Τέλη Αυγούστου. Βράδυ Σαββάτου στην Καβάλα .Σε μια πιτσαρία της παραλίας. Ο Ν., η Μ., η γυναίκα μου η Εύα και εγώ. Πίτσα και κόκκινο κρασί στο τραπέζι.
Ακούγεται ένα σούσουρο, μια φασαρία και φωνές λίγο πιο πάνω. « Ήρθε το καράβι» λέει ο Ν. « Έφερε κι άλλους. Τρέχουν στα λεωφορεία. Θα τους πάνε στη Σαλονίκη». «Πάω να δω» , λέω εγώ.
Γυναίκες ,άντρες , παιδιά μια μεγάλη αλυσίδα σ’ όλο το μήκος της παραλίας. Φωνές, σπρωξιές και ομιλίες σε γλώσσα άγνωστη. Φτάνω, βαδίζοντας δίπλα τους, στο πρώτο λεωφορείο. Κάποιος διαβάζει ονόματα. Στέκομαι απέναντι απ΄ την ανοιχτή μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Ανεβαίνουν όσοι ακούν τα ονόματά τους. Η επιβίβαση γίνεται γρήγορα και με τάξη. Δεν έχουν βαλίτσες. Μόνο τσάντες πλαστικές. Μερικές μάνες με μωρά στην αγκαλιά. Το πρώτο λεωφορείο γεμίζει και φεύγει. Έρχεται το δεύτερο. Δεν ανοίγει η πόρτα.
Δίπλα μου ένα ζευγάρι με δύο παιδιά. Εκείνος περίπου τριάντα , εκείνη λίγο μικρότερη. Το κοριτσάκι περίπου τέσσερα, το αγοράκι κάνα χρόνο μεγαλύτερο. Κοιτάζω τον πατέρα, χαϊδεύω το μάγουλο του αγοριού. Κοιτάζω τη μάνα, χαϊδεύω τα μαλλάκια του κοριτσιού. Έχουν και τα δυο σοκολατένια μάγουλα. Δακρύζω. Ο άντρας ακουμπά το χέρι του στον ώμο μου και κουνά το κεφάλι του. Η γυναίκα τραβά μπροστά της τα παιδιά. Το αριστερό της χέρι στο αριστερό μάγουλο του κοριτσιού, το δεξί στο δεξί μάγουλο του αγοριού. Τα δυο κεφαλάκια τους ενωμένα. Τα χέρια της φτερούγες. Προστατεύει τα κλωσσόπουλά της .
Κοιτάζω τον πατέρα, κοιτάζω τη μάνα, κοιτάζω τα παιδιά. Τα δάκρυά μου κατρακυλούν στα μάγουλα. Γυρίζω το πρόσωπο. Ντρέπομαι. Απομακρύνομαι. Στη γωνία το περίπτερο, ’’ Δυο σοκολάτες ’’ λέω του περιπτερά. Τρέχω πίσω. Σπρώχνω κάποιους, σκοντάφτω σε κάποιους άλλους, να προλάβω … Μόλις άνοιξε η μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Διακρίνω τον άντρα. Είναι ψηλός. Με περνά τουλάχιστον δυο κεφάλια. Λαχανιασμένος δίνω στα παιδιά από μία σοκολάτα. Καινούργιο σούσουρο. Έρχεται αυτός που διαβάζει τα ονόματα. Στο πρώτο όνομα ο άντρας αρπάζει το αγόρι, η γυναίκα το κορίτσι και ανεβαίνουν στο λεωφορείο. Πιάνουν την πρώτη θέση, πίσω απ’ τον οδηγό. Μόλις κάθονται, η γυναίκα σκύβει και ανάμεσα απ’ τους άλλους που ανεβαίνουν διακρίνω να μου κουνά το χέρι. Σηκώνω το δικό μου και ψελλίζω « Καλή τύχη ». Μέσα στη φασαρία δε με άκουσε , αλλά σίγουρα κατάλαβε τι ψιθύρισα.
