ότι οι πιο πλούσιες περιοχές υπερτίμησαν τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες και διαμόρφωσαν ένα επίπεδο ζωής που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της “Καθημερινής”, οι υψηλές καθυστερήσεις που καταγράφονται τόσο σε περιοχές με υψηλά εισοδήματα όσο και σε κλάδους της οικονομίας που δεν έχουν επηρεαστεί από την κρίση δημιουργούν ισχυρές υποψίες ότι μεγάλο μέρος των «κόκκινων» δανείων οφείλεται σε στρεβλές νοοτροπίες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και σε κακοδιαχείριση σε ό,τι αφορά επιχειρήσεις.
Όπως σημειώνει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση του Διοικητή «η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας οδηγεί σε αρκετές περιπτώσεις σε αποφάσεις που στην ουσία προστατεύουν δανειολήπτες οι οποίοι δεν βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους». Με άλλα λόγια, η πολυπλοκότητα και η αναποτελεσματικότητα του νομικού συστήματος στην Ελλάδα λειτουργούν ως εκκολαπτήριο «στρατηγικών κακοπληρωτών».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών πηγών, περίπου το 40% των ατόμων που έχουν καταθέσει αίτηση για ένταξη στον νόμο Κατσέλη, ο οποίος εξασφαλίζει προστασία στους δανειολήπτες, όχι απλώς είναι σε θέση να αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες αλλά διατηρούν πολύ μεγάλες περιουσίες. Πολλοί δανειολήπτες είδαν την κρίση ως ευκαιρία για να μην πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ ακόμα περισσότεροι σταμάτησαν να πληρώνουν τα δάνειά τους, ελπίζοντας στις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων που υπόσχονταν ακόμα και οριζόντιο «κούρεμα», δηλαδή τη μείωση όλων των οφειλών των δανειοληπτών.
Τα στελέχη τραπεζών εκτιμούν επίσης πως μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου μειώθηκαν κατά πολύ οι προσδοκίες που καλλιεργούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα περί «κουρέματος» των υποχρεώσεων. Έτσι, ολοένα και περισσότεροι δανειολήπτες, κυρίως νοικοκυριά, προσεγγίζουν την τράπεζα και προχωρούν σε ρυθμίσεις των υποχρεώσεών τους. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ μετά την εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Σεπτεμβρίου, ενώ σε δύσκολη θέση θα βρεθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές μετά τη σημαντική αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Παράλληλα, το επόμενο διάστημα αναμένονται και άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, μεταξύ αυτών η πώληση «κόκκινων» δανείων σε εξειδικευμένα χαρτοφυλάκια που θα αναλάβουν την ανάκτηση των απαιτήσεων, εξελίξεις που αναμένεται να ενισχύσουν την πίεση προς τους δανειολήπτες. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι σύντομα το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων που μπορούν αλλά δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους θα αναγκαστούν να τις βάλουν σε τάξη.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνονται στο 51,3% στην καταναλωτική πίστη, στο 35,60% στα στεγαστικά και στο 39,8% στα επιχειρηματικά δάνεια.