Το λεωφορείο γέμισε. Η μπροστινή πόρτα έμεινε ανοιχτή μέχρι να έρθει ο οδηγός. Κάθομαι στο πεζούλι. Τους βλέπω, με βλέπουν. Τώρα με χαιρετά ο άντρας. Η γυναίκα κάτι λέει στο κοριτσάκι. Εκείνο κουνά αρνητικά το κεφαλάκι του. Μαντεύω ότι είπε όχι. Το αγοράκι είναι στην αγκαλιά του πατέρα. Η μάνα σκύβει σ΄αυτό, κάτι του λέει και με δείχνει. Κατεβαίνει απ΄την αγκαλιά του πατέρα, βγαίνει απ΄το λεωφορείο, κοντοστέκεται λίγο μπροστά μου, και ξαφνικά αρπάζει το δεξί μου χέρι. Αισθάνομαι το πιο ζεστό γλυκό φιλί στη ράχη της παλάμης μου. Μετά σηκώνει το κεφαλάκι του, με κοιτά στα μάτια, ένα δάκρυ κατηφορίζει στο μαγουλάκι του και κάνει μεταβολή. Τρέχοντας ανεβαίνει στο λεωφορείο και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του πατέρα του . Η μάνα και ο πατέρας μού χαμογελούν .
Έρχεται ο οδηγός και η πόρτα κλείνει. Όρθιος τώρα, σηκώνω το χέρι. Όρθιοι μάνα και πατέρας σηκώνουν τα δικά τους χέρια. Το λεωφορείο ξεκινά . Κουβαλά ψυχές απ’ την πυρπολημένη Συρία στον υποτιθέμενο παράδεισο, στην Εσπερία.
Επιστρέφοντας στην παρέα νιώθω κάτι υγρό στο δεξί μου χέρι. Κοιτάζω. Ένας σκούρος λεκές. « Έτρωγε τη σοκολάτα» σκέφτηκα, «Αλλά όχι. Την κράταγε ανέγγιχτη στο χέρι του. Όπως και το κορίτσι». Σταμάτησα. Ξανακοίταξα το χέρι μου. Όχι, δεν ήταν σοκολάτα. Το δάκρυ του κυλώντας ξέβαψε το σοκολατένιο του μάγουλο.
Με το αριστερό μου χέρι άπλωσα τον λεκέ σ’ όλη την επιφάνεια του δεξιού μου χεριού για να μη διαφέρει από όλα τα λερωμένα χέρια των πολιτισμένων Χριστιανών Ευρωπαίων .Των Χριστιανών που κάθε Κυριακή ακούνε από τους πάστορες, αβάδες και παπάδες τους το «Ειρήνη υμίν» και το «Αγαπάτε αλλήλους» .
Το κρασί είχε ζεσταθεί όταν έφτασα στην πιτσαρία. Η πίτσα ήταν κρύα. Η καρδιά μου παγωμένη. «Γκαρσόν» φώναξα. «Πιάσε μια παγωμένη μπύρα».
Σ’ όλους τους Αϊλάν
του Αιγαίου.
Σταύρος-Βαρελάς
Υ.Γ. 1 Δεν έμαθα το όνομα του αγοριού. Απίθανο να το έλεγαν κι αυτό Αϊλάν. Μήπως Οσμάν*; Μήπως αναγραμματισμένο το τελευταίο; Μάνος* μήπως; Μήπως αναγραμματισμένο το όνομα του γιού μου;
*Αυτός ο αναγραμματισμός δεν είναι δικό μου εύρημα . Τον βρήκα σε βιβλίο της λογοτέχνιδας Λίας Χατζοπούλου– Καραβία.
Υ.Γ.2 Ο Αϊλάν * πνίγηκε στα παγωμένα κύματα του Αιγαίου. Στον βυθό συνάντησε την ομήλική του Λιάνα * που πνίγηκε στα ίδια νερά το 1922.
* Αυτός ο αναγραμματισμός είναι δικός μου . Στα. Βαρ.